«Το θολό τζάμι»
Πίσω από το θαμπό τζάμι του δωματίου του, ο μικρός Στάθης παρατηρούσε την κίνηση του δρόμου. Αντέγραφε την πορεία των αυτοκινήτων, όπως τα έβλεπε να τρέχουν στην βροχή, και κατεύθυνε κατ’ αναλογία και το δικό του κόκκινο σιδερένιο αυτοκινητάκι, στο περβάζι του παράθυρου. Άκουγε την φωνή της μάνας του να του φωνάζει, όταν σημάδευε με τις χαλασμένες ρόδες το λούστρο του παραθύρου, αλλά ο Στάθης σημασία δεν έδινε. Σταματούσε να μαρσάρει και να γκαζώνει μόνο σαν περνούσε κάτω στο δρόμο το Λενιώ. Κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα και κοιτούσε λοξά σα θα διέσχιζε την οδό Χείρωνος. Ήξερε περίπου πότε θα περνούσε και έτσι σπάνια έχανε το λίκνισμά της.Άλλοτε πάλι μετρούσε τα πουλιά στην απέναντι ακακία και προσπαθούσε να καταγράψει τη μέρα που θα κάθιζαν πάνω της τα περισσότερα. Μια Κυριακή ενός Μαΐου ήτανε θαρρώ. Τούτες τις μέρες όμως το τζάμι παρά ήταν θολό. Σαν να μου φαίνετε πως η μάνα του παράτησε τις καθαριότητες του δωματίου και έτσι ο Στάθης έπρεπε πλέον ν’ αναλάβει δράση. Προσωρινά με την ανάσα του ύγρανε το παράθυρο και έτριψε κυκλικά ένα σημείο για να βλέπει λίγο καθαρά έξω. Αργότερα θα καθάριζε όλο το παράθυρο. Ήταν ώρα να περάσει το Μαριώ, μα όσο κι αν περίμενε εκείνη δεν πέρασε. Αποφάσισε να μαρσάρει τα’ αυτοκινητάκι του μα μήτε κι αυτό μπορούσε να βρει. Κάπου θα το έβαλε.Μα κι ο δρόμος, πάνω στο περβάζι, – εκεί που το κυλούσε -, του φάνηκε σαν να ήταν παραφουσκωμένος. Ξύνει λίγο με το νύχι του και μπορεί να ξεφλούδισαν μέχρι και δέκα πόντοι μπογιάς! Θα τον σκοτώσει η μάνα του σαν δει τι έκανε. Μα δεν άκουσε καμιά φωνή ετούτη την φορά. Τι στο καλό συμβαίνει; Σηκώνει τα μάτια του να δει την ακακία της οδού Χείρωνος, μα έλειπε και κείνη! Στην θέση της ήταν μια διαφημιστική ταμπέλα κι αυτή μισογκρεμισμένη. Κάτι συνέβαινε και ο Στάθης άρχιζε να μην αισθάνεται καλά.Άνοιξε το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του γιατί τον έσφιγγε. Την στιγμή που ήθελε να πιαστεί από κάπου, νιώθει κάποιος να του σφίγγει το χέρι. – Παππού!! Δεν μας ακούς που σου φωνάζουμε! Ο μπαμπάς είπε να φύγουμε! Δεν ακούς που σου φωνάζουμε; – Παππού!! Τι με κοιτάς; Μίλα μου!- Ναι ψυχή μου!! Δώσε μου το χέρι σου να κατέβουμε μαζί γιατί σαν να μου φαίνεται πως ετούτο εδώ το ξύλινο πάτωμα είναι πια αρκετά σαθρό κι επικίνδυνο… Σταυρουλάκης Αρτεμ. ΚωνσταντίνοςE – mail: [email protected]
Πηγή: Taxheaven