Άρθρο του Προέδρου του Δ.Σ.Α. και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Β. Αλεξανδρή για τα POS
Αναρτάται το άρθρο του Προέδρου του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Β. Αλεξανδρή στο capital.gr για το θέμα των POS. Του Βασίλη Αλεξανδρή Το Υπουργείο Οικονομικών, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, επινόησε το μέτρο της υποχρεωτικής επιβολής POS. Τούτο επιβλήθηκε σε πλήθος επαγγελματιών, μεταξύ των οποίων και στους δικηγόρους. Το πρόσχημα που επικαλέστηκε ήταν η καταπολέμηση της η φοροδιαφυγής. Ο ΔΣΑ προσέφυγε στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επικαλούμενους λόγους νομιμότητας. Εξηγήσαμε, μεταξύ άλλων, ότι η υποχρεωτική επιβολή POS στα δικηγορικά γραφεία δεν συνάδει με την πραγματική νομική φύση της ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ δικηγόρου και εντολέα. Πρόκειται για σχέση που χαρακτηρίζεται από εμπιστευτικότητα, και ουδεμία σχέση έχει με εκείνη του προμηθευτή και του καταναλωτή.Τον ισχυρισμό αυτόν έκανε ομοφώνως δεκτό η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία έκρινε ότι η υπουργική απόφαση για την υποχρεωτική επιβολή POS δεν έχει νόμιμο έρεισμα, και συνεπώς η επεξεργασία των σχετικών δεδομένων δεν είναι νόμιμη. Είναι αυτονόητο ότι σε ένα κράτος δικαίου η εκτελεστική εξουσία οφείλει να σέβεται την κρίση των ανεξαρτήτων αρχών, πολλώ μάλλον εκείνων που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες και προστατεύουν συνταγματικά δικαιώματα. Εξαίρεση δεν αποτελούν ασφαλώς, και οι αποφάσεις εκείνες που είναι έως και απολύτως δυσάρεστες προς την εκτελεστική εξουσία. Η εμμονή του Υπουργείου στην εφαρμογή της παράνομης απόφασης το εκθέτει και δείχνει περιφρόνηση προς τη νομιμότητα. Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που παραβιαστεί η δεδηλωμένη κρίση της Αρχής σχετικά με την παραβίαση της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, ενεργοποιούνται οι νόμιμες κυρώσεις –διοικητικές, αστικές και ποινικές. Εξάλλου, το μέτρο είναι παντελώς απρόσφορο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής καθώς η ύπαρξη και μόνον POS στο δικηγορικό γραφείο ουδόλως αποτρέπει την πραγματοποίηση αδήλωτης συναλλαγής, εάν αυτή αποφασιστεί από τα μέρη. Περαιτέρω, είναι γνωστό ότι όλες οι συναλλαγές άνω των 500 € δεν μπορούν πλέον να γίνουν με μετρητά, και ως εκ τούτου αποτρέπεται το ενδεχόμενο φοροαποφυγής.Κυρίως όμως η υποχρεωτική επιβολή POS στους δικηγόρους αγνοεί προκλητικά την επαγγελματική πραγματικότητα που βιώνουμε. 7.000 δικηγόροι περίπου στην Αθήνα δεν έχουν καμία παράσταση ενώπιον δικαστηρίου. Γεννώνται λοιπόν εύλογα ερωτηματικά: – Είναι λογικό να επιβάλλεται σε αυτούς τους 7.000 δικηγόρους που δεν έχουν καμία παράσταση και άρα στερούνται επαγγελματικής συναλλαγής, το οικονομικό βάρος της απόκτησης POS όταν είναι βέβαιο ότι δεν θα το χρησιμοποιήσουν; – Μπορεί να γίνεται λόγος για φοροδιαφυγή όταν αποδεδειγμένα μεγάλο μέρος των δικηγόρων δεν έχει εισόδημα από την επαγγελματική του δραστηριότητα; – Είναι λογικό να μην υπάρχει κανένα κριτήριο διαφοροποίησης μεταξύ των δικηγόρων για την τοποθέτηση POS, π.χ. με βάση το εισόδημα ή τον αριθμό των υποθέσεων που χειρίζονται ετησίως; Μπορεί να υπάρξει ή να εφαρμοστεί τέτοια γραμμική ισοπέδωση;Πριν τοποθετηθεί κανείς οριστικά ως προς την σκοπιμότητα του μέτρου οφείλουμε να σταθμίσουμε επιπροσθέτως το εξής: Ποιος κερδίζει πραγματικά; Μόνο οι τράπεζες και οι εταιρίες acquiring, οι οποίες πλέον θα επιβάλλουν ένα «χαράτσι», που μπορεί να ανέρχεται από 0,70% έως 2,20% επί της συναλλαγής. Το ποιος ωφελείται είναι προφανές, όπως προφανές είναι ποιος ζημιώνεται. Ζημιώνεται τελικώς ο πολίτης. Απόδειξη της οργανωμένης αναποτελεσματικότητας του μέτρου είναι ότι σε καμία από τις 28 ευρωπαϊκές χώρες που ανταποκρίθηκαν στο σχετικό ερώτημα του ΔΣΑ, δεν εφαρμόζεται η υποχρεωτική τοποθέτηση POS στους δικηγόρους. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, της εξίσωσης των POS είναι σαφές: Δεν κερδίζει το κράτος. Χάνει ο πολίτης. Κερδίζουν οι τράπεζες. Αυτό θέλουμε;