Προσκόμιση εγγυητικής επιστολής κατ’ εφαρμογή του ν. 3068/2002 – Συνέπειες ακύρωσης ταμειακής βεβαίωσης με δικαστική απόφαση αναφορικά με ένδικη κατάσχεση εις χείρας τρίτων
Με την εγκύκλιο Δ.ΕΙΣΠΡ. Α 1058811 ΕΞ 2017/13.4.2017, κοινοποιείται η με αριθμό 334/2014 Γνωμοδότηση του Α’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε αποδεκτή από το Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.Με την ως άνω γνωμοδότηση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:Α. Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολήςI. Στο ρυθμιστικό πεδίο των κρίσιμων διατάξεων περί αναγκαστικής εγγυοδοσίας (άρθρο 4 παρ. 1 ν.3068/2002, όπως ισχύει), εμπίπτουν οι δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες αθροιστικά:α. παράγουν εκτελεστότητα, είναι δηλαδή καταψηφιστικές,β. επιδικάζουν χρηματική απαίτηση σε βάρος του Δημοσίου καιγ. υπόκεινται σε ένδικο μέσο ή βοήθημα.Ειδικότερα, για τις περιπτώσεις που, σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης επί ανακοπής κατά ταμειακής βεβαίωσης ή πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, η οποία υπόκειται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και συνεπώς δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, και από την οποία προκύπτει υποχρέωση επιστροφής εισπραχθέντων από τη Δ.Ο.Υ. χρηματικών ποσών, η απάντηση στο ερώτημα περί υποχρέωσης προσκόμισης εγγυητικής επιστολής κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 ν.3068/2002, δίδεται από τη γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 466/2012, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από το αρμόδιο όργανο και με την οποία έγιναν δεκτά τα παρακάτω:Από τις κρίσιμες διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύονται στην ως άνω γνωμοδότηση, προκύπτει ότι η υποχρέωση προσκομιδής εγγυητικής επιστολής προϋποθέτει ύπαρξη δικαστικής απόφασης ή άλλου εκτελεστού τίτλου, όπως οι έννοιες αυτών οριοθετούνται στο άρθρο 1 του ν.3068/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 του ΚΠολΔ, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει ευθέως και αμέσως εκ του διατακτικού, υποχρέωση του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής παροχής και όχι εμμέσως υποχρέωση συμμόρφωσης του Δημοσίου προς διαπλαστική ή αναγνωριστική απόφαση, με την οποία το Δημόσιο δεν καταδικάζεται σε καταβολή συγκεκριμένου ποσού.Οι καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων παράγουν εκτελεστότητα, συνεπεία της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν. 1715/1951, μόνον εφόσον είναι αμετάκλητες. Συνεπώς, οριστικές ή τελεσίδικες καταψηφιστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, με τις οποίες επιδικάζεται χρηματική απαίτηση σε βάρος του Δημοσίου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί εγγυοδοσίας, διότι δεν τίθεται ζήτημα εκτελέσεώς τους πριν καταστούν αμετάκλητες.Στις περιπτώσεις αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, στην επίμαχη διάταξη περί προσκομιδής εγγυήσεως εμπίπτουν μόνον οι καταψηφιστικές αποφάσεις τελεσίδικες, ανέκκλητες και προσωρινώς εκτελεστές, οι οποίες εκδίδονται επί διαφορών που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, και όχι προσφυγής ή ανακοπής, εφόσον οι αποφάσεις επί αυτών δεν περιέχουν στο διατακτικό τους καταψηφιστική διάταξη.ΙΙ. Για την είσπραξη χρηματικής απαίτησης που επιδικάσθηκε σε βάρος του Δημοσίου με τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί αγωγής, ήτοι για την καταβολή μόνο του αμετακλήτως επιδικασθέντος ποσού «κεφαλαίου», όταν οι λόγοι αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά εφετειακής απόφασης, πλήττουν μόνον επιδικασθέντες τόκους, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί υποχρεωτικής προσκομιδής εγγυητικής επιστολής (άρθρο 4 παρ. 1 ν.3068/2002, όπως ισχύει).Β. Συνέπειες ακύρωσης ταμειακής βεβαίωσης με δικαστική απόφαση αναφορικά με ένδικη κατάσχεση εις χείρας τρίτωνΟι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης δεν καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες, ακόμα και αν συντρέχουν πλημμέλειες της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά είναι δυνητικά ακυρώσιμες με διαπλαστική απόφαση, κατόπιν προσβολής αυτών με ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔΔ η οποία ασκείται κατά στάδια, τηρουμένων αποκλειστικών δικονομικών προθεσμιών. Συνεπώς αν με δικαστική απόφαση ακυρωθεί η ταμειακή βεβαίωση, η αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου, που στηρίζεται σ’ αυτήν, ως αυτοτελής διοικητική πράξη, δεν είναι αυτοδικαίως άκυρη, αλλά διατηρεί την εγκυρότητά της μέχρις ότου τυχόν ακυρωθεί ρητά με δικαστική απόφαση, το Δημόσιο όμως δεν δύναται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση, εφόσον η ταμειακή βεβαίωση, στην οποία στηρίζεται αυτή, έχει ακυρωθεί και ως εκ τούτου η τυχόν επίσπευση της εκτέλεσης είναι παράνομη.Από την άλλη, το Δημόσιο δύναται, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και την αρχή της χρηστής διοίκησης, όχι μόνο να θεωρεί ως ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο την ακυρωθείσα διοικητική πράξη αλλά και να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που έχει προκύψει αμέσως ή εμμέσως από την ακυρωθείσα πράξη, με αποκλειστικό σκοπό να αποκαταστήσει τα πράγματα στο σημείο εκείνο, στο οποίο θα είχαν εξελιχθεί αυτά εάν δεν είχε μεσολαβήσει η ακυρωθείσα πράξη.Καταλήγοντας, η υπ’ αριθ. 334/2014 Γνωμοδότηση κρίνει ότι στην περίπτωση που με οριστική απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακυρωθεί η ατομική ειδοποίηση και αναγνωρισθεί ότι η αντίστοιχη ταμειακή βεβαίωση (σε βάρος εταιρείας) δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για τη διοικητική εκτέλεση (σε βάρος προσώπων με την αιτιολογία ότι αυτοί δεν είναι συνυπεύθυνοι για τις οφειλές της εταιρείας), δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση άρσης των επιβληθεισών σε βάρος των ανωτέρω φυσικών προσώπων κατασχέσεων εις χείρας τρίτων, καθόσον αυτές έχουν προσβληθεί με ανακοπή και εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης επ’ αυτής.