Ενημερωτικός Κόμβος

Δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ δαπανών τροφής για το προσωπικό της επιχείρησης.

Το ΣτΕ έκρινε ότι η περίπτωση δ της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του ν. 1642/1986 η οποία αναφέρει ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες στέγασης, τροφής, ποτών, μετακίνησης και ψυχαγωγίας γιατ ο προσωπικό ή τους εκπροσώπους της, αντίκειται στις διατάξεις της έκτης οδηγίας
και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί.

Η ίδια διάταξη μεταφερθεί και στον ισχύοντα κώδικα ΦΠΑ ν.2859/2000, όπως ισχύει σήμερα και συγκεκριμένα στο άρθρο 30 παράγραφος 4 περίπτωση δ. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά είναι η επιχείρηση να είναι υποκείμενη
στον φόρο.
Αναλυτικά το σκεπτικό του ΣτΕ: Με την διάταξη του εδαφίου δ της παραγράφου 4 του
ν. 1642/1986 προβλέφθηκε ότι ορισμένες δαπάνες, μεταξύ των οποίων και οι
δαπάνες τροφής για το προσωπικό της επιχείρησης, δεν παρέχουν δικαίωμα
εκπτώσεως. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 101 του Κώδικα Δημοσίου
Ναυτικού Δικαίου, η οποία βρίσκεται σε αρμονία προς τα προβλεπόμενα στον
ν.1163/1981, με τον οποίο, κυρώθηκε η 68/1946
Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «περί τροφοδοσίας των πληρωμάτων», η τροφοδοσία
του πληρώματος του πλοίου αποτελεί νόμιμη υποχρέωση, η οποία βαρύνει
τον εφοπλιστή. Συνεπώς, ο ΦΠΑ εισροών που
επιβάλλεται επί της δαπάνης για την εν λόγω τροφοδοσία πρέπει να δύναται
να τύχει εκπτώσεως από το ΦΠΑ των εκροών, που οφείλει να καταβάλει η
τελευταία.

Επειδή, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή που διαπνέει το σύστημα του ΦΠΑ
και προκύπτει από το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας, ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε
κάθε συναλλαγή παραγωγής ή διανομής, κατόπιν αφαιρέσεως του ΦΠΑ που
επιβάρυνε άμεσα τις προηγουμένως πραγματοποιηθείσες πράξεις. Στο άρθρο
17 παρ.2 της οδηγίας διατυπώνεται η αρχή της εκπτώσεως των ποσών που
τιμολογούνται ως ΦΠΑ για τα αγαθά που παραδίδονται ή τις υπηρεσίες που
παρέχονται στον υποκείμενο στο φόρο, εφόσον τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες
χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του.
Το δικαίωμα προς έκπτωση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού
ΦΠΑ και δεν μπορεί, κατ` αρχήν, να περιοριστεί

Σκοπός του συστήματος των εκπτώσεων
είναι η πλήρης απαλλαγή του επιχειρηματία από το βάρος του οφειλομένου ή
καταβληθέντος ΦΠΑ στο πλαίσιο όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων του.
Κατά συνέπεια, το κοινό σύστημα ΦΠΑ διασφαλίζει την πλήρη ουδετερότητα
ως προς τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων,
ασχέτως των σκοπών ή των αποτελεσμάτων τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι
ίδιες οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε ΦΠΑ.
Από το γράμμα του
άρθρου 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας προκύπτει ότι, για να έχει ο
ενδιαφερόμενος δικαίωμα έκπτωσης, πρέπει αφενός να είναι «υποκείμενος
στον φόρο» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και αφετέρου τα οικεία
αγαθά και οι οικείες υπηρεσίες να έχουν χρησιμοποιηθεί για την
πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του.

Η νομοθετική πρόβλεψη της εξαιρέσεως της εν λόγω δαπάνης
από το δικαίωμα εκπτώσεως στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν δυνατή,
κατά την έννοια των διατάξεων της έκτης οδηγίας.

Και τούτο, διότι αφενός η ισχύουσα, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο
της ένταξης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (1.1.1981),
νομοθεσία περί φόρου κύκλου εργασιών (α.ν.660/1937, Α΄159) δεν προέβλεπε
περιπτώσεις εξαιρέσεως από το δικαίωμα εκπτώσεως, ώστε να δύναται αυτές
να διατηρηθούν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δυνάμει της παρ.6 του άρθρου 17
της έκτης οδηγίας (ρήτρα διασφαλίσεως), ενώ, αφετέρου, οι εξαιρέσεις
αυτές δεν πληρούν – ούτε άλλωστε ισχυρίζεται το αναιρεσείον Δημόσιο ότι
πληρούν – τις προϋποθέσεις της παρ.7 του ίδιου άρθρου 17 (δηλαδή, να
έχουν θεσπισθεί για λόγους συγκυρίας, ήτοι για περιορισμένο χρόνο και
αφού έχουν γίνει αντικείμενο διαβουλεύσεως με την επιτροπή ΦΠΑ, κατά το
άρθρο 29 της οδηγίας) ή του άρθρου 27 (ήτοι, να έχει επιτραπεί η θέσπισή
τους με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου, για λόγους απλοποιήσεως της
εισπράξεως του φόρου ή για την αποτροπή ορισμένων περιπτώσεων
φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής ή ενδεχομένως άλλης διατάξεως της έκτης
οδηγίας
(πρβλ. απόφαση του ΔΕΚ της 6ης Ιουλίου 1995, υπόθεση
C-62/93…………. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, Συλλ.1995, Ι- 1883 επ., ιδίως
σκ. 22, 23, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1991, υπόθεση C-97/90,  Hansgeorg
Lennartz v Finanzamt München III.). Επομένως, η διάταξη της περ.δ της
παραγράφου 4 του άρθρου 23 του ν.1642/1986, δυνάμει της οποίας
αποκλείεται από τη δυνατότητα εκπτώσεως, μεταξύ άλλων, ο ΦΠΑ που βάρυνε
το κόστος τροφής των εργαζομένων, σε εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης της
επιχείρησης, αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις της έκτης οδηγίας
και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί.

Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου

Πηγή: Taxheaven