Το πρόστιμο για την μη έκδοση αποδείξεων επιβάλλεται ανά έλεγχο και όχι ανά διαχειριστική χρήση
Με αφορμή σχόλια αναγνωστών μας και συναδέλφων που πιθανόν «μπερδεύτηκαν» κατά την δημοσίευση των αποφάσεων 1930 και 1931/2018 της ΔΕΔ από τον κόμβο μας και ανάλογο δημοσίευμα σε άλλο κόμβο, επανερχόμαστε και προς αποκατάσταση των πραγματικών γεγονόρτων παραθέτουμε προς ενημέρωση των συναδέλφων μια δεύτερη προσεχτική και συνδυαστική ανάγνωση:
Μία αρκετά ενδιαφέρουσα περίπτωση επιβολής προστίμου, υπέπεσε στην αντίληψή μας , από τις δημοσιευμένες αποφάσεις της Δ.Ε.Δ , η οποία αξίζει αναφοράς τόσο για το θέμα που πραγματεύεται, όσο και για το ότι εκτείνεται σε δύο αλληλένδετες διαδοχικές αποφάσεις.
Συγκεκριμένα, από την ΥΕΔΔΕ Θεσσαλονίκης διενεργήθηκε έλεγχος κατόπιν έκδοσης σχετικής εντολής , σε εταιρία με αντικείμενο εργασιών τις τηλεπωλήσεις, για την περίοδο 2014 – 2015 (δύο χρήσεις), όπου και διαπιστώθηκε η μη έκδοση στοιχείων πώλησης.
Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε «η μη έκδοση Απόδειξης Λιανικής Πώλησης σε τουλάχιστον 2.025 περιπτώσεις πωλήσεως αγαθών αξίας 122.163,44€ για την περίοδο από 2/7/2014 μέχρι και 31/12/2014 και η μη έκδοση Απόδειξης Λιανικής Πώλησης σε τουλάχιστον 1.387 περιπτώσεις πωλήσεως αγαθών αξίας 101.876,42€ για την περίοδο από 1/1/2015 μέχρι και 5/10/2015».
Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών συντάχθηκε έκθεση ελέγχου η οποία πρότεινε την επιβολή δύο προστίμων, ένα για κάθε φορολογική περίοδο, δηλαδή για τις περιόδους 01.01 – 31.12.2014 και 01.01. 16.10.2015. (σ.σ. βλέπε απόφαση της ΔΕΔ Θεσσαλονίκης 1930/2018, ενώ τα ίδια, ως προς τις διαπιστώσεις, αναφέρονται και στην απόφαση της ΔΕΔ Θεσσαλονίκης 1931/2018).
Η αρμόδια για την έκδοση των πράξεων επιβολής προστίμου Δ.Ο.Υ., μετά την παραλαβή της έκθεσης ελέγχου από την Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. και υιοθετώντας άνευ ετέρου την πρόταση της ελεγκτικής υπηρεσίας εξέδωσε δύο πράξεις επιβολής προστίμου, μία για κάθε χρήση.
Ωστόσο, με βάση το τότε ισχύον νομικό πλαίσιο, όπως αυτό αναλυτικά αναφέρεται στις ως άνω αποφάσεις και τις σχετικές διαπιστώσεις, θα έπρεπε να επιβληθεί ένα ενιαίο πρόστιμο ύψους 30.000 €, καθόσον επρόκειτο για έναν ενιαίο έλεγχο ο οποίος διενεργήθηκε κατόπιν έκδοσης μίας εντολής ελέγχου. [Βλέπε σχετική διάταξη ν.4174/2013 όπως ίσχυε την συγκεκριμένη περίοδο*]
Οι πράξεις της Δ.Ο.Υ. επανεξετάστηκαν από τη Δ.Ε.Δ. Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής (δύο ξεχωριστές προσφυγές ανά χρήση), η οποία εφαρμόζοντας τις κείμενες διατάξεις διέγραψε το ένα πρόστιμο το οποίο είχε επιβληθεί εσφαλμένα (ΔΕΔ 1931/2018), επειδή αυτό αποτελούσε προϊόν ενιαίου ελέγχου και για τον οποίο ήδη είχε καταλογιστεί το ανώτατο ποσό, των 30.000 € . (ΔΕΔ 1930/2018).
Μάλιστα, στη δεύτερη απόφαση (σ.σ. 1931/2018) γίνεται στην αρχή αναφορά ότι για την πράξη που αφορά στο έτος 2014 εκδόθηκε η με αριθμό 1930/2018 απόφαση της Δ.Ε.Δ. και ο κάθε καλόπιστος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει και να δει ποια θέση έχει η ΔΕΔ ως προς το πρώτο επιβληθέν πρόστιμο και γενικότερα σε όλο το σκεπτικό.
Να τονίσουμε επίσης ότι, στην ανωτέρω απόφαση της Δ.Ε.Δ. με αριθμό 1931/2018, στην οποία γίνεται αποδεκτός ο προβαλλόμενος λόγος του προσφεύγοντα για το συνολικό ύψος προστίμου που μπορεί να καταλογιστεί από έναν, ενιαίο έλεγχο στη συγκεκριμένη περίοδο (2014 – 2015),αναφέρεται χαρακτηριστικά « Κατόπιν των ανωτέρω με την παρούσα απόφαση ακυρώνεται η με αριθ. 266/244 – 5/6/2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 54 του Ν.4174/2013 που αφορά το φορολογικό έτος 2015, λόγω κάλυψης του ανώτατου ύψους προστίμου που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις και όχι λόγω μη αποδοχής των διαπιστώσεων και του πορίσματος του ελέγχου της ΥΕΔΔΕ ».
Οι εν λόγω αποφάσεις της Δ.Ε.Δ. Θεσσαλονίκης 1930/2018 και 1931/2018 αφορούν στην ίδια υπόθεση και θα πρέπει να μελετηθούν μαζί, ως συνέχεια η μία της άλλης άλλως υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να δημιουργηθούν στους αναγνώστες λάθος εντυπώσεις.
Από την ως άνω περίπτωση προκύπτει ακόμη το συμπέρασμα, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι Δ.Ο.Υ., όταν λαμβάνουν από άλλες υπηρεσίες (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε., Σ.Δ.Ο.Ε., ΟΙΚΟΝ. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ κ.λ.π.) πληροφορίες ή εκθέσεις ελέγχου υιοθετούν άμεσα τα συμπεράσματά τους χωρίς να ελέγχουν τη βασιμότητα και τη νομιμότητα αυτών.
—————–
*γ) διακόσια πενήντα (250) ευρώ, για κάθε παράβαση των περιπτώσεων β’, γ’, δ’, στ’ και θ’ της παραγράφου 1, με ανώτατο όριο το ποσό ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο, στην περίπτωση της μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβών φορολογικών στοιχείων, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα και….