«Τέσσερα εκατοστά»
Έσφιξε τα χείλη του ο Μανιός, ανέβασε το πηγούνι του ακριβώς τέσσερα εκατοστά, τα φρύδια του δύο, και κατευθύνθηκε στην αίθουσα του πολυτελούς εστιατορίου Le Miroir du Monde. Με την άσπρη πετσέτα επιμελώς ριγμένη στο δεξί του χέρι, και με το παπιγιόν σε μηδενική κλίση ρώτησε :- Παρακαλώ κύριε Λιβέρη ! Είστε έτοιμος ή μήπως επιθυμείται να παραγγέλλεται αργότερα; – Όχι νεαρέ, σημείωσε το γνωστό. – Ριζότο με αχινό και φουά γκρα μαγειρεμένο σε σκεύος shabu-shabu κ Λιβέρη;- Ακριβώς αυτό !, και συνέχισε την παραγγελία του… Η αλήθεια ήταν πως εκείνον τον αστραφτερό χώρο, επισκέπτονταν σχεδόν το σύνολο των υψηλά ιστάμενων της πόλης. Μεγάλες συμφωνίες, απίστευτες διαπλοκές διαδραματιζόταν σε τούτη εδώ την αίθουσα και ο Μανιός βρισκόταν σε συνεχή εγρήγορση για την διατήρηση της ισορροπίας που απαιτούσε ο χώρος αυτός. Το τιμούσε δηλαδή το μεροκάματο του και μάλιστα υπέρ το δέοντος. Μετά την παραγγελία του κ Λιβέρη κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, χώρος αντίθετος μ’ εκείνον της αίθουσας εστίασης. Στριμωγμένος εξοπλισμός, σκοτεινά πρόσωπα με κρεμάμενα χείλη από την κούραση. Ξεπέρασε τον Μοχάμεντ και τον Λιν πέρασε δίπλα από τα κιβώτια και έφτασε στο αποθηκάκι. Η Μαιρούλα δεν δούλευε.Καθημένη σε ένα από τα τσουβάλια με τις πατάτες κρατούσε το κεφάλι της και κοίταζε το κοκκινόχωμα στο άσπρο πλακάκι. Ο Μανιός ήξερε το μαράζι της και την ακούμπησε την πλάτη προσπαθώντας να της δώσει θάρρος.- Μαιρούλα, όλα θα πάνε καλά, μην στεναχωριέσαι. Θα γίνει καλά το παιδί. Θα βρεθούν τα χρήματα. Να δεις που θα γίνει καλά το παιδί..Αυτή, σήκωσε το βλέμμα της προς τον Μανιό και κίνησε δεξιά – αριστερά το κεφάλι της με εμφανή την απογοήτευσή της. – Αυτός ο Λιβέρης, ο γιατρός, μου είπε πως δεν μπορεί να κάνει κάτι αν δεν μαζευτούν τα χρήματα… Και τα χρήματα είναι πολλά για μένα…. Που θα τα βρω; – Ο Λιβέρης είναι ο γιατρός; είπε έκπληκτος ο Μανιός; – Αυτός … Αυτός.. Την αγκάλιασε και έφυγε αποφασισμένος να μιλήσει στον γιατρό. Τόσες φορές έχουν συναντηθεί στην αίθουσα, δεν μπορεί να μην δεχθεί να τον ακούσει. Πέρασε τον χώρο της κουζίνας και μόλις έκανε το βήμα του προς την αστραφτερή αίθουσα, ξαφνικά, το πηγούνι του ανέβηκε αυτόματα ακριβώς στα τέσσερα εκατοστά και τα φρύδια του στα δύο. Βρέθηκε η άσπρη πετσέτα στο δεξί του χέρι και το παπιγιόν του επανήλθε στην μηδενική του κλήση. Σάστισε. Γύρισε στην κουζίνα. Ξαναπροσπάθησε να μπει στην αίθουσα. Ξανά σηκώθηκε το πηγούνι του αυτόματα στα τέσσερα εκατοστά. Στην τρίτη του προσπάθεια ο Μανιός, την ξέχασε την Μαιρούλα…Σταυρουλάκης Αρτεμ. Κωνσταντίνος