Η τήρηση των εμπορικών – λογιστικών βιβλίων από το 1835 έως το 1948 – Ο εμπορικός νόμος και το χαρτόσημο.
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Άρθρ.8.-Πας έμπορος, εκτός των άλλων βιβλίων τα οποία είναι μεν εν χρήσει εις το εμπόριον, αλλ’ όχι και απαραιτήτως αναγκαία, οφείλει να έχη έν βιβλίον ονομαζόμενον ημερολόγιον, παριστάνον αφ’ ημέρας εις ημέραν την περιουσίαν και τα χρέη του, τας εμπορικάς του εργασίας, τας συναλλαγματικάς του διαπραγματεύσεις, τας αποδοχάς ή οπισθογραφήσεις, και έν γένει πάν ό,τι λαμβάνει ή πληρώνει εφ’ οιωδήποτε λόγω, και φανερώνουν κατά μήνα το ποσόν της οικιακής του δαπάνης.
Χρεωστεί να θέτη εις φάκελλον τας οποίας λαμβάνει επιστολάς και ν’ αντιγράφη εις βιβλίον όσας αποστέλλει.
Άρθρ.9.-Χρεωστεί να κάμνη κατ’ έτος ιδιόγραφον απογραφήν των κινητών και ακινήτων πραγμάτων του και της περιουσίας και του χρέους του και να την αντιγράφη κατ’ έτος εις ειδικόν επί τούτου βιβλίον.
Άρθρ. 10.-Το ημερολόγιον και το των απογραφών βιβλίον πρέπει να μονογραφώνται και να θεωρώνται άπαξ του ενιαυτού. Το προς αντιγραφήν των επιστολών βιβλίον δεν υπόκειται εις ταύτην την διατύπωσιν.
Όλα δε τα βιβλία πρέπει να συντάσσωνται κατά χρονολογικήν τάξιν, χωρίς άγραφα διαστήματα, χάσματα, ή παραπομπάς εις το περιθώριον.
Άρθρ.11.-Τα βιβλία τα οριζόμενα εν τοίς ανωτέρω 8 και 9 άρθροις πρέπει να αριθμώνται, μονογραφώνται, και θεωρώνται (είτε παρά τινος των εμποροδικών είτε παρά του δημάρχου ή ενός των παρέδρων του) κατά τον συνήθη τύπον και δωρεάν.
Οι έμποροι οφείλουν να διατηρούν τα βιβλία ταύτα επί δέκα έτη.
Άρθρ.12.-Τα τακτικώς συντεταγμένα εμπορικά βιβλία δύναται να παραδεχθή ο δικαστής ως απόδειξιν εις τας μεταξύ εμπόρων περί εμπορικών υποθέσεων διαφοράς.
Άρθρ.13.-Τα βιβλία τα οποία χρεωστούν να έχουν οι μετερχόμενοι το εμπόριον, αν δεν εφυλάχθησαν αι ανωτέρω ορισθείσαι διατυπώσεις, δεν ημπορούν να προσαχθώσιν ουδέ να παρέξωσι πίστιν ενώπιον δικαστηρίου υπέρ των εχόντων αυτά, μη αθετουμέων εκ τούτου των περί πτωχεύσεως και χρεωκοπίας ωρισμένων.
Άρθρ.14.-Το δικαστήριον δεν δύναται να διατάξη την ενώπιον αυτού εμφάνισιν των βιβλίων και των απογραφών, ειμή οσάκις πρόκειται περί κληρονομίας, κοινότητος υπαρχόντων, διαλύσεως εταιρείας, και εν περιπτώσει πτωχεύσεως.
Άρθρ.15.-Διαδικαζομένης τινός υποθέσεως, ο δικαστής δύναται και αυτεπαγγέλτως να διατάξη την εμφάνισιν των βιβλίων, δια να λάβη αντίγραφα των αφορώντων την δικαζομένην υπόθεσιν χωρίων.
Άρθρ.16.-Εάν τα βιβλία των οποίων η εμφάνισις επροσφέρθη, εζητήθη, ή διετάχθη ευρίσκωνται μακράν της καθέδρας του δικαστηρίου του επιλαβομένου της υποθέσεως, οι δικασταί δύνανται να παραγγείλουν εις το τοπικόν δικαστήριον των εμποροδικών ή να διατάξουν ένα των ειρηνοδικών να εξετάση τα βιβλία ταύτα, και να κάμη έγγραφον έκθεσιν περί του περιεχομένου, και να την στείλη εις το επιλαβόμενον της υποθέσεως δικαστήριον.
Άρθρ.17.-Εάν εκείνος του οποίου τα βιβλία προβάλλονται ως παρεκτικά πίστεως δεν θέλη να τα εμφανίση, ο δικαστής δύναται να επαγάγη όρκον εις τον άλλον διάδικον.
…..
5)εάν δεν ετήρησε τα υπό του άρθρου 8 του νόμου διαγραφόμενα εμπορικά βιβλία και δεν συνέταξεν εγκαίρως ακριβή απογραφήν της περιουσίας του, ή τα βιβλία και η απογραφή αυτού είναι ατελή και άτακτα ή δεν παραστάνωσι την ενεργητικήν και παθητικήν αυτού κατάστασιν, αλλ’ άνευ δόλου, ή το ημερολόγιον και το βιβλίον των απογραφών δεν είναι μονογραφημένα κατά το άρθρον 10 του Εμπορικού Νόμου.
Στην εγκύκλιο του το υπ. οικονομικών που ακολούθησε για την ερμηνεία του Νόμου ΒΡΙΒ’ του 1892 αναφέρεται ότι ο κάθε έμπορος εκτός των άλλων βιβλίων πρέπει να τηρεί και το ονομαζόμενο «ημερολόγιον» και συνάμα να διενεργεί απογραφή των κινητών και ακίνητων πραγμάτων, της περιουσίας και του χρέους.
Το πρόστιμο κρίθηκε αναγκαίο καθώς είχε αποδειχθεί ότι πολλοί έμποροι τα ενημέρωναν μόνο κατά την πτώχευσή τους προς καταδολίευση των συμφερόντων των πιστωτών τους.
Το πρόστιμο ήταν ίσο με τον φόρο επιτηδεύματος.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών, η τήρηση των βιβλίων δεν χρειάζονταν και κάποια ιδιάζουσα γραμματική ικανότης.
Κατά το άρθρον 1 Εμπ.Ν. «έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικάς και κύριον (σύνηθες) επάγγελμα έχουν την εμπορίαν».Κατά την εκ της πείρας και της νομολογίας δοθείσαν ερμηνείαν, έμποροι μετερχόμενοι πράξεις εμπορικάς εισίν εκείνοι οίτινες αγοράζουσι και μεταπωλούσιν εμπορεύματα, εμπορεύματα δε εισί πάντα τα εις τον ανθρώπινον βίον χρειώδη αντικείμενα. Και κοινώς μεν ως έμποροι υπολαμβάνονται όσοι, αγοράζοντες προς μεταπώλησιν εμπορεύσιμα είδη, αποταμιεύουσι ταύτα εν καταστήμασιν, ή εν αποθήκαις, εξ ων εξάγουσι ταύτα εν ώρα μεταπώλησεώς των προς ετέρους. Γενικώτερον όμως και νομικώτερον εμπορικάς πράξεις μετέρχεται και ο αγοράζων οιονδήποτε αντικείμενον, προς τον σκοπόν της υποβολής αυτού εις κατεργασίαν ή παρασκευήν οιανδήποτε, και μετ’ αυτήν μεταπωλών τούτο εις ετέρους. Εις την κατασκευήν ταύτην υπάγονται αναμφισβητήτως και οι οιανδήποτε βιομηχανίαν μετερχόμενοι.
Προκειμένου όμως ενταύθα να εξετασθή το θέμα τούτο εν σχέσει προς την υπό του Εμπορικού Νόμου επιβαλλομένην υποχρέωσιν της τηρήσεως καθημερινού και βιβλίου απογραφών, και προς την εφαρμογήν της υπό του νόμου περί χαρτοσήμου επιβαλλομένης φορολογίας των βιβλίων τούτων, εύλογον είναι να μη επεκταθή η υποχρέωσις αύτη πέραν του προσήκοντος.
Ευχερής είναι εις τους επιτετραμμένους την εφαρμογήν του νόμου περί χαρτοσήμου η διάκρισις των μετερχομένων εμπορικάς πράξεις από τους απλούς επιτηδεματίας.
Συμβαίνει μεταξύ των μετερχομένων έν και το αυτό επιτήδευμα να ώσι τινές μεν απλοί επιτηδευματίαι, τίνες δε να μετέρχωνται και εμπορικάς πράξεις.
Υπάρχουσιν, επί παραδείγματι, ράπται, οίτινες ασκούσιν απλώς το επιτήδευμα τούτο, εργαζόμενοι επί των παρεχομένων αυτοίς υπό των πελατών των ειδών, αλλ’ υπάρχουσι και ράπται οίτινες, κοινώς αποκαλούμενοι εμπορορράπται, αγοράζουσι και έχουσιν εν τοις καταστήμασιν αυτών τα εις ιματισμόν μεταβλητέα είδη, άτινα και μεταπωλούσι, προστιθέμενοι εις ταύτα το αντίτιμον τις ιδίας εργασίας.
Οι τελευταίοι ούτοι εισί βεβαίως έμποροι και οφείλουσι να τηρώσι καθημερινόν και βιβλίον απογραφών.
Υπάρχουσι λαχανοπώλαι και οπωροπώλαι οίτινες, αγοράζοντες, αποταμιεύουσιν εν τοις καταστήμασιν αυτών τα λάχανα και τας οπώρας και μεταπωλούσι ταύτα. Ούτοι μετέρχονται εμπορικήν πράξιν και οφείλουσι να τηρώσι καθημερινόν και βιβλίον απογραφών.
Υπάρχουσιν όμως και λαχανοπώλαι και οπωροπώλαι οίτινες δεν τηρούσι καταστήματα, αλλ’ εν ταις οδοίς πωλούσιν ο, τι την αυ-τήν ημέραν εκ λαχανικήπου ή περιβολίου τινός επρομηθεύθησαν. Οι τοιούτοι βεβαίως δεν είναι υπόχρεοι εις τήρησιν βιβλίου. Εν γένει δε οι πλανόδιοι επαγγελματίαι, οίτινες, ως εκ του είδους του έργου των, διατελούσιν εις πλήρη αδυναμίαν προς τήρησιν βιβλίων εισίν ευλόγως εξηρτημένοι της υποχρεώσεως ταύτης.
Εξηρτημένοι ωσαύτως είναι και οι μετερχόμενοι ημεροβίως επαγγέλματά τινα, προσαπαιτούνται μεν την εντός της αυτής ημέρας αγοράν και μεταπώλησιν ειδών τινων, αλλά μη καθιστώντα αναγκαίαν την τήρησιν βιβλίων.
Εις την τελευταίαν ταύτην κατηγορίαν υπάγονται, επί παραδείγματι, εκείνοι οίτινες, αγοράζοντες εκ κρεοπωλείου, παρασκευάζουσιν εν τινι γωνία καταστήματος, εις άλλον ανήκοντος, τρόφιμα είδη.
Εν γένει δε δέον να σημειωθή ενταύθα, προς οδηγίαν των επιτετραμένων την εφαρμογήν του νόμου, ότι σκοπός αυτού δεν είναι να επιβληθή η κράτησις καθημερινού και βιβλίου απογραφών ειμή εις εκείνους οίτινες δύνανται και οφείλουσιν, ένεκα των οποίων διεξάγουσιν εμπορικών πράξεων, να τηρώσιν εμπορικά βιβλία.
Του λόγου γενομένου περί βιβλίων απογραφών, τα οποία οφείλουσι να τηρώσιν οι έμποροι, επάναγκες είναι να σημειωθή ενταύθα ότι, κατά το άρθρον 9 Εμπορικού Νόμου, το βιβλίον των απογραφών δέον να είναι ειδικόν βιβλίον, δεν δύναται δε τούτο να συγχωνεύηται εις το καθολικόν ή έτερον βοηθητικόν βιβλίον, ως ισχυρίσθησάν τινες.
Εάν όμως έμπορός τις προτιμά, λόγω ευκολίας, να εγγράφη εις έτερον βιβλίον τας εγγραφάς αίτινες εισί προωρισμέναι δια το βιβλίον των απογραφών, οφείλει να υποβάλη το βιβλίον τούτο εις το νόμιμον τέλος του χαρτοσήμου, ίνα μη υποβληθή εις το πρόστιμον το υπό του νόμου οριζόμενον.
1.Η εποπτεία, προκειμένου περί της λειτουργίας της εταιρίας περιλαμβάνει ιδία την τήρησιν των διατάξεων του Νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων, την εξακρίβωσιν της αλήθειας του ισολογισμού διά της εξετάσεως και επαληθεύσεως των εταιρικών βιβλίων, των ταμείων του χαρτοφυλακείου και της λοιπής κινητής και ακινήτου περιουσίας της εταιρίας , την κατά τας γενικάς συνελεύσεις παράστασιν ως αντιπροσώπου του Υπουργού του Εμπορίου, υπαλλήλου του Υπουργείου τούτου, οσάκις ο Υπουργός κρίνη τούτο χρήσιμον…..
Στο ίδιο έτος και συγκεκριμένα στο ΦΕΚ της 29ης Οκτωβρίου με το βασιλικό διάταγμα περι κωδικοποιήσεων των διατάξεων των νόμων 1023 και 2192 θεσπίστηκε διάταξη για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων των αλλοδαπών ανωνύμων ασφαλιστικών εταιριών που λειτουργούσαν στην Ελλάδα
Το 1922 εκδόθηκε το δεύτερο Β.Δ «περί των λογιστικών βιβλίων της Ενώσεως Γεωργικών συνεταιρισμών»
Η ισχύς του παρόντος Δ/τος άρχεται από της 1ης Φεβρ. 1931.
Η διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου προέβλεπε:
2.Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον βιβλία υποχρεούται ο φορολογούμενος να φυλάττη επί πενταετίαν τουλάχιστον από της τελευταίας εγγραφής εκάστου βιβλίου.
Από το 1835 έως και το 1947 οι επιπτώσεις από την μη τήρηση των εμπορικών – λογιστικών βιβλίων όπως είδαμε παραπάνω δεν ήταν ικανές για να πείσουν όλους του υπόχρεους για την τήρηση αυτών.
Πολλοί επιτηδευματίες θεωρούσαν τα περιεχόμενα των βιβλίων ως ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και ελλείψει ειδικού νομοθετικού πλαισίου δεν επιδείκνυαν αυτά στους υπαλλήλους της «φροοτεχνικής υπηρεσίας» .
Καλό Σαββατοκύριακο.