Πρόστιμο ΚΒΣ σε εταιρεία για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου – Τεκμήριο αθωότητας από αμετάκλητη ποινική απόφαση για το νόμιμο εκπρόσωπό της – Ne bis in idem – “Ποινικές” διαδικασίες κατά διαφορετικών προσώπων (εταιρείας/νομίμου εκπροσώπου της)
Πηγή www.humanrightscaselaw.gr ΣτΕ Β΄ Τμ. 175/2018 Ne bis in idem – “Ποινικές” διαδικασίες κατά διαφορετικών προσώπων (εταιρείας / νομίμου εκπροσώπου της) – Πρόστιμο Κ.Β.Σ. σε εταιρεία για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείουΔεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ούτε, άλλωστε, της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ (εάν υποτεθεί ότι ο Χάρτης αυτός βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα) στην περίπτωση κατά την οποία η μία “ποινική” διαδικασία στρέφεται κατά νομικού προσώπου, ενώ η άλλη κατά του νόμιμου εκπρόσωπου αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου, έναντι του οποίου κινήθηκαν οι δύο διαδικασίες (βλ. ΕΔΔΑ 6.12.2007, 29829/05, Γιαννετάκη Ε.Π.Ε. και Γιαννετάκης κατά Ελλάδας, σκέψη 36, ΕΔΔΑ, 20.5.2014, 35232/11, Pirttimäki κατά Φινλανδίας, σκέψη 51 και ΔΕΕ 5.4.2017, C-217/15 & C-350/15, Orsi & Baldetti, σκέψεις 17-27) ΣτΕ Β΄ Τμ. 175/2018Σχέση μεταξύ ποινικής και διοικητικής δίκης – Πρόστιμο Κ.Β.Σ. σε εταιρεία για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου – Τεκμήριο αθωότητας από αμετάκλητη ποινική απόφαση για το νόμιμο εκπρόσωπό της – Ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω αθωωτική απόφαση χρήζει συνεκτίμησης, δεν προκύπτει (από μόνο το προσκομισθέν διατακτικό της) ότι αφορά στην ένδικη παράβαση.(Α) Σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ (όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, πριν από την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016), όταν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει επί υπόθεσης επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη), αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του – Εξάλλου, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου – Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δείξει ότι η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς την διοικητική διαδικασία και αντίστοιχη διοικητική δίκη (πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 12.7.2013, 25424/09, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 94, 103 και 104, ΕΔΔΑ 18.10.2016, 21107/07, Alkasi v. Turkey, σκέψεις 25-28, καθώς και ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 4662/2012) – Επομένως, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, από την ανωτέρω άποψη, σε περίπτωση στην οποία το διοικητικό δικαστήριο αποφαίνεται επί υπόθεσης επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. για παραβατική συμπεριφορά (όπως η έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου), η οποία δεν (προκύπτει ότι) είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη ή, έστω, συναφής με εκείνη στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται ο προσφεύγων ως σχετική – Δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδης, Σταυρόπουλος, Καπετάνιος και Σιταρίδης(Β) Αμετάκλητη απόφαση Πλημμελειοδικείου, με την οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας κηρύχθηκε αθώος για τις πράξεις της έκδοσης και αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου – Επάλληλη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι από μόνο το προσκομισθέν διατακτικό της αθωωτικής απόφασης δεν προκύπτει ότι αυτή αφορά την ένδικη παράβαση – Ανεξάρτητα από το εάν ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου (των φυσικών προσώπων που κηρύχθηκαν αθώα με την ανωτέρω ποινική απόφαση) ή εάν το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο είχε την υποχρέωση να συνεκτιμήσει την προαναφερόμενη αθωωτική απόφαση, με την οποία απαλλάχθηκε ποινικής κατηγορίας όχι η αναιρεσείουσα αλλά ο νόμιμος εκπρόσωπός της (πρβλ. ΣτΕ 479/2017, ΣτΕ 3338/2013), πάντως η επίμαχη κρίση της αναιρεσιβαλλομένης στηρίζεται (αυτοτελώς) και στην παραπάνω αιτιολογία, η οποία συνάδει προς όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω και ουδόλως έρχεται σε αντίθεση προς τα κριθέντα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του ΕΔΔΑ που επικαλείται η αναιρεσείουσα – Τούτων έπεται ότι, όσον αφορά την ως άνω αυτοτελή/επάλληλη αιτιολογική βάση της επίδικης κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετείται (έμμεση) ερμηνευτική αντίθεσή της προς τις ανωτέρω αποφάσεις του ΕΔΔΑ, από τις οποίες, άλλωστε, δεν προκύπτει (και, δη, κατά τρόπο αρκούντως σαφή) ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο το οποίο κρίνει επί της τέλεσης από ορισμένο πρόσωπο παράβασης της φορολογικής νομοθεσίας δεσμεύεται από αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αφορά στο ίδιο πρόσωπο και στην ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση που του απέδωσε η Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 3076/2017, ΣτΕ 434/2017 επταμ. 167-169/2017 επταμ., ΣτΕ 1992/2016 επταμ., ΣτΕ 2403/2015, ΣτΕ 2069/2014, ΣτΕ 1713/2014)