ΔΕΕ – Η πρώτη εγκατάσταση κτιρίου δεν συναρτάται με τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων σε αυτό. Πότε οι βελτιώσεις σε κτίρια μπορούν να θεωρηθούν ως μετατροπές υποκείμενες σε ΦΠΑ
Το δικαστήριο της ευρωπαϊκής ένωσης με την υπόθεση C-308/16 εξέτασε την περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος εξαρτά την απαλλαγή ΦΠΑ στην παράδοση κτιρίων από τη διπλή
προϋπόθεση ότι η πράξη δεν αφορά παράδοση στο πλαίσιο πρώτης
εγκαταστάσεως η οποία συντελέσθηκε κατά τη διενέργεια φορολογητέας
πράξεως και ότι, σε περίπτωση βελτιώσεως υφιστάμενου κτιρίου, οι
απαιτηθείσες για τη βελτίωση δαπάνες είναι χαμηλότερες από το 30 % της
αρχικής αξίας του κτιρίου.Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2005, η Poltrex Sp. z o. o., με έδρα στην Πολωνία, η οποία μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Kozuba, αποφάσισε να αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο. Κατά την ίδια ημερομηνία, ένας εκ των εταίρων μεταβίβασε στην εταιρία ως εισφορά σε είδος μια κατοικία ευρισκόμενη στη Jabłonka (Πολωνία) (στο εξής: επίμαχο κτίριο), ανεγερθείσα το 1992.Το 2006, το επίμαχο κτίριο προσαρμόστηκε στις ανάγκες της οικονομικής δραστηριότητας της Kozuba, η οποία συναίνεσε προς τούτο σε επενδύσεις που ανήλθαν στο 55 % περίπου της αρχικής του αξίας. Μετά την αποπεράτωση των εργασιών, το επίμαχο κτίριο συμπεριλήφθηκε, στις 31 Ιουλίου 2007, στον κατάλογο των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας ως αυτοτελής ενσώματη ακινητοποίηση, υπό τον τίτλο «εκθεσιακή κατοικία», και παρέμεινε υπό τον τίτλο αυτόν μέχρι την ημερομηνία της πωλήσεώς του προς τρίτον, στις 15 Ιανουαρίου 2009.Στον βαθμό που επρόκειτο για παλαιό κτίριο, η Kozuba θεώρησε ότι η πώληση αυτή απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ και για τον λόγο αυτό δεν ανέγραψε στη δήλωσή της ΦΠΑ το κέρδος που αποκόμισε από την πώληση αυτή το πρώτο τρίμηνο του 2009.Με απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, ο προϊστάμενος της αρχής φορολογικού ελέγχου, Πολωνία, κρίνοντας ότι κακώς δεν είχε συμπεριλάβει η Kozuba, στη δήλωσή της ΦΠΑ του πρώτου τριμήνου 2009, το κέρδος που αποκόμισε από την πώληση του επίμαχου κτιρίου, υπολόγισε τον ΦΠΑ της Kozuba για την περίοδο αυτή, προσθέτοντας το ποσό της πωλήσεως του κτιρίου αυτού.Στις 17 Μαΐου 2013, η Kozuba προσέβαλε την ως άνω απόφαση και η υπόθεση κατέληξε στα διοικητικά δικαστήρια.Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ε.Ε. τα εξής προδικαστικά ερωτήματα :«Έχει το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας [2006/112/EE] την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση (άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 10, του [νόμου περί ΦΠΑ]) […], σύμφωνα με την οποία η παράδοση κτιρίων, κατασκευών ή τμημάτων αυτών απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ εκτός εάν:α) η παράδοση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της πρώτης εγκαταστάσεως ή πριν από αυτήν,β) μεταξύ της πρώτης εγκαταστάσεως και της παραδόσεως του κτιρίου, κατασκευής ή τμημάτων αυτών έχει μεσολαβήσει διάστημα βραχύτερο των δύο ετών,στον βαθμό που το άρθρο 2, σημείο 14, του νόμου περί ΦΠΑ ορίζει ως πρώτη εγκατάσταση την παράδοση προς χρήση –στο πλαίσιο φορολογητέων πράξεων– κτιρίων, κατασκευών ή τμημάτων αυτών στον αρχικό αγοραστή ή χρήστη, αφού προηγουμένως τα εν λόγω κτίρια, κατασκευές ή μέρη αυτών:α) έχουν οικοδομηθεί ήβ) έχουν υποστεί βελτιώσεις και τα απαιτηθέντα για τη βελτίωση έξοδα κατά την έννοια των διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος ανήλθαν τουλάχιστον στο 30 % της αρχικής τους αξίας;»Επί του προδικαστικού ερωτήματοςΕισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία ΦΠΑ θεσπίζει κοινό σύστημα ΦΠΑ το οποίο στηρίζεται, ιδίως, σε ενιαίο ορισμό των φορολογητέων πράξεων (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Posnania Investment, C-36/16, EU:C:2017:361, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, υπάγονται στον ΦΠΑ οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή.Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ως «υποκείμενος στον φόρο» νοείται οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής. Ειδικότερα, ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται η εκμετάλλευση ενσωμάτου ή άυλου αγαθού, προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, η οδηγία ΦΠΑ συνεκτιμά ως εκ τούτου τον επαγγελματικό χαρακτήρα και τη συχνότητα ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων ως γενικά κριτήρια για την αναγνώριση της ιδιότητας του υποκειμένου στον ΦΠΑ σε όσους ασκούν τις δραστηριότητες αυτές. Ωστόσο, τα εν λόγω κριτήρια μεταβάλλονται στην περίπτωση πράξεων επί ακινήτων, διότι, σύμφωνα με το άρθρο της 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεωρούν ως υποκείμενα στον φόρο και πρόσωπα που διενεργούν ευκαιριακά την παράδοση κτιρίου ή τμημάτων κτιρίου και του συνεχόμενου με αυτά εδάφους, πριν από την πρώτη εγκατάσταση σε αυτό.Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ ορίζει ως «παράδοση αγαθών» τη μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας ΦΠΑ προβλέπει απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις παραδόσεις κτιρίων, πλην αυτών που αφορά το άρθρο της 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής αναφέρεται στην παράδοση κτιρίων ή τμημάτων κτιρίων και του συνεχόμενου με αυτά εδάφους, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη εγκατάσταση σε αυτά. Επομένως, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι γίνεται διάκριση μεταξύ παλαιού και νέου κτιρίου, δεδομένου ότι η πώληση παλαιού κτιρίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε ΦΠΑ.Η ratio legis των διατάξεων αυτών είναι η σχετική απουσία προστιθέμενης αξίας προερχόμενης από την πώληση παλαιού κτιρίου. Συγκεκριμένα, μολονότι εμπίπτει στην έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 9 της οδηγίας ΦΠΑ, ωστόσο η πώληση κτιρίου που έπεται της πρώτης παραδόσεως στον τελικό καταναλωτή, η οποία σηματοδοτεί το πέρας της διαδικασίας παραγωγής, δεν γεννά σημαντική προστιθέμενη αξία και, ως εκ τούτου, πρέπει, κατ’ αρχήν, να απαλλάσσεται.Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ επιβεβαιώνει επίσης ότι καθοριστικό στοιχείο για την επιβολή ΦΠΑ επί της παραδόσεως ενός κτιρίου είναι η προστιθέμενη αξία, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καθορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κριτηρίου της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου άρθρου, δηλαδή του κριτηρίου της «πρώτης εγκαταστάσεως», στις μετατροπές ακινήτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η οδηγία ΦΠΑ αφήνει περιθώριο φορολογήσεως και των παραδόσεων κτιρίων που υπέστησαν μετατροπή η οποία προσδίδει στο συγκεκριμένο κτίριο προστιθέμενη αξία, όπως και η αρχική κατασκευή του.Εν προκειμένω, το επίμαχο κτίριο κατασκευάστηκε το 1992 και η πράξη της πωλήσεώς του, η οποία έλαβε χώρα εντός του 2009 και η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, μπορούσε, κατ’ αρχήν, να απαλλαγεί από τον ΦΠΑ. Πλην όμως, το κτίριο αυτό ανακαινίσθηκε μετά την ένταξή του στην περιουσία της Kozuba, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα επιβολής ΦΠΑ, καθόσον οι εργασίες ανακαινίσεως δημιούργησαν προστιθέμενη αξία.Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, δηλαδή το άρθρο 2, σημείο 14, του νόμου περί ΦΠΑ, ορίζει ως «πρώτη εγκατάσταση» την παράδοση προς χρήση, στο πλαίσιο φορολογητέων πράξεων, κτιρίων, κατασκευών ή τμημάτων αυτών στον αρχικό αγοραστή ή χρήστη, αφού προηγουμένως τα εν λόγω κτίρια, κατασκευές ή μέρη αυτών έχουν οικοδομηθεί ή έχουν υποστεί βελτιώσεις, εάν οι απαιτηθείσες για τη βελτίωση δαπάνες ανήλθαν τουλάχιστον στο 30 % της αρχικής αξίας.Όπως προκύπτει, πρώτον, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), οι οποίες εξακολουθούν να είναι χρήσιμες για την ερμηνεία της οδηγίας ΦΠΑ, στο πλαίσιο των απαλλαγών του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας αυτής, το κριτήριο της «πρώτης εγκαταστάσεως» σε κτίριο πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στο κριτήριο της πρώτης χρήσεως του αγαθού από τον κύριο ή τον μισθωτή του. Στις εν λόγω προπαρασκευαστικές εργασίες διευκρινίζεται ότι το κριτήριο αυτό χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία το κτίριο εξέρχεται από τη διαδικασία παραγωγής και μετατρέπεται σε αντικείμενο καταναλώσεως. Από την ιστορική ανάλυση αυτή της οδηγίας δεν προκύπτει ωστόσο ότι η χρήση του κτιρίου από τον κύριό του πρέπει να λάβει χώρα στο πλαίσιο φορολογητέας πράξεως.Τέλος, ο σκοπός των απαλλαγών από τον ΦΠΑ είναι η ομοιόμορφη είσπραξη των ιδίων πόρων της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, μολονότι το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, στο οποίο αναφέρεται, παραπέμπει στις προϋποθέσεις απαλλαγής που θέτουν τα κράτη μέλη, οι προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό απαλλαγές πρέπει να αντιστοιχούν σε αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να μπορεί να καθοριστεί η βάση επιβολής του ΦΠΑ κατά τρόπο ομοιόμορφο και σύμφωνο με τους κοινούς κανόνες.
Επομένως, μολονότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καθορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής επί των μετατροπών ακινήτων του κριτηρίου της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την παράδοση κτιρίου που πραγματοποιείται πριν από την πρώτη εγκατάσταση, εντούτοις η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν την ευχέρεια να τροποποιήσουν την ίδια την έννοια της «πρώτης εγκαταστάσεως» στις εθνικές τους νομοθεσίες, διότι άλλως θα διακυβευόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω απαλλαγής.Από τη γραμματική ανάλυση του άρθρου 12 και του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, σε συνδυασμό με την εξέταση του πλαισίου και των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία αυτή, προκύπτει επομένως ότι η οδηγία δεν παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εξαρτούν από όρους ή να περιορίζουν τις προβλεπόμενες σε αυτήν απαλλαγές.Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εξαρτούν την απαλλαγή από τον ΦΠΑ επί παραδόσεων κτιρίων μεταγενέστερων της πρώτης εγκαταστάσεως από τη μη προβλεπόμενη στην οδηγία ΦΠΑ προϋπόθεση ότι η πρώτη αυτή εγκατάσταση συντελέσθηκε στο πλαίσιο φορολογητέας πράξεως. Όσον αφορά, δεύτερον, τη δυνατότητα των κρατών μελών να καθορίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κριτηρίου της «πρώτης εγκαταστάσεως» της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου άρθρου στις μετατροπές ακινήτων, παρατηρείται ότι η επιβολή ενός ποσοτικού κριτηρίου, βάσει του οποίου, για να επιφέρει η μετατροπή την επιβολή ΦΠΑ, πρέπει το κόστος της να ανέρχεται σε ορισμένο ποσοστό της αρχικής αξίας του συγκεκριμένου κτιρίου, δηλαδή, εν προκειμένω τουλάχιστον στο 30 % της αξίας αυτής, συνιστά άσκηση της δυνατότητας αυτής.Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το επίμαχο κτίριο ήταν ακίνητο που ανακαινίσθηκε και το κόστος της ανακαίνισης υπερέβη το 30 % της αρχικής αξίας του.Όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 69 των προτάσεών του, πρέπει, επομένως, να διευκρινιστεί από ποιοτικής απόψεως το περιεχόμενο της έννοιας της «μετατροπής», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ.Συναφώς, σημειωτέον ότι η οδηγία ΦΠΑ δεν ορίζει την έννοια της «μετατροπής».Μολονότι ο όρος αυτός ενέχει αμφισημία, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από τις διαφορετικές αποδόσεις σε άλλες γλώσσες, όπως π.χ. «conversions» στα αγγλικά, «Umbauten» στα γερμανικά, «transformări» στα ρουμανικά, και «przebudowa» στα πολωνικά, εντούτοις αποτελεί τουλάχιστον ένδειξη για το ότι το συγκεκριμένο κτίριο πρέπει να έχει υποστεί ουσιώδεις τροποποιήσεις, με σκοπό την τροποποίηση της χρήσης ή τη σημαντική μεταβολή των συνθηκών εγκαταστάσεως.Η ερμηνεία αυτή της έννοιας της «μετατροπής» ενισχύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ η πράξη παραδόσεως ακινήτου αποτελούμενου από γήπεδο και παλαιό κτίριο το οποίο βρισκόταν σε στάδιο μετατροπής σε νέο κτίριο, εφόσον, κατά το χρονικό σημείο της ως άνω παραδόσεως, είχαν πραγματοποιηθεί στο παλαιό κτίριο μόνον εργασίες μερικής κατεδαφίσεως και το κτίριο αυτό εξακολουθούσε, εν μέρει τουλάχιστον, να χρησιμοποιείται ως τέτοιο.Επομένως, η έννοια της «μετατροπής» καλύπτει μεταξύ άλλων την περίπτωση στην οποία οι εργασίες έχουν ολοκληρωθεί ή τουλάχιστον έχουν προχωρήσει αρκετά, μετά δε το πέρας των εργασιών αυτών το συγκεκριμένο κτίριο θα προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς.Η ερμηνεία της έννοιας της «μετατροπής» εντάσσεται, εξάλλου, στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας ΦΠΑ, και ιδίως του σκοπού της φορολογήσεως μιας πράξεως που αποσκοπεί στην αύξηση της αξίας του επίμαχου αγαθού. Ως προς τα νέα κτίρια, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 71 και 72 των προτάσεών του, η εν λόγω προστιθέμενη αξία προέρχεται από τις κατασκευαστικές εργασίες οι οποίες επιφέρουν την ουσιώδη τροποποίηση της υλικής πραγματικότητας, λόγω της μεταβολής ενός μη ανεγερθέντος ακινήτου ή ακόμα και μιας μη αξιοποιηθείσας εκτάσεως γης σε ένα κατοικήσιμο κτίριο. Ως προς τα παλαιά κτίρια, η εν λόγω προστιθέμενη αξία δημιουργείται όταν λαμβάνει χώρα μια ουσιώδης μετατροπή, οπότε το επίμαχο παλαιό κτίριο μπορεί να εξομοιωθεί με νέο κτίριο.Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι η έννοια της «μετατροπής» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ, μεταφέρθηκε στο πολωνικό δίκαιο με το άρθρο 2, σημείο 14, του νόμου περί ΦΠΑ, διά της χρήσεως της έννοιας της «βελτιώσεως».Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι ο ως άνω όρος ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια ως συνώνυμος της «μετατροπής» κατά την έννοια που διευκρινίζεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, η επισημανθείσα ορολογική διαφορά δεν μπορεί, αφεαυτής, να επιφέρει μη συμβατότητα του νόμου περί ΦΠΑ με την οδηγία ΦΠΑ.Εν προκειμένω, οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τη «βελτίωση» του επίμαχου κτιρίου ανήλθαν στο 55 % της αρχικής του αξίας. Μολονότι από το ποσοστό αυτό διαφαίνεται a priori ότι οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις στο κτίριο συντέλεσαν, λόγω του εύρους τους, στη σημαντική μεταβολή των συνθηκών εγκαταστάσεως, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εκτιμήσει, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει, κατά πόσον η συγκεκριμένη «βελτίωση» στην υπόθεση της κύριας δίκης είχε ως αποτέλεσμα ουσιώδη τροποποίηση του κτιρίου αυτού, κατά την έννοια που διευκρινίζεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως.Η απόφαση Το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των παραδόσεων κτιρίων από την προϋπόθεση ότι η πρώτη εγκατάσταση σε αυτά συντελέσθηκε στο πλαίσιο φορολογητέας πράξεως. Οι ίδιες διατάξεις έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την εν λόγω απαλλαγή από την προϋπόθεση ότι, σε περίπτωση «βελτιώσεως» υφιστάμενου κτιρίου, οι δαπάνες που απαιτήθηκαν δεν υπερέβησαν το 30 % της αρχικής αξίας του κτιρίου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω έννοια της «βελτιώσεως» ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με την έννοια της «μετατροπής» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112, δηλαδή υπό την έννοια ότι το συγκεκριμένο κτίριο πρέπει να έχει υποστεί ουσιώδεις τροποποιήσεις, με σκοπό την τροποποίηση της χρήσης ή τη σημαντική μεταβολή των όρων εγκαταστάσεως.Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου