ΔΕΕ – Έκπτωση ΦΠΑ δαπανών που γίνονται για την απόκτηση μεριδίων εταιρίας
Κατά την Γενική Εισαγγελέα Juliane Kokott, οι δαπάνες για την απόκτηση μεριδίων εταιρίας με σκοπό την επέκταση της φορολογητέας δραστηριότητας τελούν σε ευθεία και άμεση σχέση με τη φορολογητέα δραστηριότητά της, με συνέπεια να χωρεί έκπτωση του ΦΠΑ που καταβλήθηκε επί των δαπανών αυτών.
Στην συγκεκριμένη δίκη η οποία θα διεξαχθεί τις επόμενες ημέρες, θα βρεθεί για μια ακόμη στο επίκεντρο, η ερμηνεία του όρου «υποκείμενος στον φόρο» και ο ορισμός της «οικονομικής δραστηριότητας» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ. Η διαδικασία θα παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιήσει το πεδίο εφαρμογής της νομολογίας του σχετικά με την έκπτωση του φόρου εισροών των εταιριών χαρτοφυλακίου.
Το 2006, η αεροπορική εταιρία Ryanair επιχείρησε να εξαγοράσει την ιρλανδική αεροπορική εταιρία Aer Lingus. Μολονότι η εξαγορά απέτυχε για λόγους δικαίου του ανταγωνισμού, η Ryanair είχε ήδη υποβληθεί σε σημαντικές δαπάνες για συμβουλευτικές και άλλες υπηρεσίες στο πλαίσιο της προγραμματισμένης εξαγοράς. Ως εκ τούτου, η Ryanair αξίωσε την έκπτωση του συναφώς καταβληθέντος ΦΠΑ εισροών, αίτημα που δεν έγινε δεκτό από την ιρλανδική φορολογική αρχή.
Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει, βεβαίως, αναγνωρίσει ότι μπορεί να ζητηθεί έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών ακόμη και για ανεπιτυχείς επενδύσεις. Εντούτοις, η υπό κρίση διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά τη νομολογία, η απλή απόκτηση και κατοχή μετοχών δεν αποτελεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της οδηγίας περί ΦΠΑ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια εταιρία χαρτοφυλακίου της οποίας μοναδικός σκοπός είναι η απόκτηση συμμετοχών δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ
Ωστόσο, σε αντίθεση με την κλασική περίπτωση εταιριών χαρτοφυλακίου, στην υπό κρίση υπόθεση μια επιχείρηση με επιχειρηματική δραστηριότητα (και, ως εκ τούτου, υποκείμενη στον φόρο) επιδίωξε να πραγματοποιήσει μια «στρατηγική» εξαγορά ανταγωνιστικής επιχειρήσεως.
Επομένως, ανακύπτει το ζήτημα κατά πόσον εφαρμόζεται εν προκειμένω ο απορρέων από τη λεγόμενη «νομολογία περί εταιριών χαρτοφυλακίου». περιορισμός του δικαιώματος εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών. Συγκεκριμένα, η οικονομική διάσταση της υποθέσεως γίνεται το πρώτον αντιληπτή όταν στο πλαίσιο λειτουργικής προσεγγίσεως ληφθεί υπόψη η σημασία της αποκτήσεως των εταιρικών μεριδίων για την ήδη υφιστάμενη οικονομική δραστηριότητα.
Η Γενική Εισαγγελέας μετά τα σκεπτικά που αναφέρονται στις προτάσεις της (Δείτε εδώ αναλυτικά), προτείνει στο Δικαστήριο:
1) Η απόκτηση του συνόλου των εταιρικών μεριδίων εταιρίας με σκοπό τη μέσω αυτής άμεση, διαρκή και αναγκαία επέκταση της φορολογητέας δραστηριότητας της αποκτώσας εταιρίας συνιστά υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης (π.χ. στο πλαίσιο μιας καλούμενης στρατηγικής εξαγοράς) οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ (νυν άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ).
2) Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η αποκτώσα εταιρία στο πλαίσιο μιας τέτοιας στρατηγικής εξαγοράς τελούν σε ευθεία και άμεση σχέση με τη φορολογητέα δραστηριότητά της, με συνέπεια να χωρεί έκπτωση του ΦΠΑ που καταβλήθηκε επί των δαπανών αυτών σε συνάρτηση με την εν λόγω δραστηριότητα.