Θέσεις ΣΕΤΕ σχετικά με την επικείμενη υπογραφή της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), 2018
http://sete.grΘέσεις ΣΕΤΕ σχετικά με την επικείμενη υπογραφή της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), 2018Διανύοντας, εντός χρονικού πλαισίου, την περίοδο διαπραγματεύσεων για την σύναψη της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) 2018, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) διαμόρφωσε τις θέσεις και τις προτάσεις του έχοντας ως ευρύτερο στόχο την αναβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου ως βασικού θεσμού ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.Πιστεύουμε ότι στη σημερινή συγκυρία απαιτείται να δοθεί από τους Κοινωνικούς Εταίρους απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της βελτιωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, που αποτελεί πλέον τον μόνο διαθέσιμο μηχανισμό για την βιώσιμη ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, την μείωση της ανεργίας και την αύξηση των εγχώριων μισθών, κερδών και εισοδημάτων.Για τη διατήρηση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και για την επιδιωκόμενη αύξηση της απασχόλησης, βασική επιδίωξη των Κοινωνικών Εταίρων θα πρέπει να είναι η διατήρηση και η ολοκλήρωση των εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν στη χώρα στην περίοδο 2010-2017 με τις αναγκαίες, ωστόσο, προσαρμογές και διορθώσεις λανθασμένων προσεγγίσεων, στρεβλώσεων και υπερβολών που υπάρχουν σε ορισμένους τομείς. Παράλληλα, θα πρέπει να προωθηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στη διοικητική και οργανωτική δομή του Κράτους, να επιδιωχθεί η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και η απλούστευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, όσον αφορά στη λειτουργία της αγοράς εργασίας οι Κοινωνικοί Εταίροι πρέπει να συμφωνήσουμε στη γενική αρχή πως η πλειονότητα των μεταρρυθμίσεων που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 2010-2017 ήταν αναγκαία, στις απαραίτητες προσαρμογές και διορθώσεις που πρέπει να γίνουν σε ορισμένους τομείς καθώς και στα επιπρόσθετα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την ουσιαστική προστασία των εργαζομένων με το νέο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο. Αναλυτικότερα:ΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ1. Στη σημερινή συγκυρία απαιτείται να δοθεί από τους Κοινωνικούς Εταίρους απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της βελτιωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, που αποτελεί πλέον τον μόνο διαθέσιμο μηχανισμό για την βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των εγχώριων μισθών, κερδών και εισοδημάτων και τη χρηματοδότηση μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης και κοινωνικής πολιτικής. Η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου διεθνούς ανταγωνιστικότητας πρέπει να αποτελεί τη βασική μας επιδίωξη. Οι κοινωνικοί εταίροι, πρέπει: – να αναγνωρίσουμε τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, και,- να επιβεβαιώσουμε την πρόθεσή μας να συμβάλουμε στη διατήρησή της καθώς και την περαιτέρω βελτίωσή της στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης με βάση τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
2. Οι Κοινωνικοί Εταίροι πρέπει να επιδιώκουμε με ενεργητικό τρόπο την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την αύξηση των βιώσιμων θέσεων εργασίας στη χώρα, το δικαίωμα των εργαζομένων και την υποχρέωση των επιχειρήσεων για αξιοπρεπείς συνθήκες, όρους και αμοιβές εργασίας και τη βελτίωση των εισοδημάτων όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία με βάση την παραγωγικότητά τους, την αύξηση της διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής, καθώς και την ανάγκη για ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης. Η επιδίωξη αυτή συνεπάγεται τα ακόλουθα:- Ο κύριος στόχος μας πρέπει να είναι η αύξηση των βιώσιμων θέσεων εργασίας και η μείωση της ανεργίας, που αποτελούν την καλύτερη δυνατή προϋπόθεση, ώστε ο προσδιορισμός και η εξέλιξη των μισθών στην οικονομία να αποβούν πολύ πιο επωφελείς για τους εργαζόμενους. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να διαφυλάξουμε την απαραίτητη ευελιξία στην απασχόληση και τους μισθούς, ανεξάρτητα από τις βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο που σίγουρα θα συμφωνηθούν και θα προωθηθούν. Η ενδεχόμενη εφαρμογή μιας αρτηριοσκληρωτικής πολιτικής μισθών και απασχόλησης θα καταλήγει νομοτελειακά στην αύξηση της ανεργίας στα επόμενα έτη.- Η αύξηση των εισοδημάτων -συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής πολιτικής που ασκείται στη χώρα – θα πρέπει να προσδιορίζεται από την ανάπτυξη της οικονομίας και την βελτίωση των επιπέδων παραγωγικότητας και διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η επιδίωξη της ανάπτυξης μέσω της πρωθύστερης αύξησης των εισοδημάτων (π.χ., με δανεισμό από το εξωτερικό και με μειούμενη εγχώρια αποταμίευση, όπως γινόταν στο παρελθόν) ισοδυναμεί με το «να βάζουμε το κάρο μπροστά από τα άλογα που θα πρέπει να το σύρουν», ένα κρίσιμο σφάλμα τις συνέπειες του οποίου όλοι έχουμε βιώσει και δεν θα πρέπει να επαναληφθεί αφού, τελικά, πλήττει με σφοδρότητα τους πιο αδύναμους κρίκους του παραγωγικού συστήματος.- Στη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η ανάπτυξη και η διεθνής ανταγωνιστικότητα εξαρτώνται από την πολιτική ενίσχυσης της εγχώριας αποταμίευσης που στα επόμενα έτη μπορεί να γίνει κυρίως με τη διατήρηση σημαντικών αλλά διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων στη γενική κυβέρνηση, που αποτελούν τον κρισιμότερο μηχανισμό διατήρησης των επιτοκίων δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα, που θα επιτρέψει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.3. Για τη διατήρηση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και για την επιδιωκόμενη αύξηση της απασχόλησης, βασική επιδίωξη των Κοινωνικών Εταίρων θα πρέπει να είναι η διατήρηση και η ολοκλήρωση των εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν στη χώρα στην περίοδο 2010-2017 με τις αναγκαίες, ωστόσο, προσαρμογές και διορθώσεις λανθασμένων προσεγγίσεων, στρεβλώσεων και υπερβολών που υπάρχουν σε ορισμένους τομείς και η προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων στη διοικητική και οργανωτική δομή του Κράτους, την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την απλούστευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων που δεν έχουν ακόμη προωθηθεί.Η αόριστη αναφορά, ακόμη και από εγχώριους οικονομικούς οργανισμούς και παράγοντες ότι «η ελληνική κοινωνία πρέπει να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε η ελληνική οικονομία που ήδη ανακάμπτει να διατηρηθεί σε αναπτυξιακή πορεία», όχι μόνο δεν είναι κατανοητή μπροστά στην έκταση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν ήδη στην περίοδο 2010-2017, αλλά είναι επίσης και εξαιρετικά επιβλαβής για τη χώρα. Σήμερα, οι μεταρρυθμίσεις που είναι συγκεκριμένες και πολύ μεγάλης εμβέλειας (στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, στο δημόσιο τομέα και ιδιαίτερα στις ΔΕΚΟ, στην αγορά εργασίας, στα κλειστά επαγγέλματα και στις αγορές προϊόντων γενικότερα) έχουν υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και οι περισσότερες έχουν ολοκληρωθεί. Οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις αφορούν στην εξασφάλιση της αποδοχής τους, την εφαρμογή τους στην πράξη, τη διόρθωση λανθασμένων προσεγγίσεων που επίσης υπάρχουν σε πολλούς τομείς – όπως, για παράδειγμα, στο ασφαλιστικό και το φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα στους φόρους που πλήττουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών μας και στο μη μισθολογικό κόστος εργασίας που δυσχεραίνει την απασχόληση ομάδων με ιδιαίτερα προβλήματα στην αγορά εργασίας, όπως είναι οι νέοι και οι μακροχρόνια άνεργοι -και ενδεχόμενες στρεβλώσεις ή υπερβολές στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Απομένει, επίσης, η περαιτέρω αναβάθμιση της διοικητικής, επιχειρησιακής και οργανωτικής δομής του δημόσιου τομέα, η εδραίωση ενός σταθερού, δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού περιβάλλοντος και χωροταξικού σχεδιασμού με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και ο εκσυγχρονισμός και η απλούστευση του τρόπου λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την υποστήριξη της ανταγωνιστικότητάς τους στις σημερινές ενοποιημένες διεθνείς αγορές. 4. Ειδικότερα, όσον αφορά στη λειτουργία της αγοράς εργασίας οι Κοινωνικοί Εταίροι πρέπει να συμφωνήσουμε στη γενική αρχή πως η πλειονότητα των μεταρρυθμίσεων που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 2010-2017 ήταν αναγκαία, στις απαραίτητες προσαρμογές και διορθώσεις που πρέπει να γίνουν σε ορισμένους τομείς καθώς και στα επιπρόσθετα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την ουσιαστική προστασία των εργαζομένων με το νέο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο.Όπως δείχνει η εξέλιξη της αγοράς εργασίας στη χώρα στην περίοδο 2013-2017, όπου η απασχόληση έχει αυξηθεί κατά 290.000 θέσεις εργασίας, παρά τη στασιμότητα της οικονομίας και τη μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, η αγορά εργασίας αποτελεί τον βασικό παράγοντα που συνέβαλε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και στην έξοδό της από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, καθώς και στην προστασία -κατά τον εφικτό βαθμό- των εργαζομένων από την τεράστια κρίση. Η αγορά εργασίας αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα για την ανάπτυξή της στα επόμενα έτη. Η τυχόν απώλεια αυτού του πλεονεκτήματος θα είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομία, αλλά κυρίως για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, το πλεονέκτημα αυτό δεν θα πρέπει να λειτουργεί εις βάρος των εργαζομένων. Γενικά, θα πρέπει να συμφωνηθεί από όλους ότι οι αναγκαίες βασικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έχουν ήδη γίνει. Στην περίοδο μετά τα Μνημόνια αυτό που απαιτείται είναι να διορθωθούν -με στενή συνεργασία των κοινωνικών εταίρων- οι τυχόν ακραίες ρυθμίσεις που μπορεί να λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων κυρίως εξαιτίας της κακής χρήσης του νέου θεσμικού πλαισίου από «ευκαιριακούς» εργοδότες. Ωστόσο, το να αποσιωπώνται οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας σαν να μην υπήρξαν και να μιλάμε ξανά για την ανάγκη «ριζικών μεταρρυθμίσεων» στο πεδίο αυτό, προσφέρει εξαιρετικά κακές υπηρεσίες στη χώρα, τόσο στους εργοδότες και τις επιχειρήσεις, όσο και, πολύ περισσότερο, στους εργαζόμενους. 5. Η μοναδική βιώσιμη λύση στην ελληνική κρίση απασχόλησης είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με βάση τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και την υψηλή και συνεχώς βελτιούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Αυτή είναι η κρισιμότερη προϋπόθεση για την αύξηση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας. Όσο πιο ανταγωνιστική είναι η παραγωγή στην εγχώρια οικονομία τόσο περισσότερο θα αυξάνει και η εγχώρια προστιθέμενη αξία (οι αμοιβές εργασίας, επιχειρηματικότητας) των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στην ελληνική οικονομία. Η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας είναι ο μηχανισμός για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων υψηλής και συνεχώς αναβαθμιζόμενης τεχνολογίας. Η ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, στην ανάπτυξη ειδικοτήτων διαχείρισης των τεχνολογιών αιχμής και σε περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα είναι η κρίσιμη παράμετρος και το κατάλληλο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας αποτελεί τον πιο κρίσιμο παράγοντα για την κατάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.Για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει αποτελεσματικά η παραπάνω στρατηγική για την ανάπτυξη της οικονομίας μετά τα Μνημόνια χρειάζεται πράγματι και το κατάλληλο πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου. Ο κοινωνικός διάλογος μεταξύ των θεσμικών Κοινωνικών Εταίρων, εργοδοτών και εργαζομένων, είναι κομβικός σε αυτήν την διαδικασία και πρέπει να διευρυνθεί με άλλα ζητήματα, πέρα και πάνω από το στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού. Τέτοια ζητήματα είναι το ασφαλιστικό, η εκπαίδευση και η διασύνδεσή της με τις ανάγκες της οικονομίας και των επιχειρήσεων, η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, η επιχειρησιακή απόδοση, η υπερφορολόγηση, η επιχειρηματική μεγέθυνση, η αποτελεσματική επίλυση των συλλογικών διαφορών. MIA ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ Σήμερα, υπάρχουν ορισμένα πολύ επείγοντα, προσιτά και συγκεκριμένα θέματα που πρέπει να συζητηθούν και να υπάρξει συνεννόηση για την προώθησή τους. Μια εποικοδομητική ατζέντα θα μπορούσε, επομένως, να είναι η ακόλουθη:- Πρώτον, η ανάκτηση της ιδιοκτησίας από τους κοινωνικούς εταίρους του νέου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της αγοράς εργασίας στη χώρα, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής. Η βελτίωση όπου χρειάζεται και η υιοθέτηση αυτού του νέου θεσμικού πλαισίου από τους κοινωνικούς εταίρους στη χώρα θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ ουσιαστικό βήμα ενίσχυσης της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας και επιτάχυνσης της πορείας εξόδου της από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της. Στο πλαίσιο αυτό θα εντασσόταν και μια συμφωνία ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους για το νέο σύστημα διαιτησίας. Όπως άλλωστε προβλέπεται στο άρθρο 14, παρ. 2, του ν. 1876/1990 ο οποίος ορίζει πως «…Οι όροι της προσφυγής στη Μεσολάβηση και Διαιτησία και η όλη διαδικασία καθορίζονται με τη συνομολόγηση σχετικών ρητρών στις συλλογικές συμβάσεις.». Για τους σκοπούς αυτούς θα είναι πράγματι χρήσιμη η Σύσταση Συμβουλίου Τριμερούς Διαβούλευσης (ΔΣΕ 144), καθώς και μια Συμφωνία Πλαίσιο με Κατευθυντήριες Γραμμές για Αποτελεσματικές Συλλογικές Διαπραγματεύσεις.- Δεύτερον, επίκαιρο θέμα θα ήταν η συμβολή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία διαχείρισης του μεγάλου προβλήματος των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Σε μια τόσο μεγάλη οικονομική κρίση σαν αυτή που αντιμετώπισε η Ελλάδα, οι αντοχές και των πλέον εύρωστων επιχειρήσεων δοκιμάσθηκαν, πόσο μάλλον των πιο ασθενών. Η παραδοχή αυτή αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα επιλογής των επιχειρήσεων που είναι πράγματι βιώσιμες και μπορούν να ανακάμψουν. Η διάσωση αυτών των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας τους είναι ζήτημα τεράστιας σημασίας και για να γίνει αυτό θα πρέπει να προωθηθούν άμεσα οι απαραίτητες διαδικασίες.- Τρίτο θέμα, θα πρέπει να είναι η συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για της αναγκαίες παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό Σύστημα και για τη διόρθωση των αστοχιών, ιδιαίτερα του ν. 4387/2016. Θα πρέπει να αποφασιστεί η αναγκαία σχέση εισφορών-παροχών στον ΕΦΚΑ, έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν θα υπάρξει έδαφος για την αναγκαία δημιουργία νέων Επαγγελματικών Ταμείων ανταποδοτικής ασφάλισης των εργαζομένων και σε ποιους κλάδους.- Τέταρτον, ουσιώδης είναι η αναγκαιότητα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο ανέρχεται σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στον ευρωπαϊκό χώρο, και έχει ως συνέπεια την συρρίκνωση της πραγματικά επιτευχθείσας ανταγωνιστικότητας αλλά και του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων καθώς και τον πολλαπλασιασμό των δυσκολιών εξεύρεσης εργασίας ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού όπως είναι οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και οι μακροχρόνια άνεργοι. Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος αποβαίνει σε βάρος τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων δεδομένου, μάλιστα, του μεγάλου χάσματος ανταποδοτικότητας ανάμεσα στις καταβαλλόμενες εισφορές και τις παροχές.- Πέμπτο, το θέμα της καταπολέμησης της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας, η οποία πλήττει τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων, αφήνει νομικά απροστάτευτους τους εργαζομένους σε πάσης φύσεως κινδύνους και ζημιώνει τις νόμιμες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές, νοθεύοντας τον υγιή ανταγωνισμό.- Έκτο, το θέμα της ανασυγκρότησης, χρηματοδότησης και ουσιαστικής βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του Συστήματος Επαγγελματικής Κατάρτισης των εργαζομένων με τη συμβολή των Συνδικαλιστικών Φορέων και των Ινστιτούτων τους θα πρέπει να εξεταστεί και να προωθηθεί σε νέα και περισσότερο εκτεταμένη βάση για να εξασφαλιστεί η κινητικότητα των εργαζομένων που τέθηκαν εκτός αγοράς στην περίοδο της προσαρμογής και γενικότερα η συνεχής βελτίωση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.- Έβδομο, το γενικότερο θέμα του ρόλου της εργασίας στο νέο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον και της έννοιας της διεθνώς ανταγωνιστικής θέσης εργασίας στην ελληνική οικονομία μετά τα Μνημόνια, είναι πράγματι πολύ σημαντικό. Θα πρέπει επομένως να είναι πάντα αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης μεταξύ των κοινωνικών φορέων για να γίνει δυνατή η αποτελεσματική ενημέρωση και εκπαίδευση των εργαζομένων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.