ΣτΕ 2465/2018 – Η εισφορά αλληλεγγύης είναι φόρος και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου Ι της ΣΑΔΦ μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένου βασιλείου
(2) Ένδικη προστασία επί φορολογικών διαφορών –Έκταση ελέγχου του δικαστηρίου της προσφυγής – Σχέση με ενδικοφανή διαδικασία ενώπιον της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ – Ζητήματα μη κριθέντα από την ΔΕΔ – Ερμηνεία του άρ. 79 παρ. 5 του ΚΔΔ σε συνδυασμό με το άρ. 63 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013)
(Β) Από τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθιστά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. Τέλος, ενόψει της ανάγκης ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της ανωτέρω αρχής της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της φορολογικής Διοίκησης, προς εξυπηρέτηση του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της νόμιμης επιβολής και είσπραξης των προβλεπόμενων στο νόμο φόρων και της τήρησης στην πράξη της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, και, αφετέρου, της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των φορολογούμενων και της κατά το δυνατόν ταχείας εκκαθάρισης των οικονομικών τους υποχρεώσεων έναντι του κράτους, προς όφελος και της οικονομικής ζωής της χώρας (πρβλ. ΣτΕ 2934/2017 επταμ.), η ΔΕΔ, επιλαμβανόμενη εκ νέου της υπόθεσης κατόπιν της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, ναι μεν μπορεί να απορρίψει εκ νέου την ενδικοφανή προσφυγή, εφόσον κρίνει ότι δεν (προκύπτει ότι) συντρέχει (τουλάχιστον) μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος, αλλά, με τη δεύτερη αυτή κρίση της επί της υπόθεσης, εξαντλείται πλέον η δυνατότητά της να απορρίψει νομίμως την ενδικοφανή προσφυγή, με συνέπεια η τυχόν αποδοχή ως βάσιμης από το διοικητικό δικαστήριο της ένδικης προσφυγής του φορολογούμενου κατά της δεύτερης απορριπτικής απόφασής της να άγει όχι μόνο στην ακύρωση της τελευταίας αλλά και στην αποδοχή από το δικαστήριο της ενδικοφανούς προσφυγής και, συνακόλουθα, στην εκ μέρους του ακύρωση της πράξης επιβολής του επίμαχου φορολογικού βάρους, συνεπεία της επανειλημμένης αδυναμίας της φορολογικής Διοίκησης να στηρίξει νομίμως την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής και τον καταλογισμό του σχετικού βάρους.[με μειοψηφία μίας Συμβούλου]