Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως δημοτικής επιχείρησης – Πρόσωπο το οποίο λόγω αναστολής της συμβάσεως εργασίας του δεν τελεί σε ενεργό υπηρεσία εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματαΟ L. M. Piscarreta Ricardo προσελήφθη τον Οκτώβριο του 1999 με σύμβαση αορίστου χρόνου, από τον Δήμο Portimão για να ασκήσει καθήκοντα «υπαλλήλου αρμόδιου σε θέματα τουρισμού».Τον Οκτώβριο του 2008, ο L. M. Piscarreta Ricardo έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του στον δήμο αυτό για να τα ασκήσει στη συνέχεια, δυνάμει συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, στη δημοτική εταιρία Portimão Turis EM, SA (στο εξής: Portimão Turis).Επειδή ο Δήμος Portimão αποφάσισε τον Μάρτιο του 2010 να συγχωνεύσει πολλές δημοτικές επιχειρήσεις, ενσωμάτωσε την Portimão Turis στην Portimão Urbis. Από την ημερομηνία αυτή, ο L. M. Piscarreta Ricardo ανέλαβε καθήκοντα διαχειριστή και, μεταγενέστερα, διευθυντή στην τελευταία αυτή επιχείρηση.Τον Σεπτέμβριο του 2011, ο L. M. Piscarreta Ricardo ζήτησε και έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για περίοδο δύο ετών. Τον Ιούλιο του 2013, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η άδεια αυτή ανανεώθηκε για την αυτή διάρκεια.Τον Οκτώβριο του 2014, ο Δήμος Portimão αποφάσισε να προβεί σε λύση της Portimão Urbis, της οποίας ήταν ο μοναδικός μέτοχος. Ο Δήμος Portimão ανέκτησε μέρος των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως αυτής, ήτοι τη διαχείριση του συστήματος μεταφορών, τη διαχείριση των εξοπλισμών οικονομικής αναπτύξεως, όπως η αγορά των χονδρικών πωλήσεων, τα πάρκα για εμποροπανηγύρεις και εκθέσεις και τα περίπτερα πολλαπλών χρήσεων, τη διαχείριση πλανόδιων πωλήσεων καθώς και τη διαχείριση των αγορών και των παραδοσιακών εμποροπανηγύρεων.Οι λοιπές δραστηριότητες της Portimão Urbis ανατέθηκαν εξωτερικώς στην Emarp, της οποίας επίσης ο Δήμος Portimão ήταν ο μοναδικός μέτοχος, ήτοι, αφενός, η διαχείριση του δημόσιου χώρου, συμπεριλαμβανομένων της συναφούς διαφημιστικής δραστηριότητας, της κατοχής των δημόσιων οδών, της υπέργειας και υπόγειας σταθμεύσεως, και, αφετέρου, η διαχείριση των υποδομών κοινής ωφέλειας και η παροχή υπηρεσιών στον τομέα της εκπαιδεύσεως, των κοινωνικών δράσεων, του πολιτισμού και του αθλητισμού, ήτοι η λειτουργία του δημοτικού θεάτρου του Portimão, του εκπαιδευτικού αγροκτήματος, της οικίας Manuel Teixeira Gomes και των δημοτικών κέντρων.Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, ένα μέρος των εργαζομένων της Portimão Urbis αποτέλεσαν το αντικείμενο «συμφωνίας μεταβιβάσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος» και, συνεπώς, τους ανέκτησε απευθείας ο Δήμος Portimão. Οι λοιποί εργαζόμενοι αποτέλεσαν αντικείμενο «συμβατικής μεταβιβάσεως» και τους ανέκτησε η Emarp.Ωστόσο, ο L. M. Piscarreta Ricardo ο οποίος δεν συμπεριελήφθη ούτε στο σχέδιο επαναφοράς δραστηριοτήτων στον δήμο ούτε στο σχέδιο εξωτερικής αναθέσεως, όπως αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, πληροφορήθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του έληξε κατόπιν της οριστικής διακοπής λειτουργίας της Portimão Urbis.Συνεπώς, ο L. M. Piscarreta Ricardo προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η απόλυσή του ήταν παράνομη, προβάλλοντας ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της εγκαταστάσεως της Portimão Urbis στον Δήμο Portimão και στην Emarp.Η Portimão Urbis, η Emarp και ο Δήμος Portimão αντικρούουν την άποψη αυτή. Ισχυρίζονται ότι, δεδομένου ότι ο L. M. Piscarreta Ricardo τελούσε σε άδεια άνευ αποδοχών, ήτοι ήταν εκτός ενεργού υπηρεσίας, η σύμβαση εργασίας του δεν μπορούσε να μεταβιβασθεί σε κάποιον από τους διαδόχους. Φρονούν επίσης ότι δεν έγινε καμία μεταβίβαση εγκαταστάσεως, εφόσον η Portimão Urbis λύθηκε δυνάμει νόμου και, ως εκ τούτου, έπαυσε τη δραστηριότητά της.Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίστανται ερμηνευτικά ζητήματα ως προς το αν εργαζόμενος ο οποίος βρίσκεται εκτός ενεργού υπηρεσίας, παραδείγματος χάρη λόγω αναστολής της συμβάσεως εργασίας του, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της Portimão Urbis, που απορρέουν από την υφιστάμενη σύμβαση εργασίας με τον προσφεύγοντα, μεταβιβάστηκαν στον Δήμο Portimão και στην Emarp, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον το άρθρο 62, παράγραφοι 5, 6 και 11, του RJAEL, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που προβλέπει, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23.Κατά συνέπεια, το Tribunal Judicial da Comarca de Faro (πρωτοδικείο Faro, Πορτογαλία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:«1) Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 εφαρμογή σε περίπτωση όπως η επίμαχη, κατά την οποία δημοτική επιχείρηση (μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι ο δήμος) λύεται (με απόφαση του εκτελεστικού οργάνου του δήμου) και οι ασκούμενες από αυτήν δραστηριότητες αναλαμβάνονται εν μέρει από τον δήμο και εν μέρει από άλλη δημοτική επιχείρηση (το εταιρικό αντικείμενο της οποίας έχει τροποποιηθεί συναφώς και η οποία ανήκει επίσης εξ ολοκλήρου στον δήμο); Δηλαδή, μπορεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, να θεωρηθεί ότι έχει λάβει χώρα μεταβίβαση εγκαταστάσεως, κατά την έννοια της προμνησθείσας οδηγίας;2) Πρέπει να θεωρηθεί ότι εργαζόμενος εκτός ενεργού υπηρεσίας (μεταξύ άλλων, λόγω αναστολής της συμβάσεώς του εργασίας) εμπίπτει στην έννοια “εργαζόμενος”, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23, με αποτέλεσμα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας να έχουν μεταβιβαστεί στον διάδοχο, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής;3) Υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, μπορεί να γίνει δεκτή η επιβολή περιορισμών στη μεταβίβαση εργαζομένων, ιδίως σε συνάρτηση με το είδος της σχέσεως εργασίας ή τη διάρκειά της, στο πλαίσιο μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως, όπως της προβλεπόμενης στο άρθρο 62, παράγραφοι 5, 6 και 11, του RJAEL;»Επί των προδικαστικών ερωτημάτωνΕπί του πρώτου ερωτήματοςΜε το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας περίπτωση κατά την οποία δημοτική επιχείρηση, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι ο δήμος, λύεται με απόφαση του εκτελεστικού οργάνου του δήμου και οι δραστηριότητές της μεταβιβάζονται εν μέρει σε αυτόν ώστε να τις ασκεί απευθείας και εν μέρει σε άλλη δημοτική επιχείρηση ανασυσταθείσα προς τούτο, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι επίσης ο δήμος.Επισημαίνεται εξαρχής ότι, δυνάμει του άρθρου της 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι κερδοσκοπική ή όχι. Αντιθέτως, κατά την ίδια αυτή διάταξη, η διοικητική αναδιοργάνωση δημόσιων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημόσιων διοικητικών αρχών δεν θεωρούνται μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.Εν προκειμένω, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξη συνίστατο στη μεταβίβαση δραστηριοτήτων δημοτικής επιχειρήσεως εν μέρει σε δήμο και εν μέρει σε άλλη δημοτική επιχείρηση.Συναφώς, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της πράξεως αυτής, ο μεταβιβάζων ήταν δημοτική επιχείρηση και οι διάδοχοι ήσαν δήμος και μια άλλη δημοτική επιχείρηση δεν εμποδίζει, καθεαυτό, την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 στην εν λόγω πράξη.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας περίπτωση κατά την οποία δημοτική επιχείρηση, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι ο δήμος, λύεται με απόφαση του εκτελεστικού οργάνου του δήμου και οι δραστηριότητές της μεταβιβάζονται εν μέρει σε αυτόν ώστε να τις ασκεί απευθείας και εν μέρει σε άλλη δημοτική επιχείρηση ανασυσταθείσα προς τούτο, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι επίσης ο δήμος, υπό την προϋπόθεση ότι η ταυτότητα της επίμαχης επιχειρήσεως διατηρείται μετά τη μεταβίβαση, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Επί του δευτέρου ερωτήματοςΜε το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν πρόσωπο, όπως ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο λόγω αναστολής της συμβάσεως εργασίας του δεν τελεί σε ενεργό υπηρεσία εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23, και αν, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή μεταβιβάστηκαν στον διάδοχο, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, ως «εργαζόμενος» θεωρείται κάθε πρόσωπο το οποίο, εντός του οικείου κράτους μέλους, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας. Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23, η προστασία, στη διασφάλιση της οποίας σκοπεί η οδηγία αυτή, αφορά μόνον τους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εργασίας η οποία υφίσταται κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως (διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, Briot, C-386/09, EU:C:2010:526, σκέψη 27).Εξάλλου, όσον αφορά την οδηγία 77/187, η οποία κωδικοποιήθηκε έκτοτε με την οδηγία 2001/23, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, πλην ρητής διατάξεως περί του αντιθέτου, μπορούν να επικαλεστούν τις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας αυτής μόνον οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας ισχύει κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η δε ύπαρξη ή όχι συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας κατ’ αυτό τον χρόνο πρέπει να εκτιμάται βάσει του εθνικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως της τηρήσεως των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της οδηγίας 77/187 περί προστασίας των εργαζομένων από απόλυση λόγω της μεταβιβάσεως (διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, Briot, C‑386/09, EU:C:2010:526, σκέψη 28).Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, καίτοι κατά τον χρόνο της λύσεως της Portimão Urbis ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης συνδεόταν με την επιχείρηση αυτή με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν τελούσε σε ενεργό υπηρεσία κατά τον χρόνο εκείνο, λόγω του ότι ευρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών και η άδεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την επίμαχη στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, την αναστολή της συμβάσεως εργασίας του.Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η νομοθεσία αυτή προβλέπει ότι, κατά την αναστολή της συμβάσεως εργασίας, διατηρούνται τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και τα μέσα διασφαλίσεως των συμβαλλομένων οι οποίοι δεν υποχρεούνται σε πραγματική παροχή εργασίας. Επομένως, φαίνεται ότι η εν λόγω νομοθεσία προστατεύει, ως εργαζόμενο, πρόσωπο, όπως ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο δεν τελεί σε ενεργό υπηρεσία λόγω αναστολής της συμβάσεως εργασίας του, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.Υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως αυτής, συνεπάγεται ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προσώπου αυτού, που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας του, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23, μεταβιβάζονται στον διάδοχο λόγω μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι πρόσωπο, όπως ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο λόγω αναστολής της συμβάσεως εργασίας του δεν τελεί σε ενεργό υπηρεσία εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23, καθόσον φαίνεται ότι προστατεύεται ως εργαζόμενος από τη σχετική εθνική νομοθεσία, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως αυτής, σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας του μεταβιβάζονται στον διάδοχο, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:1) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας περίπτωση κατά την οποία δημοτική επιχείρηση, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι ο δήμος, λύεται με απόφαση του εκτελεστικού οργάνου του δήμου και οι δραστηριότητές της μεταβιβάζονται εν μέρει σε αυτόν ώστε να τις ασκεί απευθείας και εν μέρει σε άλλη δημοτική επιχείρηση ανασυσταθείσα προς τούτο, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι επίσης ο δήμος, υπό την προϋπόθεση ότι η ταυτότητα της επίμαχης επιχειρήσεως διατηρείται μετά τη μεταβίβαση, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.2) Πρόσωπο, όπως ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο λόγω αναστολής της συμβάσεως εργασίας του δεν τελεί σε ενεργό υπηρεσία εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/23, καθόσον φαίνεται ότι προστατεύεται ως εργαζόμενος από τη σχετική εθνική νομοθεσία, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως αυτής, σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας του μεταβιβάζονται στον διάδοχο, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου