ΣτΕ – Η ανάκληση της δήλωσης με τις διατάξεις του 2238/1994 και η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου
Με μια νέα δίκη του το ΣτΕ έκρινε ότι, η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει βάσει δηλώσεώς του, προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δηλώσεως, η οποία μπορεί να γίνει είτε εντός του οικονομικού έτους κατά το οποίο υποβλήθηκε η δήλωση είτε και μεταγενεστέρως, μέχρις όμως του χρόνου εντός του οποίου είναι δυνατή η βεβαίωση του φόρου από τη φορολογική αρχή, δηλαδή εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου, εκτός αν οριστικοποιηθεί εν τω μεταξύ η φορολογική εγγραφή.
Μόνον δε από την τυχόν αποδοχή της υποβληθείσης εντός της ως άνω πενταετίας ανακλήσεως, είτε με πράξη της φορολογικής αρχής είτε με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, κατόπιν προσφυγής του φορολογουμένου κατά της ρητής, ή σιωπηρής απορρίψεως της δηλώσεως ανακλήσεως, καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος που καταβλήθηκε με βάση την δήλωση και αρχίζει η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 7 του ΚΦΕ τριετής παραγραφή της αξίωσης επιστροφής του.
Συνεπώς, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 (γενική διάταξη αφορώσα χρηματικές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου παρόμοια με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 7 του ΚΦΕ), η οποία προϋποθέτει το αχρεώστητο της καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ως προς το διάφορο ζήτημα του χρόνου εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δηλώσεως φόρου εισοδήματος, από την αποδοχή της οποίας και μόνον καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος, διότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΕ
Στη συγκεκριμένη δίκη :
Το αναιρεσίβλητο Ταμείο υπέβαλε στην Α’ ΔΟΥ Αθηνών, για την περίοδο 1/12-31/12/1998, προσωρινή δήλωση αποδόσεως φόρου, τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου, τα οποία είχαν παρακρατηθεί από εισοδήματα που προέρχονταν από μισθωτές υπηρεσίες. Ο φόρος αυτός, τα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου, τα οποία αποδόθηκαν στο Δημόσιο με το 86/13.1.1999 τριπλότυπο, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 49.439.798 δραχμών σύμφωνα με την από 29.1.1999 βεβαίωση της Προϊσταμένης του λογιστηρίου του ως άνω Ταμείου. Στη συνέχεια, ωστόσο, το τελευταίο αυτό υπέβαλε (7.11.2002) ανακλητική δήλωση, με την οποία διόρθωσε το σύνολο των ακαθάριστων αποδοχών από μισθωτές υπηρεσίες της προαναφερόμενης περιόδου και αντίστοιχα τα ποσά που παρακρατήθηκαν και έπρεπε να αποδοθούν, με αποτέλεσμα ο οφειλόμενος συνολικός φόρος για την ως άνω περίοδο να ανέλθει πλέον στο ποσό των 30.127.660 δραχμών αντί του ποσού των 49.439.798 δραχμών που είχε αρχικά δηλωθεί και καταβληθεί. Με αίτηση δε που υπέβαλε ταυτοχρόνως στην προαναφερόμενη ΔΟΥ ζήτησε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακλητική δήλωση και να επιστραφεί το επιπλέον καταβληθέν ποσό φόρου μισθωτών υπηρεσιών, τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου μηνός Δεκεμβρίου έτους 1998, ύψους 19.312.138 δραχμών (56.675,39 ευρώ), το οποίο είχε αποδοθεί λανθασμένα στη Δ.Ο.Υ. την 13.1.1999.
Η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατά της τεκμαιρόμενης αυτής απορρίψεως το αναιρεσίβλητο Ταμείο άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την 6010/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι η ως άνω αίτηση περί επιστροφής του προαναφερόμενου ποσού υπεβλήθη μετά την παρέλευση τριετίας από την καταβολή του και, ως εκ τούτου, η σχετική αξίωση είχε παραγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995. Έφεση, ακολούθως, του αναιρεσίβλητου Ταμείου έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, αφού έγινε δεκτό ότι το ως άνω ποσό είχε καταβληθεί αχρεωστήτως, κρίθηκε ότι και επί απαιτήσεως για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος στο Δημόσιο ποσού ισχύει όχι η προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995 τριετής παραγραφή, αλλά, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, η πενταετής παραγραφή που θεσπίζει το άρθρο 86 παρ. 2 του ίδιου νόμου για τις εν στενή έννοια βεβαιωμένες χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων. Με το σκεπτικό δε αυτό το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι η αξίωση του αναιρεσιβλήτου για επιστροφή του ένδικου ποσού δεν είχε παραγραφεί, αφού η σχετική αίτηση είχε υποβληθεί εντός της ως άνω πενταετίας. Κατόπιν αυτού, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, έκανε δεκτή την προσφυγή και, αφού ακύρωσε την ως άνω αρνητική απάντηση, διέταξε την επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού.