Το λαχείο
Ανελλιπώς ο Αγησίλαος αγόραζε Λαϊκό Λαχείο. Ξεκίνησε το 1970 όταν ήταν τριάντα θαρρώ χρονών και έκτοτε δεν είχε χάσει ο αθεόφοβος ούτε μια κλήρωση. Ακόμα και όταν ήταν άρρωστος ζητούσε από φίλους ή συγγενείς να του το αγοράσουν αντί γι αυτόν. Σαν έβλεπε στις εφημερίδες τ’ αποτελέσματα και τα τεράστια κέρδη των τυχερών, έβαζε τον εαυτό του στην θέση τους και κάθε φορά ονειρευόταν την ζωή του όπως θα την ήθελε. Ταξίδια, βίλλες, πολυτελή αμάξια περιτριγύριζαν το μυαλό του !! Τέρμα η δουλειά ! Πάντα όμως η φαντασία του ξεκινούσε με την πρώτη μέρα που μάθαινε πως κέρδιζε. Που με το λαχείο στο χέρι θα έτρεχε στο παντοπωλείο που διατηρούσε στο Χαλεπιό και θα αγκάλιαζε όλους όσους θα περνούσαν από εκεί, φίλους ή πελάτες. Όλους θα τους αγκάλιαζε.Θα τους χάριζε το εμπόρευμα και θα έδινε ένα μεγάλο ποσό στην Μερόπη που είχε άρρωστο το μικρό της τον Λευτέρη κι έπρεπε – λέει – να τον πάνε σε νοσοκομείο του εξωτερικού για να γενεί καλά.Περνούσαν όμως τα χρόνια και ο Αγησίλαος έβλεπε τους άλλους να κερδίζουν κι αυτός μονάχα να ονειρεύεται δικά του τα κέρδη τους. Παντρεύτηκε την Μαρία, έκανε και μια κόρη αλλά χούι ο Αγησίλαος δεν άλλαξε. Η αλήθεια είναι πως όσο μεγάλωνε άλλαζαν οι φαντασιώσεις του σχετικά με το τι θα κάνει τα κέρδη του. Αναρωτιόταν τι να τα κάνει αυτά τα πολυτελή αυτοκίνητα και τις βίλλες ; Ούτε είχε πια την χαρά την μεγάλη να δώσει τα χρήματα στην Μερόπη μια και τον χάσανε τον άμοιρο τον Λευτεράκη.Παππούς ήταν πια ο Αγησίλαος και χαρά έβρισκε μόνο σαν του έφτιαχνε τον καφέ η Μαρία του κι όταν ερχόταν και τον αγκαλιάζανε τα δύο τ’ αγγόνια του. Το είχε πάρει απόφαση αρκετό καιρό ο Αγησίλαος κι έτσι, ο Λαχειοπώλης, έχασε τον καλύτερο πελάτη που είχε ποτέ στο μαγαζί του. Την μέρα όμως που ήρθε ο συνονόματος εγγονός του και κρατούσε ένα τσαλακωμένο λαχείο που βρήκε σε κάποιο συρτάρι, ο γέρος βούρκωσε. Κοίταξε την Τύχη ακριβώς μπροστά του. Η μία κρατούσε το λαχείο, η άλλη έπινε το γάλα της η τρίτη άπλωνε τα ρούχα της στην βεράντα. Η μεγαλύτερη τύχη όμως καθόταν στην κουνιστή καρέκλα και έπλεκε για τα εγγόνια της. Του χαμογελούσε κιόλας. Όπως πάντα χαμογελά η Θεά Τύχη.
Πηγή: Taxheaven