Ποιοι εξαιρούνται από τη χρήση «πλαστικού» χρήματος για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου
Με την απόφαση Α. 1109/2019 επανακαθορίζεται το πλαίσιο, οι
υπόχρεοι, οι εξαιρέσεις και λοιπές προϋποθέσεις για το λεγόμενο «χτίσιμο» του αφορολόγητου, όμως επί της ουσίας δεν επέρχονται σημαντικές τροποποιήσεις σε σχέση με όσα όριζε η ΠΟΛ. 1005/2017 (σ.σ. δείτε κατωτέρω). Ουσιαστικά, καταργείται η
ΠΟΛ. 1005/2017 και πλέον για το φορολογικό έτος 2018 και μετά ισχύουν όσα αναφέρονται στην
απόφαση Α. 1109/2019.
Αναφορικά με όσους εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών
μέσων πληρωμής σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Ενότητα Α
Οι παρακάτω κατηγορίες πολιτών εξαιρούνται από την υποχρέωση
χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου, αλλά
όχι από τη συλλογή των αποδείξεων. Οι εν λόγω φορολογούμενοι υποχρεούνται να
προσκομίσουν αποδείξεις ίσης αξίας για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου οι οποίες
θα φυλάσσονται για μελλοντικό έλεγχο.
Φορολογούμενοι εβδομήντα (70) ετών και άνω, άτομα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του ν. 4172/2013, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις. |
Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή |
Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων. |
Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους. |
Οι φορολογούμενοι που δεν έχουν εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχουν εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4172/2013. |
Οι φορολογούμενοι που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, για τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος τους, σύμφωνα με την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4172/2013. |
Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ). |
Οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία. |
Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών). |
Οι υπήκοοι τρίτων χώρων που αιτούνται ή/ και λαμβάνουν διεθνή προστασία από την Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (νέα περίπτωση, είχε γίνει γνωστή με σχετικό δελτίο τύπου στις 15/3/2019) |
Οι φορολογούμενοι των οποίων το πραγματικό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013 (νέα περίπτωση, είχε γίνει γνωστή με σχετικό δελτίο τύπου στις 15/3/2019) |
Ενότητα Β
Οι παρακάτω κατηγορίες πολιτών εξαιρούνται από την υποχρέωση
χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου, αλλά
και από την υποχρέωση συλλογής και προσκόμισης των αποδείξεων.
Οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών, οι στρατιωτικοί, εφόσον υπηρετούν στην αλλοδαπή, οι υπηρετούντες στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα και οι φυλακισμένοι. |
Σημείωση:
Το ποσό των δαπανών δηλώνεται ατομικά από κάθε σύζυγο ή από κάθε μέρος συμφώνου
συμβίωσης. Σε περίπτωση κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου καλύπτεται
το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου
συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί
στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του
ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών (σ.σ. προσοχή, η εν λόγω μεταφορά
υπολειπόμενου ποσού αποδείξεων δεν μπορεί να γίνει στους έγγαμους που επέλεξαν
να υποβάλουν χωριστή δήλωση). Εάν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό
της κλίμακας του άρθρου 1 της παρούσας, τότε ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό
που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος
ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).