Για την έκπτωση του ΦΠΑ δεν ερευνάται η παραγωγικότητα της σχετικής δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος
Με μια πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ σε μια όχι και τόσο πρόσφατη υπόθεση επιχείρησης, κρίθηκε ότι :
Κατά την έννοια των διατάξεων των
άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν. 1642/1986 και 12 παρ. 1,3,9 και
11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον
φόρο εκροών, ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων στον ν. 1642/1986
προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει παραδόσεις
αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στον φόρο για την
πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς, ωστόσο, να ερευνάται η
παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος
σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα
έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα. ‘Όπως,
όμως, κρίθηκε περαιτέρω, για να αποτελεί τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών
νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών πρέπει
να περιέχει τα κατά τον νόμον στοιχεία, μεταξύ-των οποίων και επαρκή
προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών, προκειμένου δε ειδικότερα
περί πολλαπλών συναφών υπηρεσιών, όπως υπηρεσιών (συστεγάσεως, προβολής
προϊόντων κ.λ.π.) που παρέχονται από συγγενική επιχείρηση σε άλλη, το
τιμολόγιο αρκεί μεν να περιγράφει συνοπτικά τις εν λόγω υπηρεσίες, θα
πρέπει, όμως, επιπροσθέτως, εν όψει των οριζομένων στην παράγραφο 11 του
άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., να γίνεται σ’ αυτό αναφορά σε έγγραφη σύμβαση των
μερών, από την οποία θα προκύπτουν οι προσφερόμενες υπηρεσίες και ο
τρόπος τιμολόγησής τους.
Συνεπώς για
την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου αρκεί να έχει εκδοθεί ή
να προσκομίζεται για την αγορά των επίμαχων αγαθών ή την παροχή των
επίμαχων υπηρεσιών το οικείο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που
επέχει θέση τιμολογίου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πράγματι έλαβε
χώρα η συναλλαγή που θεμελιώνει το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου.
Τυπικές
παραλείψεις στο περιεχόμενο του τιμολογίου, κατά παράβαση των διατάξεων
του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον
περιορισμό του δικαιώματος προς έκπτωση, εφόσον, πάντως, υπάρχουν τα
αναγκαία στοιχεία για τη διαπίστωση της συνδρομής των ανωτέρω
ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου.
Επιπροσθέτως με την ΣτΕ 5372/2012 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κρίθηκε, τελικά, ότι εφόσον στο
οικείο τιμολόγιο αναγράφονταν οι υποχρεωτικές, κατά το άρθρο 22 παρ. 3
της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, ενδείξεις (τιμή υπηρεσίας και αναλογών επ’ αυτής
φ.π.α.), τούτο αρκούσε για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του
επίδικου φόρου, καθόσον από αυτό προέκυπτε καταρχήν η συνδρομή των
ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε αυτές οι προϋποθέσεις δεν
αμφισβητήθηκαν περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, οι τυπικές παραλείψεις
στο περιεχόμενο του που αποδόθηκαν από τη φορολογική αρχή, δεν μπορούσαν
να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος
εκπτώσεως του ένδικου φόρου.
(σ.σ. οι διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν. 1642/1986 έχουν μεταφερθεί στα άρθρα 30 και 32 του ν.2859/2000 αντίστοιχα)Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβουΥπενθυμίζουμε ότι η έκπτωση του φόρου προβλέπεται στο άρθρο 167 της Οδηγία του ΦΠΑ (2006/112/ΕΚ). Με δεκάδες αποφάσεις του ΔΕΕ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής ένωσης ) οι οποίες έχουν ερμηνεύσει το εν λόγω άρθρο έχει κριθεί ότι :«-Το δικαίωμα προς έκπτωση το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 167 επ. της οδηγίας 2006/112/ΕΚ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού του ΦΠΑ και δεν μπορεί, καταρχήν, να περιορίζεται. Το δικαίωμα αυτό ασκείται πάραυτα για το σύνολο των φόρων που έχουν επιβληθεί στις πράξεις εισροών.
-Σκοπός του συστήματος των εκπτώσεων είναι να απαλλαγεί πλήρως ο επιχειρηματίας από την επιβάρυνση του ΦΠΑ που οφείλεται ή αποδίδεται στο πλαίσιο του συνόλου των οικονομικών δραστηριοτήτων του. Το κοινό σύστημα του ΦΠΑ εξασφαλίζει με τον τρόπο αυτό την απόλυτη ουδετερότητα ως προς τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, ανεξαρτήτως του σκοπού ή των αποτελεσμάτων τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται καταρχήν στον ΦΠΑ
-Από το γράμμα του άρθρου 168 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ προκύπτει ότι για να έχει ο ενδιαφερόμενος δικαίωμα έκπτωσης πρέπει, αφενός, να είναι «υποκείμενος στον φόρο» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, τα οικεία αγαθά και οι οικείες υπηρεσίες να έχουν χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του.
-Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η θεμελιώδης αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ απαιτεί να εκπίπτει ο φόρος εισροών αν ικανοποιούνται οι ουσιαστικές επιταγές, έστω και αν οι υποκείμενοι στον φόρο παρέλειψαν να τηρήσουν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις.
-Διευκρινίζεται ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος έκπτωσης, όπως οι προβλεπόμενες στο κεφάλαιο 1 του τίτλου X της οδηγίας ΦΠΑ, το οποίο επιγράφεται «Γένεση και έκταση του δικαιώματος έκπτωσης», είναι οι προϋποθέσεις που διέπουν την ίδια τη νομική βάση και την έκταση του δικαιώματος αυτού, ενώ οι τυπικές προϋποθέσεις του εν λόγω δικαιώματος, όπως οι σχετικές με την τήρηση λογιστικών βιβλίων, την τιμολόγηση και την υποβολή δήλωσης, είναι αυτές που ρυθμίζουν τον τρόπο και τον έλεγχο της άσκησης του δικαιώματος αυτού καθώς και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος του ΦΠΑ
-Κατά συνέπεια, η φορολογική αρχή, εφόσον διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να διαπιστώσει ότι έχουν τηρηθεί οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, δεν μπορεί να επιβάλει, όσον αφορά το δικαίωμα του υποκείμενου στον φόρο προσώπου να προβεί σε έκπτωση του φόρου αυτού, πρόσθετες προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος αυτού.»