Λογιστική καταχώριση εσόδου από την διάθεση δικαιώματος προαίρεσης μετοχών
Λογιστική καταχώριση κατά την οποία εταιρία που έχει εκδώσει δικαίωμα προαιρέσεως επί μετοχών καταχωρίζει στα λογιστικά της βιβλία ως έσοδο το τίμημα της διαθέσεως αυτού του δικαιώματος προαιρέσεως κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσεως κατά την οποία ασκείται το εν λόγω δικαίωμα προαιρέσεως ή κατά τη λήξη της διάρκειας ισχύος του.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε.
Με
το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν, μεταξύ
άλλων, οι αρχές της πραγματικής εικόνας και της συνέσεως που
καθιερώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, παράγραφος 3, και στο άρθρο 31,
παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 78/660 πρέπει να ερμηνευθούν υπό
την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτές μέθοδος λογιστικής καταχωρίσεως κατά
την οποία εταιρία που έχει εκδώσει δικαίωμα προαιρέσεως επί μετοχών
καταχωρίζει λογιστικά ως έσοδο το τίμημα της διαθέσεως αυτού του
δικαιώματος προαιρέσεως κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσεως κατά την
οποία ασκείται το εν λόγω δικαίωμα προαιρέσεως ή κατά τη λήξη της
διάρκειας ισχύος του.
Αφενός,
το γεγονός ότι μια εταιρία που έχει εκδώσει δικαίωμα προαιρέσεως επί
μετοχών δεν καταχώρισε ως έσοδο το τίμημα της διαθέσεως αυτού του
δικαιώματος προαιρέσεως παρά μόνο μετά την άσκησή του δικαιώματος
προαιρέσεως ή κατά τη λήξη της ισχύος του δεν αντιβαίνει στην αρχή της
συνέσεως. Πράγματι, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι αυτό
το τίμημα αποτελεί αμοιβή για την ανάληψη κινδύνου από την εκδότρια
εταιρεία καθ’ όλη τη διάρκεια του δικαιώματος προαιρέσεως. Επομένως,
είναι δικαιολογημένο, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της συνέσεως, να μην
καταχωρίζεται λογιστικά ως έσοδο αυτό το τίμημα παρά μόνον εφόσον είναι
δυνατό να καθορισθεί οριστικώς εάν ο κίνδυνος αυτός, με τον οποίον
συνδέεται στενά, επήλθε ή όχι.
Αφετέρου,
δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγουσες των κύριων
δικών με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, ότι, οσάκις το
τίμημα της διαθέσεως του δικαιώματος προαιρέσεως καταχωρίζεται ως έσοδο
κατά τη διάρκεια της φορολογικής χρήσεως κατά την οποία εκδίδεται το
δικαίωμα προαιρέσεως και προ της ασκήσεώς του ή, κατά περίπτωση, της
λήξεως της ισχύος του, η λογιστική των εταιριών που προέβησαν στην
έκδοση είναι εκτεθειμένη, στις φορολογικές χρήσεις που έπονται της
εκδόσεως του δικαιώματος προαιρέσεως, σε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν
στον οποίο εκτίθεται σε περίπτωση λογιστικής καταχωρίσεως κατά τη
διάρκεια της φορολογικής χρήσεως κατά την οποία ασκείται το δικαίωμα
προαιρέσεως ή κατά την οποία παύει να ισχύει. Πράγματι, ο κίνδυνος που
υφίσταται λόγω της ενδεχόμενης αυξήσεως της τιμής των τίτλων που
υπόκεινται στο δικαίωμα προαιρέσεως μπορεί στην πραγματικότητα να
μετριασθεί από το ύψος του τιμήματος της διαθέσεως του δικαιώματος
προαιρέσεως, που συνιστά αμοιβή για την ανάληψη του κινδύνου αυτού. Υπό
τις περιστάσεις αυτές, μια μέθοδος λογιστικής καταχωρίσεως όπως η
επίμαχη στις διαφορές των κύριων δικών δεν αντιβαίνει στην αρχή της
πραγματικής εικόνας.
Πρέπει
να προστεθεί ότι, μολονότι το προδικαστικό ερώτημα παραπέμπει στο
άρθρο 20 της οδηγίας 78/660, αυτό το άρθρο δεν είναι κρίσιμο για την
απάντηση στο ερώτημα αυτό το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, τη λογιστική
καταχώριση του τιμήματος του δικαιώματος προαιρέσεως και όχι τη
λογιστική καταχώριση προβλέψεως αποσκοπούσας στην κάλυψη υποχρεώσεων οι
οποίες είτε είναι πιθανό είτε είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν.
Υπό
τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι
αρχές της πραγματικής εικόνας και της συνέσεως που καθιερώνονται
αντιστοίχως στο άρθρο 2, παράγραφος 3, και στο άρθρο 31, παράγραφος 1,
στοιχείο γʹ, της οδηγίας 78/660 έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε
αυτές μέθοδος λογιστικής καταχωρίσεως κατά την οποία εταιρία που έχει
εκδώσει δικαίωμα προαιρέσεως επί μετοχών καταχωρίζει στα λογιστικά της
βιβλία ως έσοδο το τίμημα της διαθέσεως αυτού του δικαιώματος
προαιρέσεως κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσεως κατά την οποία
ασκείται το εν λόγω δικαίωμα προαιρέσεως ή κατά τη λήξη της διάρκειας
ισχύος του.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:
Οι
αρχές της πραγματικής εικόνας και της συνέσεως που καθιερώνονται
αντιστοίχως στο άρθρο 2, παράγραφος 3, και στο άρθρο 31, παράγραφος 1,
στοιχείο γʹ, της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου
1978, βασιζομένης στο άρθρο [50, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΣΛΕΕ], περί των ετησίων λογαριασμών εταιριών ορισμένων μορφών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/51/EΚ
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003,
έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτές μέθοδος λογιστικής
καταχωρίσεως κατά την οποία εταιρία που έχει εκδώσει δικαίωμα
προαιρέσεως επί μετοχών καταχωρίζει στα λογιστικά της βιβλία ως έσοδο το
τίμημα της διαθέσεως αυτού του δικαιώματος προαιρέσεως κατά τη διάρκεια
της λογιστικής χρήσεως κατά την οποία ασκείται το εν λόγω δικαίωμα
προαιρέσεως ή κατά τη λήξη της διάρκειας ισχύος του.
Σχετική και η απόφαση ΣΛΟΤ 2077 ΕΞ 30.9.2016
Δείτε την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στο φορολογικό αρχείο του κόμβου