Ενημερωτικός Κόμβος

Η «εφεύρεση» των αποσβέσεων και οι «περιπέτειες» των συντελεστών στην Ελλάδα (από την ελευθερία επιλογής συντελεστών στους συγκεκριμένους κατ’ είδος παγίου συντελεστές)

Επιμέλεια:

Κωνσταντίνος Ιωαν. ΝιφορόπουλοςΟρκωτός Ελεγκτής – Λογιστής – ΩΡΙΩΝ Α.Ε

Κουλογιάννης Κων/νοςΛογιστής – Φοροτεχνικός

[Ετυμολογία: <αρχ. ἀπόσβεσις < αρχ. ἀποσβέννυμι (σβήνω)]ΓενικάΣύμφωνα με τους σύγχρονους ορισμούς [Ν. 4308/2014] Απόσβεση (Depreciation, amortization) είναι : Η συστηματική κατανομή της αποσβεστέας αξίας ενός στοιχείου στην ωφέλιμη ζωή του.

Η απόσβεση είναι:  Η μείωση της αξίας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου, είτε λόγω της παρόδου του χρόνου (χρονική φθορά), είτε λόγω της χρησιμοποίησής του (λειτουργική φθορά), είτε λόγω της τεχνολογικής απαξίωσης.Οι ιστορικές πτυχές της απόσβεσης και της απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων αποτέλεσαν αντικείμενο κατά καιρούς πολλών επιστημονικών μελετών. Αρκετοί ερευνητές της ιστορίας της λογιστικής έχουν εξετάσει αυτό το ζήτημα από την εποχή του αρχιτέκτονα Ro-man Marcus Vitruvius Pollio. Δυστυχώς όμως η πρακτική της υποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων στη μεσαιωνική Ευρώπη κατά την περίοδο των 12ου-15ου αιώνα δεν ερευνήθηκε επαρκώς.

Πολλές ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι αποσβέσεις εμφανίστηκαν αρχικά  σε επιχειρήσεις της Φλωρεντίας. Διάφοροι ερευνητές είναι απολύτως βέβαιοι ότι η συσσώρευση αποσβέσεων (σε διατηρημένα βιβλία) διεξήχθη για πρώτη φορά στην εταιρία του F. Datini στη Βαρκελώνη το 1399. Ωστόσο δεν υπάρχει ενιαία και παγκοσμίως αναγνωρισμένη θέση από επιστήμονες για το πότε ακριβώς εμφανίστηκε κάποια συγκεκριμένη μέθοδος για τον υπολογισμό των αποσβέσεων.

Στις περισσότερες ιστορικές μελέτες που έχουν εκδοθεί, γίνεται αναφορά στο ζήτημα των αποσβέσεων από την εποχή του αρχιτέκτονα Ro-man Marcus Vitruvius Pollio.

Ο Βιτρούβιος (Marcus Vitruvius Pollio) ήταν ρωμαϊκός αρχιτέκτονας, μηχανικός και συγγραφέας. Ζούσε από τον 1ο αιώνα π.Χ. μέχρι τις αρχές του πρώτου αιώνα μ.Χ. και άρχισε να εργάζεται την εποχή του Ιούλιο Καίσαρα. Είναι ο συγγραφέας του αρχαιότερου αρχιτεκτονικού κειμένου που αναφέρεται στις αποσβέσεις και συνήθως αναγνωρίζεται ως ο πρώτος άνθρωπος που μιλά για υποτίμηση, «η τιμή του περάσματος κάθε έτους» (pretia praeteritorum annorum singulorum). Με βάση την παραδοχή ότι ένα τείχος θα διαρκέσει 80 χρόνια είπε ότι, όταν αποτιμά μια τοιχοποιία, το 1/80 του κόστους του πρέπει να αφαιρεθεί για κάθε έτος που έχει σταθεί.

Οι αποσβέσεις κατά τα πρώτα χρόνια της « Διπλογραφικής μεθόδου» έως τα τέλη του 19ου αιώνα

Ο λογαριασμός εξοπλισμού στο φύλλο Carte Strozziane serie II, 84 bis, σ. 83R από το βιβλίο 1299-1300 που ανήκει στον έμπορο Toscana Giovanni Farolfi από την Προβηγκία πρέπει να αναγνωριστεί ως ένα από τα αρχαιότερα παραδείγματα χρέωσης της απόσβεσης.
Ο Federigo Melis ήταν ένας από τους πρώτους που το 1950 αναφέρθηκε στο βιβλίο της εταιρίας του Giovanni Farolfi (Melis, 1950, σελ. 485-490). Ο Federigo Melis αφιέρωσε ένα ξεχωριστό τμήμα στην εταιρεία του Giovanni Farolfi (1299-1300) (Melis, 1950, σελ. 485-90), όμως δεν είδε το λογαριασμό της Carte Strozziane σειράς II, 84bis, c. 83R, όπου παρουσιάστηκε η διαδικασία καταλογισμού της απόσβεσης των σκευών. Την διαδικασία αυτή την περιέγραψε σε νεότερό έργο του το 1972, προσθέτοντας στο κείμενο και την φωτογραφία του λογαριασμού των αποσβέσεων (Melis, 1972, σελ. 384-385).

Το 1956, ο R. de Roover περιέγραψε το λογαριασμό «Profit and Losses» της εταιρείας Datini στη Βαρκελώνη (από τις 11 Ιουλίου 1397 έως τις 31 Ιανουαρίου 1399), όπου «… η απόσβεση, εμφανίστηκε στα έξοδα ως μείωση της αξίας του εξοπλισμού γραφείου «(Roover, 1956, σελ. 144).

Αρκετά αργότερα οι εξελίξεις σχετικά με το θέμα των αποσβέσεων συνδέονται με την περιγραφή του αγγλικού οικονομολόγου J. Melissa (1588). Η υπάρχουσα μεθοδολογία προήλθε από το γεγονός ότι το κόστος του αποθέματος που αγοράζεται πρέπει να αποτυπώνεται ως ζημιά σε ίσα μέρη τα οποία καλύπτονται από εισόδημα. Οι σχετικές εγγραφές προέβλεπαν  τη χρέωση του λογαριασμού «Κέρδη και ζημιές» και της πίστωσης του Λογαριασμού «Απογραφή».

Οι αποσβέσεις ως διαδικασία συστηματικής απομείωσης της αξίας των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού στην παραγωγική διαδικασία και ουσιαστικά το δεδουλευμένο ποσό των αποσβέσεων στη λογιστική έγινε πιο σαφές τον 17ο αιώνα. Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν πληροφορίες  σχετικά με τη χρήση της καθαρής απόσβεσης στο εργοστάσιο της Carron Ironworks το 1769 και στην εταιρία φυτών Boulton και Walt το 1790: «τα πάγια περιουσιακά στοιχεία απομειώνονται με βάση το ποσοστό απόσβεσης 8% για όλα τα πάγια και λιγότερο μόνο για για τα κτίρια (5%). Η βιομηχανική επανάσταση και η συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων στις επιχειρήσεις δημιούργησε την ανάγκη για μια πιο μεθοδολογική προσέγγιση στο θέμα των αποσβέσεων.
Στα τέλη του 18ου Αιώνα η έννοια της απόσβεσης έγινε πιο συγκεκριμένη.  Ως απόσβεση εμφανίζεται η  μείωσης της καταναλωτικής αξίας ενός αντικείμενου. Συγκεκριμένα, ο Mathews επεσήμανε ότι ο όρος «υποτίμηση»  στην πραγματικότητα μεταφράζεται ως η  «μείωση της αξίας λόγω της φθοράς ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου «(Mathews, Perera, 1999).

Οι «αποσβέσεις»  στην Ελλάδα

Από τους πρώτους Ισολογισμούς Ελληνικών Επιχειρήσεων έως το 1919

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημη ιστορική καταγραφή για την εμφάνιση των αποσβέσεων στα βιβλία των εταιριών. Στις πρώτες ανώνυμες εταιρίες μετά το 1836 [Δείτε το σχετικό άρθρο για την πρώτη ανώνυμη εταιρία] [Και το άρθρο: Η ιστορία της ανώνυμης εταιρίας στην Ελλάδα]  οι αποσβέσεις εμφανίζονταν κατευθείαν στην ανάλυση των αποτελεσμάτων (Κέρδη-ζημιαί) των ανωνύμων εταιριών.

 

 

Σταδιακά και όσο περνούσαν τα χρόνια οι αποσβέσεις εμφανίζονταν στο ενεργητικό με μεγαλύτερη ανάλυση. 

 

Οι φορολογικές αποσβέσεις [Από την ελευθερία επιλογής των συντελεστών στους συγκεκριμένους κατ΄ είδος παγίου συντελεστές].

Μέχρι το 1919 οι αποσβέσεις δεν απασχολούσαν το υπ. Οικονομικών καθώς οι φόροι οι οποίοι βάρυναν τις επιχειρήσεις δεν είχαν άμεση σχέση με τα κέρδη τους (φόρος οικοδομών, φόρος επιτηδεύματος, τέλη χαρτοσήμου κ.λπ.). Εξαίρεση αποτελούσε ο φόρος επί των ανωνύμων εταιριών ο οποίος θεσπίστηκε το 1877 και αρχικά προέβλεπε φόρο 2% (σταδιακά αυξήθηκε σε 3% και μετά σε 5%) επί των διανεμόμενων κερδών, και στην συνέχεια ή φορολογία του εισοδήματος και των κινητών αξιών με τον νόμο 3393 του 1909. [Βλέπε η ιστορία της φορολογίας στην Ελλάδα]

Το 1919 με τον νόμο 1640 «Φορολογία καθαρών προσόδων»  εισάγεται πλέον η έννοια του φόρου εισοδήματος επί των καθαρών κερδών των εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων. Οι αποσβέσεις ως βασικό έξοδο το οποίο μπορούσαν να εκπίπτουν οι ως άνω επιχειρήσεις «έπαιζε» καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των καθαρών κερδών επί των οποίων θα αποδίδονταν ο φόρος εισοδήματος των εταιριών.

Στον νόμο 1640/1919 το άρθρο 18 σχετικά  με τον προσδιορισμό των κερδών των εμπορικών και των βιομηχανικών επιχειρήσεων αναφέρει:

«.. ο φορολογικός συντελεστής ορίζεται σε 6% επιβαλλόμενος επί του καθαρού κέρδους…

Και στο άρθρο 19:

«1.Προς εξεύρεσην του εξ εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων καθαρού κέρδους εκπίπτονται εκ των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης
α)…β)…στ’) Αι δια οριστικών εγγραφών αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων και εξόδων πρώτης εγκατάστασης…. δια’ εκάστην επιχείρησιν όρους αποσβέσεις φθοράς συναφών της επιχείρησης εγκαταστάσεων πάσης φύσεως μηχανημάτων ή φθαρτού υλικού και πάσης γενικής κινητής ή ακινήτου περιουσίας της επιχειρήσεως»

Για αρκετά χρόνια οι επιχειρήσεις διενεργούσαν αποσβέσεις κατά την κρίση τους, ρυθμίζοντας έτσι τα κέρδη τους, γεγονός που δημιουργούσε φορολογική ανισότητα μεταξύ αυτών, αλλά και μεταξύ των υπόλοιπων φορολογούμενων οι οποίοι κατέβαλαν αναλογικά  υψηλότερους φόρους.

Σχετικό άρθρο του Οικονομικού Ταχυδρόμου το 1930

 

Το 1934 σε παρόμοιο άρθρο του Οικονομικού Ταχυδρόμου αναφέρεται ότι:

«Από τα κέρδη των 225 σημαντικότερων ανωνύμων εταιριών, πλέον τού ημίσεος (51,62%) διετέθη δι’ άποσβέσεις εγκασαστάσεων, κεφαλαίου και επισφαλών απαιτήσεων. Κατά κλάδους επιχειρήσεων το ποσοστό των αποσβέσεων εμφανίζεται ανώτερον του 30%, κατά μέσον όρον, δια τας βιομηχανίας επιχειρήσεις, δια τινας δε εξ αυτών, ιδία τας κλωστοϋφαντουργικάς, υπερβαίνει και το ποσοστόν τούτο. Άρκει νά σημειωθή ότι τινές εξ αυτών προέβησαν εις  ολοσχερή απόσβεσιν των γενομένων κατά το 1933 νέων, όχι ασήμαντων, εγκαταστάσεων. Μικρότεραι κατά ποσοστόν, μέχρι 5 %, υπήρξαν αι αποσβέσεις δια τας λοιπάς επιχειρήσεις είτε διότι αυτού από μακρού χρόνου υφιστάμεναι έχουν προβή εις σημαντικάς αποσβέσεις, είτε διότι η απόδοσις των κεφαλαίων δεν υπήρξε τοιαύτη ώστε να επιτρέπη μεγαλειτέρας αποσβέσεις συγχρόνως με την διανομήν του απαραιτήτου μερίσματος..»

«Και γεννάται το ερώτημα: Είνε θεμιτή, είνε συμφέρουσα, όχι πλέον από λόγους κοινωνικής σκοπιμότητας ή φορολογικής δικαιοσύνης αλλά από λόγους γενικωτέρας οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής ή διαφυγή εκ του φορολολικού κοχλίου της αποδόσεως των κεφαλαίων των ανωνύμων εταιρειών δια της οδού των Αποσβέσεων και των παντοίας φύσεως εκτάκτων, προνοίας ή τακτικών αποθεματικών; Έφ’ όσον το κράτος δεν λαμβάνει απέναντι των επιχειρήσεων τον απλούν ρόλον του φύλακας αλλά του ρυθμιστού της οικονομικής ζωής, προβάλλει το ερώτημα εάν ο κατ’ απόλυτον ελεύθερίαν, μακράν πάσης εμμέσου συμμέτοχης τού κράτους, κανονισμός υπό των επιχειρήσεων της οικονομικής αποδόσεως αυτών δεν αφερεί εκ των χειρών του το μέσον της διατηρήσεως μιας ισορροπίας εις την οικονομικήν ζωήν.»

Το 1936 μπήκαν οι βάσεις για να περιοριστεί το φαινόμενο αυτό.

Με τον αναγκαστικό νόμο 332 τροποποιείται το σχετικό άρθρο 19 του ν.1640/1919 και οι νέες διατάξεις ορίζουν πλέον ότι οι αποσβέσεις που εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα για την εξεύρεση των κερδών των επιχειρήσεων δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια τα οποία θα αποφασίζει ειδική επιτροπή και τα οποία θα κοινοποιούνται μέσω διαταγμάτων.

Στην αιτιολογική έκθεση του αναγκαστικού νόμου αναφέρονται τα εξής:

Ενώ στο στο σχετικό άρθρο 19 του ν.1640 προστίθενται εδάφια τα οποία αναφέρουν :

Από το 1937 και μετά, με συνεχόμενα διατάγματα αναπροσαρμόζονται τα ανώτατα όρια αποσβέσεων.

Το πρώτο διάταγμα δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 19 της 23η Ιανουαρίου 1937

 

Το ίδιο έτος και συγκεκριμένα στις 9 Φεβ του 1937 στο ΦΕΚ Α’46 δημοσιεύεται ένα ακόμη διάταγμα με το οποίο ρυθμίζονται θέματα αποσβέσεων επισφαλών απαιτήσεων για τις τράπεζες καθώς και το ανώτατο όριο της απόσβεσης των βιομηχανοστασίων και των αποθηκών αυτών.

Το 1938 το Υπ. Οικονομικών εκδίδει εγκύκλιο με την οποία εφιστά την προσοχή προς τις εταιρίες για την διενέργεια αποσβέσεων.

Ακολούθησαν το 1939 το 1940 και το 1942 τρία νέα διατάγματα με τα οποία αναπροσαρμόζονταν οι ανώτατοι συντελεστές

Το 1939 (ΦΕΚ 460 30.10.1939) Το 1940 (ΦΕΚ 343 29.10.1940) Το κανονιστικό διάταγμα 1942 (ΦΕΚ 290 13.11.1942)

Το συγκεκριμένο διάταγμα προέβλεπε και νέες ρυθμίσεις σχετικά με τις αποσβέσεις, για τις οποίες εκδόθηκε και ερμηνευτική εγκύκλιος.

Στο διάταγμα γίνεται διάκριση των δαπανών συντήρησης και επισκευής και των δαπανών βελτίωσης οι οποίες προσαυξάνουν την αξία των παγίων. Επίσης προβλέπεται η εξ ολοκλήρου απόσβεση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων προσωρινής μορφής οι οποίες δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου.

Η ερμηνευτική εγκύκλιος :

Το 1945 δημοσιεύθηκε ο Αναγκαστικός νόμος 324 με τον οποίο αυξήθηκε το ποσοστό των αποσβέσεων επισκευής.

Ακολούθησαν τα εξής διατάγματα με τα οποία αναπροσαρμοζόντουσαν κάθε χρόνο τα ανώτατα όρια αποσβέσεων.

Β.Δ. της 31η Οκτωβρίου 1945 (ΦΕΚ 263)Β.Δ. της 31η Οκτωβρίου 1946 (ΦΕΚ 329)Β.Δ. της 1η Δεκεμβρίου 1947 (ΦΕΚ 264)Β.Δ. της 31η Οκτωβρίου 1948 (ΦΕΚ 285)Β.Δ. της 27ης Οκτωβρίου 1949 (ΦΕΚ 279)Β.Δ. της 9ης Νοεμβρίου 1950 (ΦΕΚ 262)Β.Δ. της 26ης Νοεμβρίου 1951 (ΦΕΚ 305)Β.Δ. της 17ης Νοεμβρίου 1952 (ΦΕΚ 326)Β.Δ. της 29ης Δεκεμβρίου 1953 (ΦΕΚ 354)Β.Δ. της 4ης Ιανουαρίου 1955 (ΦΕΚ 2)

Ενδιάμεσα και συγκεκριμένα το 1949 με τον αναγκαστικό νόμο 942 της 23η Απριλίου του 1949 (ΦΕΚ 96) τα ανώτατα όρια των αποσβέσεων από το 1948 και μετά για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις αυξάνονται κατά 50% με σκοπό την ενίσχυση της επαρχιακής βιομηχανίας .

Για τον ίδιο λόγο το 1952 με το Ν.Δ. 2176 της 6ης Αυγούστου του 1952 το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 100%

Το 1954 με το Νομοθετικό διάταγμα 2901 της 19ης Ιουλίου 1954 (ΦΕΚ 151) προβλέπεται πρόσθετη απόσβεση πέραν αυτών που όριζαν τα Βασιλικά Διατάγματα. Η πρόσθετη απόσβεση ορίζεται σε  2,5% για τα κτίσματα και σε 6% για τα λοιπά πάγια.

Το έτος 1955 με την δεύτερη μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση του Νεοελληνικού κράτους ψηφίζεται ο νόμος 3323 περί φορολογίας εισοδήματος με τον οποίον προβλέπεται (στο άρθρο 35) η έκπτωση από το ακαθάριστο εισόδημα των εμπορικών επιχειρήσεων των αποσβέσεων, τα ποσοστά των οποίο θα καθορίζονταν εκ νέου με νέα βασιλικά διατάγματα.
Το πρώτο βασιλικό διάταγμα για την εφαρμογή της διάταξης του νόμου 3323 εκδόθηκε την 17η Αυγούστου του 1955 (ΦΕΚ 218) Περί καθορισμού συντελεστών αποσβέσεων οικον. έτους 1955/56 των επιχειρήσεων των φυσικών προσώπων των υποκειμένων εις την φορολογίαν του εισοδήματος βάσει του Ν.Δ. 3323/1955.
ΠΑΥΛΟΣ


ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝΈχοντες ΰπ’ όψει τήν παράγραφον 3 του άρθρου 35 του  Νομοθετικού Διατάγματος 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος» και τήν ύπ’ άριθ. 567»55 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικράτειας, προτάσει του Ήμετέρού έπί των Οικονομικών Υπουργού, άπεφασίσαμεν και διατάσσομεν:


Αρθρον 1.


1. Διά τέν προσδιορισμόν του έξ εμπορικών επιχειρήσεων εισοδήματος των φυσικών προσώπων των υποκειμένων εις φόρον κατα τό οίκον, έτος 1955/56, Ταανώτατα όρια των έπιτρεπομένων εκπτώσεων έκ του ακαθαρίστου εισοδήματος της έπιχειρήσεως. των προβλεπομένων υπό του. άρθρου 35 του Νομοθετκού Δατάγματος 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος» καθορίζονται κατα τάς έπομένας διατάξεις του παρόντος.
 


2. Τα κατα τήν προηγουμένη παράγραφον ποσά εκπτώσεων υπολογίζονται έπί της εις δραχμάς αξίας των περιουσιακών στοιχείων της έπιχειρήσεως κατα τόν χρόνον της κτηςεως αυτων ή της προσηρμοσμένης άξίας των, συμφώνως πρός τάς διατάξεις του Β. Δ. της 7/7/1948 «περί νέας προσαρμογής των ίσολογισμών».


 



Άρθρον 2.

1. Aι ύπό της περιπτώσεως β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Νομοθετικού Διατάγματος 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος» προβλεπόμεναι δαπάναι», πρός συντήρησιν και επισκευήν μηχανημάτων και επαγγελματικών έν γένει έγκαταστάσεων επιτρέπεται, όπως έκπίπτωνται έξ ολοκλήρου έκ του ακαθαρίστου εισοδήματος της χρήσεως εντός της όποιας εγένοντο αύτα.
Εις τάς δαπάνας ταύτας δεν περιλαμβάνονται αί πρός βελτίωσιν των έγκαταστάσεων γενόμεναι τοιαΰται.

2. Ή άξια των ανταλλακτικών και έργαλείων επιτρέπεται όπως άποσβέννυται έξ ολοκλήρου έντός της χρήσεως καθ’ ήν τό πρώτον έχρησιμοποιήθησαν ταϋτα. 

 



Άρθρον 3.


1. Το ανώτατον όριον της υπό της περιπτώσεως στ παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Νομοθετικού Διατάγματος 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος» προβλεπομένης ετησίας άποσβέσεως των έγκαταστάσεων έν γένει, λόγω της έκ της χρήσεως και του χρόνου φθοράς των ορίζεται ώς ακολούθως :
α) Επί των μηχανημάτων παραγωγής και  διανομής κινητήριου δυνάμεως δι’ ηλεκτρικού ρεύματος ή δι’ ατμού εις έξ επι τοις έκατόν (6%).
β) Έπί των μηχανημάτων κινητήριου δυνάμεως διά κινητήρων έσωτερικής καύσεως εις δώδεκα και ήυισυ επι τοις έκατόν (12 1/1%).
γ) Έπί μεταλλικών δεξαμενών έναποθηκεύσεως υγρών καυσίμων εις τρία και ήμισυ επί τοις έκατόν (3 1/2%).
δ) Επί δικτύου σωληνώσεων, μετα σχετικών εξαρτημάτων, ύγρών καυσίμων εις πέντε επί τοίς έκατόν (5%).
ε) Έπί πάντων των λοιπών μηχανημάτων και έν γένει εκαταστάσεων της έπιχειρήσεως εις είκοσιν επι τοις εκατόν 20% προκειμένου περί ξενοδοχειακών έπιχειρήσεων, σανατορίων και ιδιωτικών κλινικών, και εις όκτώ επι τοις έκατόν (8 %) προκειμένου περί των λοιπών έπιχειρήσεων.
στ) Επι των μεταφορικών μέσων (ίππων, αμαξών, αυτοκινήτων, φορτηγών και έπιβατικών κλπ.), των μεν χρησιμόποιουμένων ύπό μή μεταφορικών έπιχειρήσεων εις είκοσιν επι τοίς έκατόν (20%), των δέ χρησιμοποιημένων ύπό μεταφορικών έπιχειρήσεων εις δέκα πέντε επι τοις έκατόν (15%).
ζ) Επί της άξίας των δοχείων μεταφοράς υγρών υλών
ί.βαρελιων κλπ. εις τριάκοντα επι τοις έκατόν (30%).
η) Έπί των σιδηροτροχιών και του τροχαίου υλικού των συγκοινωνιακών έπιχειρήσεων εις πέντε επι τοις έκατόν (5%) επι δέ των λοιπών χρησιμοποιούμενων μέσων και μηχανημάτων εις δέκα επι τοις έκατόν (10%).
 


θ)  Έπί αεροσκαφών προκειμένου μέν περί καινουργών τοιύτων εις είκοσιν επί τοίς εκατόν (20%), προκειμένου δέ περί ,εταχειρισμένων εις (20%) πλέον πέντε τοίς έκατόν (5 ο/ο» έκαστον έτος τό όποιον παρήλθεν άπό του έτους του επομένου του έτους της κατασκευής του αεροσκάφους, μέχρι  τους της κτήσεώς αύτου.


Επι πλοίων και λοιπών πλωτών μέσον χωρητικότητος φορτίου κατωτερας των 500 τόννων, εις είκ,οσιν επι τοις εκατόν (20%) διά το πρώτον έτος της έκμεταλλεύσεώς των ύπό Ελληνικήν σημαίαν,εις δέκα επι τοις εκατόν (10%) έτησίως διά το δεύτερον. τρίτον, τέταρτον και πέμπτον έτος και εις πέντε επί τοίς εκατόν (5%) έτησίως διά τό εκτον έτος και έκαστον: των έφεξής ετων.


 



Αρθρον 4.


1) Το ανώτατον όριον αποσβέσεως. προκειμένου περί έπιχειρήσεων χαρακτηριζόμενων ώς έπικινδύνων και έκ του λόγον τουτου μή γινομένων δεκτων  πρός άσφάλισιν, ορίζεται εις δέκα εξ επί τοις εκατόν (16%) ετησίως έπί των έν γένει εγκαταστάσεων των. 


 



2. Το άνώτατον όριον της ετησίας άποσβεσεως των επιχειρήσεων, των έχουσών σκοπόν την παραγωγήν πολεμικών ειδών μετ’ εκρηκτικών ύλών ορίζεται εις τριάκοντα τρία επι τοίς εκατόν (33%) έπι των έν γένει εγκαταστάσεων αυτων.


3. Αί έν τώ παρόντι άρθρο άναφερόμεναι έπιχειχήσεις δεν δικαιούνται εις ενέργειαν της κατα το άρθρον 3 του παρόντος άποσβεσεως. 
 


 



Αρθρον 5.
1. Αί έπιχειρήσεις λατομείων, έξορύξεως μεταλλευμάτων, ή άλλων ορυκτων ύλών, πλήν της κατα τό άρθρον  3 του παρόντος άποσβεσεως των έγκαταστάσεών των, δικαιούνται εις ένέργειαν ετησίας άποσβεσεως και έπί της αξίας των λατομείων ή μεταλλείων μέχρι ποσοστου οκτώ επι τοις εκατόν (8%).


2. Διά Τα έξοδα ερευνών περί της έκτάσεως και της άποδοσεως των μεταλλείων ή ορυχείων τό ποσοστόν της ετησίας άποσβεσεως ορίζεται μέχρις είκοσι πέντε επι τοίς εκατόν (25%) προκειμένου περί έρευνών έκτος της ‘Ελλάδος και μέχρις οκτώ επι τοις εκατόν (8%) προκειμένου περί ερευνών έκτος της ‘Ελλάδος. 

 



Αρθρον 6.


Διά τα έπιπλα και σκεύη, το ανώτατον όριον της ετησίας άποσβεσεως των ορίζεται ώς κάτωθι :
α) Έπί ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, σανατορίων και ιδιωτικών κλινικών έν γένει, εις πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%).
β) Έπί πασών των λοιπών επιχειρήσεων, εις εικοσιν επί τοίς εκατόν (20%). 

 



Αρθρον 7.


1. Διά τάς αποτελούσας περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεως οικοδομάς (πλήν βιομηχανοστασίων), το ποσοστόν της ετησίας αποσβέσεως ορίζεται μέχρι δύο και ήμισυ επί τοις εκατόν (2,5%).
Έπί οικοδομών ή τμημάτων τουτων ίδιο χρησιμοποιουμένων υπό ξενοδοχείων, σανατορίων και ίδιωτικών κλινικών εν γένει, το ποσοστόν της ετησίας αποσβέσεως ορίζεται μέχρις εξ επί τοις εκατόν 6%).

2. Έπί των ξηραντηρίων καπνού τύπου Βιρτζινια (VIRGINIA) τό ποσοστόν της ετησίας άποσβεσεως ορίζεται μέχρι τεσσαρα έπί .τοίς εκατόν (4%).

3. Έκ του ποσού της έπί τή βάσει του παρόντος αναγνωριζόμενης άποσβεσεως άφαιρείται ή κατα τάς διατάξεις πού άρθρου 20 του Νομοθετικού Διατάγματος 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος» παρεχόμενη άπόσβεσις, οριζόμενη είς 12% έπί του ακαθαρίστου εισοδήματος της άρθρο 8
 Τό άνώτατον δριον της ετησίας άποσβεσεως έπί των βιοΖηχανοστασίων και των παραρτημάτων και έξαρτημάτων αύτων ώς και των μετ’ αυτων συνεχομένων αποθηκών πρός άποθήκευσιν πρώτων ύλών και πρώτην έναπόίεσιν των σιομτχαν κών προϊόντων, ώς ταύτα νοούνται ύπό της διαταξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του Νομοθετικού Διατάγμα  «περί φορολογίας του εισοδήματος» όρίτοϊς εκατόν ( 5%) έπί της άξίας των.
 

 

Αρθρον 9.


1. Ή άξια των επιστημονικών περιοδικών και συγγραμμάτων, άτινα προμηθεύονται οί έλεύθεροι έπαγγελματίαι διά την παρακολούθησιν της επιστήμης των, καθώς και ή άξια των έργαλείων ή ανταλλακτικών χρησιμοποιημένων μηχανημάτων. επιτρέπεται όπως άποσβέννυται έξ ολοκλήρου εντός του έτους καθ’ ου ηγοράσθησαν.
2. Τό άνώτατον δριον της ετησίας άποσβεσεως των επίπλων, σκευών. μηχανών και λοιπών επαγγελματικών εγκσταστάσεων των’ έλευθέρων επάγγελμά των, ορίζεται εις είκοσι πέντε επι τοις έκατόν (25%).
2. Αί ένεργούμεναι αποσβέσεις δεν δύνανται νά ύπερβώση την αξίαν κτήσεως ή την προσηρμοσμένην τοιαύτην του άποσβεστέος στοιχείου. Αί αποσβέσεις υποχρεωτικός παύουσιν ένεργούμεναι άπό της συμπληρώσεως ποσού αύτων ίσου προς τήν άξίαν του άποσβεστέου στοιχείο».
 


Αρθρον 11.


1. Παρεκτός των άνωτάτων ορίων συντελεστων αποσβέσεων των και οριζομένων ύπό των κατατ’ ανωτέρω διατάξεων του παρόντος επιτρέπεται και πρόσθετος έτησία άπόσβεσις μέχρι 2,5% διά τα κτίσματα και 6 ο/ο διά τα λοιπά πάγια περιουσιακά στοιχεία και μόνον διά τάς άπό 22 Οκτώβριου 1947 και έφεξής ένεργηθείσας δαπάνας διά την ανέγερσι κτιρίων έξυπηρετουντων την έπιχείρησιν και διά τήν αγορά και έγκατάστασιν μηχανημάτων και έν γένει εγκαταστάσεων ή έπέκτασιν και βελτίωσίν ύπαρχουσών τοιούτων.
2. Ή κατα τήν προηγουμένην παράγραφον πρόσθετος άπόσβεσις όμού μετα της κανονικής το’αύτης, της παρεχόμενης έπί τή βάσει των διατάξεων του παρό,τος. δεν δύναται νά ύπερβή τήν άξίαν κτησεως των άποσβεστέων περιουσιακών στοιχείων.
 


 



Αρθρον 12.



1. Τα κατα τα προηγούμενα άρθρα ποσοστά αποσβέσεων  Τα οριζόμενα διά τάς έμπορικάς επιχειρήσεις εφαρμόζονται και προκειμένου περί των γεωργικών επιχειρήσεων, περί των προβλέπουσιν αί διατάξεις των άρθρων 38 και 39 του Νομοθετικού Διατάγματος 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος».

Ακολούθησαν τα εξής βασιλικά διατάγματα για την εφαρμογή του άρθρου 35 του νόμου 3323/1955:

-Β.Δ. της 23ης Ιανουαρίου 1956 (ΦΕΚ 31)-Β.Δ. της 22ας Ιανουαρίου 1957 (ΦΕΚ 8)-Β.Δ. της 16ης Δεκεμβρίου 1957 (ΦΕΚ 254)και το τελευταίο βασιλικό διάταγμα που καθόρισε τα ανώτατα όρια των αποσβέσεων, ήταν αυτό της 16ης Ιανουαρίου 1959 (ΦΕΚ 12)

Το 1957 με το νομοθετικό διάταγμα 3765 και συγκεκριμένα με το άρθρο 11 θεσπίστηκε πρόσθετη απόσβεση σε ποσοστό 50% επί των ανώτατων ορίων αποσβέσεων για ορισμένους κλάδους βιομηχανικών, βιοτεχνικών κλπ επιχειρήσεων.  Η πρόσθετη απόσβεση αυτή ίσχυσε μόνο για τις επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν από 1.1.1958 έως 31.12.1962.

Ακολούθησε το  της 17/24 Μαρτίου 1959 (ΦΕΚ Α΄54) Περί καθορισμού των
παραγωγικών κλάδων επιχειρήσεων δικαιουμένων της προσθέτου αποσβέσεως
του άρθρο 11 του Ν.Δ. 3765/1957,
στο οποίο αναφέρονταν αναλυτικά οι 51 παραγωγικοί κλάδοι των οποίων οι επιχειρήσεις μπορούσαν να διενεργούν τις ως άνω πρόσθετες αποσβέσεις.

Οι ανώτατοι συντελεστές αποσβέσεων που προέβλεπε το βασιλικό διάταγμα του 1959 ίσχυσαν μέχρι το 1971.

Με το ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1077 της 27ης/12 1971 (ΦΕΚ Α΄273) τροποποιείται το σχετικό άρθρο του νόμου 3323/1955 και η διενέργεια των αποσβέσεων γίνεται πλέον ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ.

Στο ίδιο ΦΕΚ δημοσιεύθηκε και το Νομοθετικό διάταγμα 1078 προς ενίσχυσιν της περιφεριακής αναπτύξεως. Το νομοθετικό διάταγμα προέβλεπε την αύξηση των συντελεστών των αποσβέσεων στις βιομηχανικές τις μεταλευτικές και τις βιοτεχνικές αναλόγως των φυλακών και του τόπου εγκατάστασης (όπου φυλακαί σημαίνει βάρδιες εργατών).

Από το 1973 και μετά τα ποσοστά των αποσβέσεων καθορίστηκαν με Προεδρικά Διατάγματα.

Το πρώτο προεδρικό διάταγμα ήταν το υπ’ αριθ. 88 της 7/23 Ιουλ. 1973 (ΦΕΚ Α΄153)  Περί καθορισμού συντελεστών αποσβέσεων. Με το Π.Δ. αυτό θεσπίστηκε καθορισμένο ποσοστό ανά κατηγορία παγίων και όχι ανώτατο όριο συντελεστή.

Ακολούθησε το προεδρικό διάταγμα  υπ΄αριθ. 100 της 16 Απρ./5 Μαΐου 1998 (ΦΕΚ Α΄96) «Καθορισμός συντελεστών αποσβέσεων» .

Στο συγκεκριμένο προεδρικό διάταγμα προβλέφθηκε ειδική διάταξη για τις νέες επιχειρήσεις: «Αρθρο 1 …2.Η διενέργεια των αποσβέσεων κατ’ έτος και με τα οριζόμενα δια του
παρόντος ποσοστά είναι υποχρεωτική. Ειδικότερα οι νέες επιχειρήσεις για
τις τρεις (3) πρώτες διαχειριστικές χρήσεις που έπονται της χρήσης μέσα
στην οποία άρχισε η παραγωγική λειτουργία τους, δύνανται να προβούν σε
απόσβεση
όλων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων τους είτε με συντελεστή μηδέν τα
εκατό (0 %) είτε με συντελεστή πενήντα τα εκατό (50 %) του ισχύοντος
ποσοστού, με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής απόσβεσης που θα επιλεγεί
από την επιχείρηση δεν θα μεταβάλλεται από διαχειριστική χρήση σε
διαχειριστική χρήση. «

Θεσπίστηκε επίσης η φθίνουσα μέθοδος απόσβεσης.

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’΄ ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΑΠΟΣΒΕΣΕΩΝ ΦΘΙΝΟΥΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΥ Άρθρ.13.-1.Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος, ως μηχανήματα και λοιπός μηχανολογικός ή τεχνικός εξοπλισμός παραγωγής θεωρούνται τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος: α)στις παραγράφους 1 (εκτός της περίπτωσης ιστ’), 5, 7 (εκτός των περιπτώσεων α’ και β’), 8, 9, 11 12 και 14 (εκτός των περιπτώσεων α’, β’, δ’ και ε’) του άρθρου 4, β)στην περίπτωση β’ της παραγράφου 15 του ίδιου άρθρου, με την προϋπόθεση ότι αυτά τα πάγια περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία και γ)στην παράγραφο 4 του άρθρου 6. 2.Για τον υπολογισμό των τακτικών αποσβέσεων με τη φθίνουσα μέθοδο, τα ποσοστά των αποσβέσεων, που προβλέπονται για τη σταθερή μέθοδο από τις διατάξεις του παρόντος, πολλαπλασιάζονται για κάθε πάγιο περιουσιακό στοιχείο, με συντελεστή τρία (3). 3.Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο προκύπτοντες συντελεστές αποσβέσεων της φθίνουσας μεθόδου υπολογίζονται επί του εκάστοτε υπολοίπου της αναπόσβεστης αξίας κάθε πάγιου περιουσιακού στοιχείου. «

Το τελευταίο προεδρικό διάταγμα που προέβλεπε συντελεστές αποσβέσεων ήταν το ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ΄ αριθ. 299 της 29 Οκτ./4 Νοεμ. 2003 (ΦΕΚ Α΄255) «Καθορισμός κατώτερων και ανώτερων συντελεστών απόσβεσης»

Στο συγκεκριμένο προεδρικό διάταγμα ορίστηκαν συντελεστές ανώτατοι και κατώτατοι για την διενέργεια των αποσβέσεων. Σημειώνεται ότι οι κατηγορίες των συντελεστών ξεπερνούσαν τις 150. Οι συντελεστές αυτοί ίσχυσαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012.

Δέκα χρόνια αργότερα  η τρόικα ή αλλιώς «θεσμοί» δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τις αποσβέσεις με τόσους πολλούς συντελεστές και έτσι  με τον νόμο 4110/2013 τροποποιείται το σχετικό άρθρο του ΚΦΕ καταργείται ουσιαστικά το Π.Δ. 299/2003 ενώ θεσπίζονται νέοι λιγότεροι συντελεστές αποσβέσεων ανά πάγιο περιουσιακό στοιχείο και κλάδο οικονομικής
δραστηριότητας
, σύμφωνα με την ταξινόμηση NACE rev2. Η συγκεκριμένη τροποποίηση έγινε απευθείας στο άρθρο 31 του ΚΦΕ (ν.2238/1994). Οι συντελεστές αυτοί θα ισχύσουν ουσιαστικά για μια χρονιά (το 2013). Η συνέχεια θα πρέπει να σας είναι ήδη γνωστή. Από 1.1.2014 ισχύει ο νέος ΚΦΕ (ν.4172/2013) και οι νέοι συντελεστές των Φορολογικών αποσβέσεων προβλέπονται στο άρθρο 24.

Η διάκριση μεταξύ λογιστικών [η απόσβεση γίνεται με βάση την Ωφέλιμη οικονομική ζωή (useful economic life): Η εκτιμώμενη περίοδος στην οποία ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να χρησιμοποιείται οικονομικά ή ο αριθμός των παραγομένων ή παρόμοιων μονάδων που αναμένεται να αποκτηθούν από το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο] και φορολογικών αποσβέσεων γίνεται με την έλευση των ΕΛΠ (Ν. 4308/2014), από 1.1.2015.

Καλή συνέχεια.

Πηγή: Taxheaven