ΔΕΕ – Απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων από την παρακράτηση φόρου σε μητρική εταιρία άλλου κράτους η οποία ανήκει άμεσα ή έμμεσα σε κατοίκους τρίτων κρατών
Πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έκρινε ότι είναι αντίθετη στην νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία εξαρτά την απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου μερισμάτων στην πηγή (απαλλαγή η οποία εφαρμόζεται μεταξύ μητρικών – θυγατρικών), τα οποία διανέμονται από μια εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική
εταιρία στην εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική της εταιρία από την
προϋπόθεση να αποδείξει η μητρική αυτή εταιρία, ότι η αλυσίδα συμμετοχών
δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν από τους κύριους σκοπούς της την
άντληση οφέλους από την εν λόγω απαλλαγή.
Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με
την οδηγία 2003/123/ΕΚ, και έχει επαναδιατυπωθεί με την 2011/96/ΕΕ, προβλέπει τα ακόλουθα: «Τα
κέρδη τα οποία η θυγατρική εταιρία καταβάλλει κατά τη διανομή στη
μητρική εταιρία απαλλάσσονται από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή.». Ωστόσο επιτρέπεται στο κάθε κράτος να εφαρμόζει που είναι αναγκαία για να αποφεύγονται φορολογικές
απάτες και καταχρήσεις.
Στην συγκεκριμένη δίκη το Γαλλικό δίκαιο προβλέπει ότι η απαλλαγή αυτή επιτρέπεται να δοθεί, εφόσον το νομικό πρόσωπο αποδείξει έναντι του οφειλέτη ή του προσώπου που προβαίνει στην καταβολή
των εισοδημάτων αυτών ότι είναι ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων
και ότι πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
– η
έδρα της πραγματικής διοικήσεώς του βρίσκεται σε κράτος μέλος της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας, χωρίς να είναι δυνατόν να θεωρηθεί, βάσει
συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως συναφθείσας με τρίτο
κράτος, ότι έχει τη φορολογική κατοικία του εκτός της Κοινότητας·
– έχει
μια από τις νομικές μορφές που παρατίθενται στον κατάλογο που
καταρτίζεται με απόφαση του υπουργού οικονομικών σύμφωνα με το παράρτημα
της [οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες]·
– συμμετέχει
άμεσα, αδιαλείπτως επί σειρά δύο ή πλέον ετών, τουλάχιστον κατά ποσοστό
25 % στο κεφάλαιο του νομικού προσώπου που διανέμει τα μερίσματα, ή
δεσμεύεται να διατηρήσει τη συμμετοχή αυτή αδιαλείπτως επί σειρά δύο
τουλάχιστον ετών, και να ορίσει, όπως και στην περίπτωση του φόρου
κύκλου εργασιών, έναν εκπρόσωπο που να είναι υπεύθυνος για την καταβολή
της παρακρατήσεως στην πηγή της παραγράφου 1, σε περίπτωση αθετήσεως της
δεσμεύσεως αυτής,
– υπόκειται,
στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η πραγματική του διοίκηση, στον φόρο
εταιριών του κράτους αυτού, χωρίς δυνατότητα επιλογής και χωρίς να
απαλλάσσεται.
Επίσης το Γαλλικό δίκαιο προβλέπει ότι : Οι
διατάξεις περί απαλλαγής δεν εφαρμόζονται οσάκις τα μερίσματα
διανέμονται σε νομικό πρόσωπο που ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από έναν ή
περισσότερους κατοίκους κρατών μη μελών της Κοινότητας, εκτός αν το εν
λόγω νομικό πρόσωπο αποδείξει ότι η αλυσίδα συμμετοχών δεν έχει ως κύριο
σκοπό ή ως έναν από τους κύριους σκοπούς της την άντληση οφέλους από
τις διατάξεις της απαλλαγής. Αντίστοιχα στο εθνικό μας δίκαιο η απαλλαγή από τον φόρο των ενδοομιλικών μερισμάτων προβλέπεται στο άρθρο 48 του ΚΦΕ (ν4172/2013). Οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή τίθενται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και πέραν αυτών, δεν τίθεται παρόμοιος περιορισμός όπως ο προαναφερόμενος στο Γαλλικό Δίκαιο. Το ιστορικό της δίκης
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η
Eqiom, πρώην Holcim France, διάδοχος της Euro Stockage, εταιρία
γαλλικού δικαίου, είναι θυγατρική της Enka, εταιρίας λουξεμβουργιανού
δικαίου, στην οποία ανήκει κατά ποσοστό 100 %. Η τελευταία αυτή εταιρία
ανήκει κατά ποσοστό άνω του 99 % στην κυπριακού δικαίου εταιρία Waverley
Star Investments Ltd, η οποία υπόκειται στον πλήρη έλεγχο της
εγκατεστημένης στην Ελβετία εταιρίας Campsores Holding SA.
Κατά
τα έτη 2005 και 2006 η Euro Stockage κατέβαλε μερίσματα στη μητρική της
εταιρία Enka. Κατόπιν λογιστικού ελέγχου που διενεργήθηκε στην Euro
Stockage, η γαλλική φορολογική αρχή επέβαλε στην εν λόγω εταιρία την
παρακράτηση στην πηγή που προβλέπεται στο άρθρο 119bis, παράγραφος 2,
του CGI.
Οι
δύο αυτές εταιρίες ζήτησαν να απαλλαγούν από την παρακράτηση στην πηγή,
όπως προβλέπει το άρθρο 119ter του ανωτέρω κώδικα. Η προμνησθείσα
φορολογική αρχή απέρριψε εντούτοις το αίτημά τους βάσει του άρθρου
119ter, παράγραφος 3, του εν λόγω κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι τέτοια
απαλλαγή δεν εφαρμόζεται οσάκις τα μερίσματα διανέμονται σε νομικό
πρόσωπο ελεγχόμενο άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους
κρατών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν το εν λόγω νομικό
πρόσωπο αποδείξει ότι η αλυσίδα συμμετοχών δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως
έναν από τους κύριους σκοπούς της την άντληση οφέλους από την απαλλαγή.
Οι
δύο εταιρίες προσέφυγαν ενώπιον του tribunal administratif de Montreuil
(διοικητικού πρωτοδικείου του Montreuil, Γαλλία) με αίτημα την απαλλαγή
από την επίμαχη παρακράτηση στην πηγή. Μετά την απόρριψη της προσφυγής
τους με απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, άσκησαν έφεση ενώπιον του cour
administrative d’appel de Versailles (διοικητικού εφετείου Βερσαλλιών,
Γαλλία), το οποίο επικύρωσε την απορριπτική απόφαση.
Οι
ίδιες εταιρίες άσκησαν τότε αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État
(Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) προβάλλοντας ότι η κρίσιμη
φορολογική νομοθεσία δεν είναι συμβατή προς το πρωτογενές δίκαιο της
Ένωσης και προς την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.
Υπό
τις περιστάσεις αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας)
αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο
Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Οσάκις
εθνική νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους εισάγει στο εθνικό δίκαιο τη
δυνατότητα την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας
90/435, είναι δυνατός ο έλεγχος, υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των πράξεων ή των συμφωνιών με τις οποίες
υλοποιείται αυτή η δυνατότητα;
2) Έχουν
οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι οποίες
παρέχουν στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να
καθορίζουν ποιες διατάξεις είναι “αναγκαίες για να αποφεύγονται
φορολογικές απάτες και καταχρήσειςˮ,την έννοια ότι αντιβαίνει σε
αυτές η θέσπιση από κράτος μέλος μηχανισμού για τον αποκλεισμό από το
πλεονέκτημα της απαλλαγής των μερισμάτων που καταβάλλονται σε νομικό
πρόσωπο το οποίο ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους
κατοίκους κρατών μη μελών της Ένωσης, εκτός αν το εν λόγω νομικό πρόσωπο
αποδεικνύει ότι η αλυσίδα συμμετοχών δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν
από τους κύριους σκοπούς της την άντληση οφέλους από την απαλλαγή;
3) α) Σε
περίπτωση που η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του προαναφερθέντος
μηχανισμού για την πρόληψη των καταχρήσεων πρέπει να εκτιμηθεί και υπό
το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης, πρέπει αυτή, λαμβανομένου υπόψη
του σκοπού της επίδικης νομοθετικής ρυθμίσεως, να εξεταστεί υπό το
πρίσμα των διατάξεων του [άρθρου 49 ΣΛΕΕ], παρά το γεγονός ότι η εταιρία
στην οποία καταβάλλονται τα μερίσματα ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα, μέσω
αλυσίδας συμμετοχών μεταξύ των κύριων σκοπών της οποίας συγκαταλέγεται η
άντληση οφέλους από την απαλλαγή, από έναν ή περισσότερους κατοίκους
τρίτων κρατών, οι οποίοι δεν μπορούν να επικαλεστούν την ελευθερία
εγκαταστάσεως;
β) Σε περίπτωση
αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει η συμβατότητα αυτή
να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του [άρθρου 63 ΣΛΕΕ];
4) Έχουν
οι ανωτέρω διατάξεις την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτές εθνική
νομοθετική ρύθμιση που αποκλείει την απαλλαγή από την παρακράτηση στην
πηγή για τα μερίσματα τα οποία καταβάλλει εταιρία κράτους μέλους σε
εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν τα μερίσματα αυτά
αποτελούν εισόδημα νομικού προσώπου το οποίο ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα
από έναν ή περισσότερους κατοίκους κρατών μη μελών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, εκτός αν το νομικό πρόσωπο αποδείξει ότι αυτή η αλυσίδα
συμμετοχών δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν από τους κύριους σκοπούς
της την άντληση οφέλους από την απαλλαγή;»
Η απόφαση του δικαστηρίου
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις
θυγατρικές εταιρίες αναγνωρίζει απλώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να
εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις ή τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων που
είναι αναγκαίες για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις.
Ως εκ τούτου, τέτοιες διατάξεις μπορούν να εκτιμώνται με γνώμονα το
πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.
Εκ
των ανωτέρω προκύπτει ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση
της κύριας δίκης, η οποία θεσπίστηκε προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το
άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές
εταιρίες, μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα όχι μόνον τις διατάξεις της
οδηγίας αυτής, αλλά και των σχετικών επίσης διατάξεων του πρωτογενούς
δικαίου.
Όπως
προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, σκοπός της οδηγίας για
τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες είναι να εξαλείψει, με τη
θέσπιση κοινού φορολογικού καθεστώτος, κάθε δυσμενέστερη μεταχείριση της
συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη
συνεργασία μεταξύ εταιριών του ιδίου κράτους μέλους και να διευκολύνει
επομένως τη συνένωση εταιριών σε κλίμακα Ένωσης. Η οδηγία αποβλέπει
δηλαδή στο να εξασφαλίσει την ουδετερότητα, σε επίπεδο φορολογίας, της
διανομής κερδών από μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος εταιρία στην
εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος μητρική της εταιρία .
Για
τον σκοπό αυτό, η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας αναφέρει
ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η φορολογική ουδετερότητα, πρέπει να
απαλλάσσονται από την παρακράτηση στην πηγή τα κέρδη που η θυγατρική
εταιρία διανέμει στη μητρική της.
Με
βάση τα ανωτέρω, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση, το άρθρο
5, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής οδηγίας εισάγει την αρχή της
απαγορεύσεως των παρακρατήσεων στην πηγή επί των κερδών που διανέμει η
εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος θυγατρική εταιρία στην εγκατεστημένη
σε άλλο κράτος μέλος μητρική της εταιρία.
Τα
κράτη μέλη δεν δύνανται, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν μονομερώς
περιοριστικά μέτρα και να εξαρτούν από όρους το προβλεπόμενο στο
προμνησθέν άρθρο 5, παράγραφος 1, δικαίωμα απαλλαγής από την παρακράτηση
στην πηγή.
Εντούτοις,
το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις
θυγατρικές εταιρίες προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει την
εφαρμογή εθνικών διατάξεων ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που είναι
αναγκαίες για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις.
Πρέπει
να επισημανθεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της, η
προμνησθείσα διάταξη επιτρέπει αποκλειστικώς την εφαρμογή εθνικών
διατάξεων ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων «που είναι αναγκαίες» για τον
σκοπό αυτό.
Τίθεται
επομένως το ζήτημα κατά πόσον μια εθνική φορολογική νομοθεσία όπως η
επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πληροί την απαίτηση αυτή περί
αναγκαιότητας.
30 Στο
πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να εκληφθεί μια εθνική
νομοθεσία ως σκοπούσα στην αποτροπή απάτης και καταχρήσεων, ο ειδικός
της σκοπός θα πρέπει να είναι η παρεμπόδιση συμπεριφορών που συνίστανται
στη δημιουργία αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων, ασχέτων προς την οικονομική
πραγματικότητα, με στόχο την παροχή αδικαιολογήτου φορολογικού
πλεονεκτήματος.
Επομένως,
ένα γενικό τεκμήριο απάτης και καταχρήσεων δεν είναι δυνατόν να
δικαιολογήσει φορολογικό μέτρο το οποίο διακυβεύει τους σκοπούς μιας
οδηγίας, ούτε φορολογικό μέτρο που διακυβεύει την άσκηση θεμελιώδους
ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη.
Για
να εξακριβώσουν κατά πόσον μια ενέργεια αποβλέπει σε απάτη και σε
καταχρήσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν είναι δυνατόν να
περιορίζονται στη εφαρμογή προκαθορισμένων γενικών κριτηρίων, αλλά
οφείλουν να προβαίνουν σε ατομική εξέταση συνολικώς της οικείας πράξεως.
Η καθιέρωση φορολογικού μέτρου γενικής ισχύος που αποκλείει αυτομάτως
ορισμένες κατηγορίες υποκειμένων στον φόρο από το φορολογικό
πλεονέκτημα, χωρίς η φορολογική αρχή να υποχρεούται να προσκομίσει έστω
και αρχή αποδείξεως ή ενδείξεων απάτης ή καταχρήσεων, θα έβαινε πέραν
του αναγκαίου μέτρου για την αποτροπή απάτης ή καταχρήσεων.
Ως
εκ τούτου, εξαρτώντας την απαλλαγή από την παρακράτηση στην πηγή των
κερδών που διανέμονται από μια εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική
εταιρία στην εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική της εταιρία από την
προϋπόθεση να αποδείξει η μητρική αυτή εταιρία ότι η αλυσίδα συμμετοχών
δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν από τους κύριους σκοπούς της την
άντληση οφέλους από την εν λόγω απαλλαγή, χωρίς να υποχρεούται η
φορολογική αρχή να προσκομίσει έστω και αρχή αποδείξεως απάτης ή
καταχρήσεων, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία
καθιερώνει γενικό τεκμήριο απάτης και καταχρήσεων και υπονομεύει τον
σκοπό που επιδιώκει η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές
εταιρίες, ήτοι την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως των κερδών που
διανέμονται από θυγατρική εταιρία στη μητρική της.
Η
ως άνω ερμηνεία δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι η οικεία μητρική
εταιρία ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους
τρίτων κρατών. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι ουδόλως προκύπτει από
κάποια διάταξη της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες
ότι η καταγωγή των μετόχων των εγκατεστημένων στην Ένωση εταιριών έχει
αντίκτυπο στο δικαίωμα των εταιριών αυτών να απολαύουν των φορολογικών
πλεονεκτημάτων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
Λαμβανομένων
υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2,
της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες έχει την έννοια
ότι αντιτίθεται σε εθνική φορολογική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην
υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη χορήγηση του προβλεπόμενου
στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής φορολογικού πλεονεκτήματος
–ήτοι της απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή των κερδών που
διανέμονται από εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία σε
εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία, εφόσον η μητρική αυτή
εταιρία ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους
τρίτων κρατών– από την προϋπόθεση να αποδείξει η τελευταία ότι η αλυσίδα
συμμετοχών δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν από τους κύριους σκοπούς
της την άντληση οφέλους από την εν λόγω απαλλαγή.
Ελευθερία εγκαταστάσες
Από
τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η απαλλαγή
από την παρακράτηση στην πηγή εξαρτάται από την επίμαχη προϋπόθεση, ήτοι
να αποδείξει η εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία ότι η
αλυσίδα συμμετοχών δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν από τους κύριους
σκοπούς της την άντληση οφέλους από την εν λόγω απαλλαγή, αποκλειστικώς
στην περίπτωση που η εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία
διανέμει κέρδη στη μητρική αυτή εταιρία, η οποία ελέγχεται άμεσα ή
έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους τρίτων κρατών. Αντιθέτως,
οσάκις τέτοια θυγατρική διανέμει κέρδη σε μια εγκατεστημένη στην ημεδαπή
μητρική εταιρία η οποία επίσης ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από έναν ή
περισσότερους κατοίκους τρίτων κρατών, η εγκατεστημένη στην ημεδαπή
μητρική αυτή εταιρία μπορεί να επωφεληθεί της απαλλαγής χωρίς να
υπόκειται σε τέτοια προϋπόθεση.
Μια
τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι ικανή να αποθαρρύνει μια
εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία από το να ασκεί
δραστηριότητα στη Γαλλία μέσω θυγατρικής εγκατεστημένης στο κράτος μέλος
αυτό και συνιστά, ως εκ τούτου, περιορισμό της ελευθερίας
εγκαταστάσεως.
Συνεπώς,
ο σκοπός καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής,
τον οποίον επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία στην υπόθεση της κύριας
δίκης, δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει περιορισμό στην ελευθερία
εγκαταστάσεως.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το
άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης
Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει
για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών,
όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/123/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας
Δεκεμβρίου 2003, αφενός, και το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, αφετέρου, έχουν την
έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική φορολογική νομοθεσία, όπως η επίμαχη
στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη χορήγηση του
προβλεπόμενου στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής φορολογικού
πλεονεκτήματος –ήτοι την απαλλαγή από την παρακράτηση στην πηγή των
κερδών που διανέμονται από εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική εταιρία
σε εγκατεστημένη στην αλλοδαπή μητρική εταιρία, εφόσον η μητρική αυτή
εταιρία ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους
τρίτων κρατών– από την προϋπόθεση να αποδείξει η τελευταία ότι η αλυσίδα
συμμετοχών δεν έχει ως κύριο σκοπό ή ως έναν από τους κύριους σκοπούς
της την άντληση οφέλους από την εν λόγω απαλλαγή.
Δείτε την απόφαση του ΔΕΕ και όλα τα σκεπτικά αναλυτικά, στο φορολογικό αρχείο του κόμβου