Γραφείο Προϋπολογισμού: «Η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας»
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙA ΕΚΘΕΣΗΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017Η παρούσα έκθεση εξετάζει, όπως και οι προηγούμενες, την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της ελληνικής οικονομίας, που τίθενται στον Κρατικό Προϋπολογισμό και στα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Πλαίσια Στρατηγικής, τα οποία έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων. Επικεντρώνεται δε, στο τέταρτο τρίμηνο του 2017.Η έκθεση συντάχθηκε με βάση το σημερινό πλαίσιο πολιτικής, όπως αυτό διαμορφώνεται από τις συμφωνίες που έχει πραγματοποιήσει η κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Λαμβάνει, επίσης, υπόψη της όλη την τρέχουσα συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Ευρωζώνης.Ο Συντονιστής και τα Μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής αναγνωρίζουν ότι γενικά στην οικονομική πολιτική αντιπαρατίθενται διαφορετικές οικονομικές φιλοσοφίες και πως ό,τι είναι α-ναγκαίο με οικονομικά κριτήρια δεν είναι απαραίτητα εφικτό με πολιτικά. Επίσης, ό,τι είναι επιθυμητό πολιτικά δεν είναι πάντοτε οικονομικά αποτελεσματικό.Η μείωση της αβεβαιότητας φέρνει αποτελέσματαTo 2017 έληξε με προκαταρκτική συμφωνία για την τρίτη αξιολόγηση. Όμως, η διαδικασία της αξιολόγησης συνεχίσθηκε τον Ιανουάριο 2018 καθώς είχαν μείνει αρκετές εκκρεμότητες όσον αφορά στα «προαπαιτούμενα» για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων του δανείου από τον ΕΜΣ. Επίσης, δεν έχει αποσαφηνισθεί ακόμα η μελλοντική στάση του ΔΝΤ.Όλες οι διεθνείς αναλύσεις (όπως εξάλλου και το Γ.Π.Κ.Β.) διαπιστώνουν πρόοδο:• στον τομέα των μεταρρυθμίσεων (κανονιστική ρύθμιση στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.λπ.), αλλά και• στη δημοσιονομική διαχείριση. Όμως διαπιστώνονται και πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν κατ’ αρχάς ως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου) τον Αύγουστο 2018. Σημειώνουμε ακόμα ότι έχουν ψηφισθεί για το 2019 και 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας (μείωση του αφορολόγητου) και δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως) ως το 2021. Αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες. Οι τράπεζες π.χ. έχουν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα πλειστηριασμών για τους επόμενους μήνες και τα χρόνια μετά το τέλος του μνημονίου. Θα υπάρξουν επίσης σημαντικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στους σχεδιασμούς της «επόμενης μέρας» καθώς η οικονομική πολιτική μας θα παρακολουθείται σε κάθε περίπτωση από τους θεσμούς και τις αγορές. Η κυβέρνηση έχει επίσης δεσμευθεί να επεξεργασθεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς και να ενστερνισθεί πλήρως μία συνολική (comprehensive) αναπτυξιακή στρατηγική. Αυτό σημαίνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις σε περιοχές πολιτικής από τις οποίες εξαρτάται η ανάπτυξη.Παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) που επικαιροποιήθηκε τρεις φορές (2016, 2017, 2018), παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος. Όπως πρόσφατα τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γ. Χουλιαράκης, είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλογικό έτος. Επίσης, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογούνται καταλλήλως από τις αγορές.Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής και θα εκφράσει τις προθέσεις της όσον αφορά στην επιστροφή του ΔΝΤ σε επιστολή προς το Ταμείο, υπογεγραμμένη από τις ελληνικές αρχές. Η κυβέρνηση πάντως δρομολόγησε με το «πολυνομοσχέδιο», που ψηφίσθηκε από τη Βουλή στις 15 Ιανουαρίου 2018 (Ν. 4512/2018, ΦΕΚ 5/Α/17.01.2018), ουσιαστικά δύο δέσμες μέτρων. Η μία αφορά στην εφαρμογή των όρων για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων. Οι συζητήσεις ανέδειξαν και τις δυσκολίες μας να «ενστερνισθούμε» την οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου. Η δεύτερη δέσμη όμως περιέχει πάσης φύσης «διευθετήσεις» για τις περισσότερες από τις οποίες το ΓΛΚ δεν μπορούσε να κάνει κάποια πρόβλεψη των δημοσιονομικών επιπτώσεών τους, πράγμα που παραπέμπει στη διαχρονική παθογένεια της ελληνικής πολιτικής ζωής. Προς το παρόν, διαπιστώνουμε ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. Έχει προηγηθεί μια διετία ήπιας ύφεσης, που επηρεάστηκε από τις πολιτικές εξελίξεις το πρώτο εξάμηνο του 2015 και από την καθυστέρηση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης το 2016. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στις 15 Ιουνίου 2017, δημιούργησε, παρά τις καθυστερήσεις, προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας και τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, όταν αυτό συμβεί, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης. Όμως, τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν. Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.Το Γ.Π.Κ.Β. από καιρό υποστήριζε ότι ένα από τα μεγαλύτερα και συστηματικότερα λάθη των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών ήταν η υποτίμηση του ρόλου της αβεβαιότητας στην οικονομία. Το λάθος αυτό εντάθηκε στα χρόνια των μνημονίων, δηλαδή από το 2010 και μετά. Την αβεβαιότητα τροφοδοτούσαν οι συνεχείς διαπραγματεύσεις και αναζητήσεις «ισοδυνάμων» για να γίνουν τροποποιήσεις, οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα, οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό, οι ασάφειες στην κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων, των εργασιακών ρυθμίσεων κ.ά. Εκτός από την πρωτοφανή ύφεση, την αβεβαιότητα επίσης τροφοδοτούσε η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείτο στην πράξη. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις, παρά την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.Οι περισσότερες ενδείξεις του τελευταίου τριμήνου του 2017 και του πρώτου μήνα του νέου έτους είναι ενθαρρυντικές, π.χ. οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2017 κατά € 2,54 δισ. Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Δεκέμβριο 2017 ανέκαμψε εκ νέου πάνω από τις 100 μονάδες (101 μονάδες), μετά τον Σεπτέμβριο (100,6 μονάδες). Ο Γενικός Δείκτης (ΓΔ) Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατέγραψε σημαντική άνοδο έως το τέλος του τελευταίου τριμήνου του 2017, κλείνοντας το έτος στις 802 μονάδες, ενώ υπήρξε σημαντική περαιτέρω άνοδος και τον πρώτο μήνα του 2018. Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Σημειώνεται επίσης, ότι και τον Ιανουάριο του 2018 συνεχίστηκε η καθοδική πορεία και διαμορφώθηκε κάτω από το 4%.Ωστόσο, για το έτος 2017 το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του + 1,6%, αισθητά χαμηλότερη από τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού του 2017, δηλαδή 2,7%. Όμως έρχεται μετά από μια νέα «ήπια» ύφεση του 2015 και 2016 ( -0,3% και -0,2 αντίστοιχα). Η χαμηλότερη εκτίμηση οφείλεται στη μεγάλη καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, που προκάλεσαν σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.Η ανεργία μειώνεται επίσης μολονότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης δεν είναι ικανοποιητικά, όπως βεβαιώνεται από ΕΛΣΤΑΤ και ΕΡΓΑΝΗ. Όμως, το στοιχείο που προβληματίζει είναι ότι δημιουργούνται πάρα πολλές νέες θέσεις εργασίας με χαμηλή αμοιβή και υψηλή ανασφάλεια.Η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομήςΈνα σημαντικό αποτέλεσμα που δρομολογήθηκε από το κλείσιμο της δεύτερης και τρίτης αξιολόγησης, ήταν η έξοδος στις αγορές π.χ. με το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών αρχικά για την έκδοση πενταετούς ομολόγου. Είναι δύο θετικές εξελίξεις που δημιουργούν προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές στο τέλος του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης, όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ). Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.Όμως, η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, για τους εξής τρεις λόγους:1. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης.2. Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προβλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή».3. Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.Επίσης, η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.Σε προηγούμενες εκθέσεις του, το Γ.Π.Κ.Β. έχει ασκήσει εκτεταμένη κριτική για την αποτελεσματικότητα της πολιτικών λιτότητας. Αρχικά, στα πρώτα μνημονιακά χρόνια, η λιτότητα επιχειρήθηκε κυρίως μέσω της μείωσης των μισθών και των συντάξεων. Στη συνέχεια, στο δεύτερο και τρίτο μνημόνιο πήρε τη μορφή της φορολογικής επιβάρυνσης (φοροκεντρική λιτότητα). Πρόσφατες εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει ότι η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής λιτότητας επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: από τη διάρκεια της λιτότητας, από τον βαθμό ανοίγματος της οικονομίας και από το επίπεδο θεσμών της χώρας. Οι οικονομολόγοι φαίνεται να μην διαφωνούν ότι, μακροχρόνια, η δημοσιονομική εξυγίανση είναι επωφελής για την οικονομία (λόγω μείωσης των επιτοκίων δανεισμού). Υπάρχει όμως μικρότερη συναίνεση σχετικά με τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις της λιτότητας. Υποστηρίζουν ότι αυτό που παρατηρούμε σε πρώτη φάση, είναι η απότομη μείωση της παραγωγής με την ταυτόχρονη άνοδο της ανεργίας και του χρέους. Η περιστολή δαπανών ή/και η αύξηση της φορολογίας αφυδατώνουν την οικονομία μειώνοντας τη συνολική δαπάνη και δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ύφεσης-λιτότητας. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι οι ανοικτές οικονομίες, δηλαδή οικονομίες που έχουν έντονη εξωστρέφεια, είναι δυνατό να ωφεληθούν από τα προγράμματα λιτότητας ακριβώς γιατί μπορούν να εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά τα οφέλη της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των μισθών. Καθώς μειώνονται οι μισθοί, οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν περισσότερο γιατί γίνονται περισσότερο ανταγωνιστικές. Η αύξηση των εξαγωγών με τη σειρά της, οδηγεί σε ανάπτυξη. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Πορτογαλίας , όχι όμως στην Ελλάδα. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι χώρες με ισχυρούς θεσμούς (π.χ. η Κύπρος) μπορεί να είναι πιο επιτυχημένες στην απορρόφηση των κραδασμών της κρίσης και στην αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας. Η σημερινή κατάσταση στην κοινωνία και οικονομία θα ήταν ευνοϊκότερη εάν η πολιτεία είχε αναπτύξει ισχυρούς θεσμούς (π.χ. Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, Χωροταξικό Σχέδιο, Δημοσιονομική Διαφάνεια, σταθερό φορολογικό σύστημα) ήδη πριν από την κρίση. Δηλαδή, τα προγράμματα λιτότητας που μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποτύχουν σε άλλες, που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε χώρες με αδύναμη οικονομική βάση, με ελλιπείς θεσμικές δυνατότητες και πολιτική αναποτελεσματικότητα, η λιτότητα οδηγεί σε χειρότερα οικονομικά αποτελέσματα και δεν προσφέρει οφέλη όσον αφορά στην αύξηση του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Οι εγχώριοι θεσμοί της είναι διαχρονικά αδύναμοι ή δυσλειτουργικοί και η εξαγωγική της βάση μικρή. Επομένως, έχει βρεθεί η χώρα μας σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.Δείτε ολόκληρη την έκθεση ή κατεβάστε την από εδώ.
O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.