Ενημερωτικός Κόμβος

«Αχρεωστήτως» καταβληθέντα…

Του Δημήτρη Τσαγκάρη*Το ΦαινόμενοΜε τα άρθρα 57 – 61 του  Κεφαλαίου Α’ του Πέμπτου Μέρους του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ 240 A’/22.12.2016) τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών η οποία είτε δεν είχε δηλωθεί είτε είχε δηλωθεί ανακριβώς από τους φορολογούμενους. Σύμφωνα με το άρθρο 57 ν. 4446/2016, από τις 22.12.2016 (ημερομηνία δημοσίευσης του εν λόγω νόμου στο ΦΕΚ) δόθηκε η δυνατότητα σε όσους φορολογούμενους, φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεν είχαν υποβάλλει δήλωση ή είχαν μεν υποβάλλει αλλά αυτή ήταν ανακριβής ή ελλιπής, να υποβάλλουν αρχικές ή τροποποιητικές, χρεωστικές ή μηδενικές, δηλώσεις, ανεξαρτήτως αν προκύπτει φόρος για καταβολή. Η εν λόγω δυνατότητα καταλάμβανε κάθε φόρο, εισφορά και τέλος που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 και στο Παράρτημα του ν. 4174/2013 (ενδεικτικά φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ, τέλη χαρτοσήμου, φόρο δωρεάς, κληρονομιάς και γονικής παροχής κ.λπ.) καθώς και οποιαδήποτε δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι η προθεσμία για την υποβολή της αρχικής δήλωσης είχε λήξει μέχρι και τις 30.9.2016.Η αρχική προθεσμία που είχε χορηγηθεί στους φορολογούμενους για την υποβολή των οικείων δηλώσεων στα πλαίσια του προγράμματος της οικειοθελούς αποκάλυψης καθορίστηκε μέχρι τις 31.5.2017. Ωστόσο, κατόπιν σχετικών παρατάσεων η τελική προθεσμία υπαγωγής στο νόμο έληξε στις 25.11.2017. Το «αντάλλαγμα» για την υποβολή δηλώσεων με τη χρήση των ευνοϊκών διατάξεων του ν. 4446/2016 συνίστατο τόσο στη μείωση των συντελεστών πρόσθετου φόρου (αναλόγως με το χρόνο υποβολής της δήλωσης του ν. 4446/2016 και σε κάθε περίπτωση με την εφαρμογή συντελεστών αναπροσαρμογής αναλόγως του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης) όσο και στην απαλλαγή από τα πρόστιμα που επιβάλλονταν σε περιπτώσεις μη υποβολής, ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων. Οι φορολογούμενοι δε, προκειμένου να μην εκπέσουν των ευνοϊκών ρυθμίσεων των διατάξεων του ν. 4446/2016, έπρεπε να εξοφλήσουν τα ποσά των φόρων που προέκυπταν δυνάμει δηλώσεων που υποβάλλονταν κατά τις διατάξεις αυτές εντός τριάντα (30) ημερών από τον προσδιορισμό τους.Έτσι, κατά το χρόνο που βρισκόταν σε ισχύ η ρύθμιση του ν. 4446/2016 πλήθος φορολογούμενων, έσπευσε να δηλώσει μη δηλωθείσα ή ανακριβώς δηλωθείσα φορολογητέα ύλη παρελθόντων ετών τα οποία σε πολλές περιπτώσεις είχαν ως αφετηρία το έτος 2000 δεδομένου ότι μέχρι την ψήφιση του εν λόγω νόμου εκκρεμούσαν ακόμα ενώπιον του ΣτΕ τόσο το ζήτημα της συνταγματικότητας της διαδοχική παράτασης του χρόνου παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου καθώς και το ζήτημα του αν η έννοια των «συμπληρωματικών στοιχείων» περιλαμβάνει και τα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογούμενων στην ημεδαπή.Η προβληματική τουΤο μεν πρώτο ζήτημα επιλύθηκε τελικώς με την υπ’ αρ. 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε αντισυνταγματικές τις αλλεπάλληλες παρατάσεις της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου (οι οποίες είχαν χορηγηθεί χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος) ενώ τάχθηκε υπέρ της συνήθους – και νόμιμης – πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου (με εξαίρεση προφανώς την περίπτωση της ύπαρξης «συμπληρωματικών στοιχείων» για την οποία προβλέπεται δεκαετής παραγραφή). Η ως άνω απόφαση δημοσιεύτηκε στις 27 Ιουνίου 2017, οπότε και είχε λήξει η αρχική περίοδος (η οποία είχε διάρκεια μέχρις τις 31.5.2017) για την υποβολή δηλώσεων με βάση τις διατάξεις του ν. 4446/2016 και ενώ ήδη μεγάλος αριθμός φορολογούμενων είχε ήδη ενταχθεί στη ρύθμιση του νόμου αυτού. Το δε ζήτημα των ημεδαπών τραπεζικών λογαριασμών και το αν αυτοί εμπίπτουν στην έννοια των «συμπληρωματικών στοιχείων» που δικαιολογούν την παράταση της παραγραφής, επιλύθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αρ. 2934/2017 απόφαση του η οποία έκρινε ότι το υπόλοιπο ή/και οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή βρίσκονται ή τουλάχιστον θα έπρεπε να βρίσκονται σε γνώση του ελέγχου και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της, κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.Η ως άνω απόφαση δημοσιεύτηκε στις 15 Νοεμβρίου 2017 ήτοι δέκα ημέρες πριν την πάροδο της τελικής χορηγηθείσας προθεσμίας υπαγωγής στο νόμο 4446/2016.Έτσι, μετά την έκδοση των άνω αποφάσεων του ΣτΕ διαπιστώθηκε ότι πλήθος φορολογούμενων υπό την πίεση της εκπνοής του προβλεπόμενου χρόνου για την ένταξη στο νόμο 4446/2016 και τις ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτού είχε εν τέλει υποβάλλει δηλώσεις και είχε προβεί σε καταβολή των οικείων φόρων και προσαυξήσεων για φορολογητέα ύλη που αντιστοιχούσε σε χρήσεις που εν τέλει κρίθηκαν παραγεγραμμένες,Πιο συγκεκριμένα, και υπό το δεδομένο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη «συμπληρωματικών στοιχείων», για τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν μέχρι και τις 25 Νοεμβρίου 2017 (απώτατο χρονικό όριο για την υπαγωγή στο νόμο 4446/2016) είχαν παραγραφεί μετά βεβαιότητας όλες οι χρήσεις μέχρι και το 2010. Επομένως οι φορολογούμενοι που είχαν υποβάλλει συμπληρωματικές δηλώσεις για χρήσεις προγενέστερες του έτους αυτού βρέθηκαν να έχουν πληρώσει υπέρογκα ποσά για φόρους και λοιπές προσαυξήσεις τα οποία δεν θα είχαν κληθεί να καταβάλλουν αν ο νομοθέτης είχε  προβλέψει όχι μόνο μεγαλύτερο διάστημα για την ένταξη στη ρύθμιση για την οικειοθελή αποκάλυψη, ενόψει και της τότε αναμονής για την έκδοση των αποφάσεων του ΣτΕ, αλλά και το ζήτημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης περιπτώσεων καταβολής φόρων για παραγεγραμμένες χρήσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο επομένως αναιρέθηκε πλήρως τόσο η έννοια του κράτους δικαίου, ως μέσο εξορθολογισμού των σχέσεων του κράτους και των διοικούμενων, όσο και η αρχή της νομιμότητας αλλά και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες είναι απαραίτητες για την επίτευξη και διατήρηση της νομικής ασφάλειας. Δια ταύταΘα πρέπει να αναζητηθούν από τις ΔΟΥ τα χρήματα που καταβλήθηκαν «παρανόμως» (ιδία για τις δηλώσεις μέχρι και τη χρήση 2010) και σε περίπτωση αρνήσεως να ακολουθηθεί η διαδικασία των προσφυγών (ενδικοφανής στη ΔΕΔ και κατόπιν στα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια).Τα Δικαστήρια είναι αυτά που θα ρυθμίσουν και θα κρίνουν και αυτή την ανισορροπία, εξατομικεύοντας την κάθε περίπτωση. *Ο κ. Δημήτρης Τσαγκάρης είναι Οικονομολόγος ΜΑ-Φοροτέχνης, Διευθύνων Σύμβουλος της FAO Economics AE

Πηγή: Taxheaven