Η Φορολογική αρχή έχει δικαίωμα να μη χορηγεί σε υποκείμενο στο ΦΠΑ το δικαίωμα έκπτωσης όταν λόγω παραβάσεων δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκπτωσης του φόρου
Με μια πρόσφατη δίκη του το Ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι η μη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ που θα καθιστούσε δυνατή την
επιβολή του ΦΠΑ και τον έλεγχο από τις φορολογικές αρχές δύναται να
παρακωλύσει την ορθή είσπραξη του φόρου και, συνακόλουθα, να υπονομεύσει
την εύρυθμη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, το
δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεωρούν τις παραβάσεις
αυτές φοροδιαφυγή και να μη χορηγούν στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα
έκπτωσης.Στην συγκεκριμένη υπόθεση, εταιρία η οποία εδρεύει στην Ρουμανία διεγράφη από το μητρώο
ΦΠΑ, λόγω του γεγονότος ότι δεν υπέβαλε, εντός της προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας, τις δηλώσεις
ΦΠΑ για το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2011 και για το πρώτο και δεύτερο
τρίμηνο του έτους 2012. Η συγκεκριμένη εταιρία δεν
υπέβαλε επίσης δηλώσεις από τον Αύγουστο του έτους 2012 έως τον
Ιούλιο του έτους 2013, μολονότι εξακολουθούσε να εκδίδει τιμολόγια με
ΦΠΑ με αποτέλεσμα οι φορολογικές αρχές να μην της αναγνωρίσουν το
δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ για την περίοδο αυτή.Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ήταν ορθή η άρνηση σε υποκείμενη στον φόρο εταιρία να εκπέσει
τον ΦΠΑ που καταβλήθηκε επί των εισροών με τα παρακάτω βασικά σκεπτικά : – Ο αποκλεισμός από το δικαίωμα έκπτωσης λόγω μη τηρήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο των υποχρεώσεων συμβατότητας και υποβολής δηλώσεων βαίνει προδήλως πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως των εν λόγω υποχρεώσεων, καθόσον το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν, εφόσον είναι απαραίτητο, πρόστιμο ή χρηματική ποινή ανάλογη με τη βαρύτητα της παραβάσεως.- Αυτό δεν ισχύει αν η μη τήρηση των εν λόγω τυπικών προϋποθέσεων έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η μετά βεβαιότητας απόδειξη της πλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων. – Η άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος έκπτωσης είναι δυνατή αν αποδεικνύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι το εν λόγω δικαίωμα προβάλλεται δολίως ή καταχρηστικώς.-Δυνάμει του άρθρου 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, για τη γένεση του δικαιώματος έκπτωσης, πρέπει, αφενός, ο ενδιαφερόμενος να είναι «υποκείμενος στον φόρο» υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, τα αγαθά και οι υπηρεσίες των οποίων γίνεται επίκληση προς θεμελίωση του δικαιώματος αυτού πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο από τον υποκείμενο στον φόρο για τις ανάγκες των δικών του φορολογητέων πράξεων και, σε επίπεδο εισροών, τα εν λόγω αγαθά πρέπει να παραδίδονται ή οι υπηρεσίες να παρέχονται από άλλον υποκείμενο στον φόρο.-Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ακόμη και αν η μη τήρηση των τυπικών υποχρεώσεων που υπέχει η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη δεν εμποδίζει τη μετά βεβαιότητας απόδειξη της τηρήσεως των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ επί των εισροών, οι περιστάσεις αυτές είναι ικανές να αποδείξουν την απλούστερη περίπτωση φοροδιαφυγής, όπου ο υποκείμενος στον φόρο παραλείπει εσκεμμένα να τηρήσει τις τυπικές υποχρεώσεις που υπέχει προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του σχετικού φόρου.- Ειδικότερα, η μη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ που θα καθιστούσε δυνατή την επιβολή του ΦΠΑ και τον έλεγχο από τις φορολογικές αρχές δύναται να παρακωλύσει την ορθή είσπραξη του φόρου και, συνακόλουθα, να υπονομεύσει την εύρυθμη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεωρούν τις παραβάσεις αυτές φοροδιαφυγή και να μη χορηγούν στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα έκπτωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C-332/15, EU:C:2016:614, σκέψη 56).-Βάσει των ανωτέρω, τα άρθρα 167 έως 169 και 179, το άρθρο 213, παράγραφος 1, το άρθρο 214, παράγραφος 1, και το άρθρο 273 της οδηγίας 2006/112 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στη φορολογική αρχή να μη χορηγήσειν σε υποκείμενο στον φόρο το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ όταν διαπιστώνεται ότι, λόγω των παραβάσεων που καταλογίζονται σε αυτόν, η φορολογική αρχή δεν είχε στη διάθεσή της τα αναγκαία στοιχεία για να διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ που καταβλήθηκε επί των εισροών από τον υποκείμενο στον φόρο ή ότι ο τελευταίος ενήργησε δολίως για να αποκτήσει το εν λόγω δικαίωμα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου