Κ. Καραμάνης: Υψηλό κόστος συμμόρφωσης στο φορολογικό πλαίσιο
Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) και ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ) που ψηφίστηκαν το 2013 διακρίνονται από σύγχρονη φιλοσοφία και σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσαν τομή, αν και νομοθετήθηκαν κάτω από πιεστικές συνθήκες. Σήμερα, με την εμπειρία υπερ-πενταετούς εφαρμογής, χρειάζονται λελογισμένες βελτιωτικές παρεμβάσεις και είναι ιδιαίτερα θετικό ότι το κυβερνητικό επιτελείο προετοιμάζει ήδη σχετικό νομοθέτημα.Πέραν της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στο πλαίσιο των δημοσιονομικών σχεδιασμών και της βελτίωσης κάποιων ρυθμίσεων, δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία για ουσιαστική βελτίωση της σαφήνειας και της εσωτερικής συνοχής του κειμένου αλλά και την ευθυγράμμιση με τη λογιστική ορολογία και πρακτική (λογιστικά πλαίσια). Τέτοιες παρεμβάσεις θα βελτιώσουν τη λειτουργικότητα του νόμου, θα μειώσουν σημαντικά τη νομική ανασφάλεια και γενικότερα το κόστος συμμόρφωσης.Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα της φορολογίας στην Ελλάδα δεν προέρχεται από τους δύο κώδικες, αλλά από τη δευτερογενή νομοθεσία που ακολούθησε: χιλιάδες ερμηνευτικές εγκύκλιοι, αποφάσεις και θέσεις της διοίκησης. Δυστυχώς, η συγγραφή των εν λόγω ερμηνευτικών κειμένων ακολούθησε τη λογική του προϊσχύοντος φορολογικού πλαισίου του ν. 2238/1994, το οποίο εν πολλοίς αναπαράχθηκε, ακόμη και ανεξάρτητα από το κείμενο των νέων ρυθμίσεων. Συγκεκριμένα, τα κείμενα της δευτερογενούς νομοθεσίας:α) Έχουν αδικαιολόγητα μεγάλο όγκο (χιλιάδες έγγραφα, δεκάδων χιλιάδων σελίδων), σε βαθμό που ουδείς (φορολογούμενος ή κρατικό όργανο) μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι σε θέση να μελετήσει και κατανοήσει επαρκώς.β) Παρουσιάζουν συχνά σημαντικές αποκλίσεις από το κείμενο των κωδίκων και, συνεπώς, τίθεται το ερώτημα τι υπερισχύει εν προκειμένω, η επίλυση του οποίου προϋποθέτει ατέρμονες δικαστικές διαδικασίες.γ) Διακρίνονται συχνά από ασάφεια στη διατύπωση, κενά, αντιφάσεις και έλλειψη εσωτερικής συνοχής.Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω με τη συσσώρευση της νομολογίας των δικαστηρίων και τη διαρκώς αυξανόμενη (και ηλεκτρονική) γραφειοκρατία, τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας (που ορθότατα μειώνονται), τη σύγχυση ως προς τον χρόνο παραγραφής και το ατέρμονο της δικαστικής οδού, δεδομένων των χρόνιων αδυναμιών του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.Συνοπτικά, το ελληνικό φορολογικό πλαίσιο πάσχει από υψηλό κόστος συμμόρφωσης και έλλειψη ασφάλειας δικαίου. Η κατάσταση αυτή συμβάλλει σημαντικά ώστε η Ελλάδα να εξακολουθεί να αποφεύγεται ως επενδυτικός προορισμός, ιδίως για μικρού και μεσαίου μεγέθους επενδυτές του εξωτερικού, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα στήριξης των κρατών προέλευσης που ενδεχομένως απολαμβάνουν οι μεγάλοι, παγκόσμιοι επενδυτές.Διορθωτικές κινήσεις για την αντιστροφή της κατάστασης πρέπει να γίνουν από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), δεδομένου ότι η δευτερογενής νομοθεσία εμπίπτει στην αρμοδιότητά της (ν. 4389/2016). Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ΑΑΔΕ έχει παραγάγει, κατά τα λοιπά, σημαντικό έργο (είσπραξη φόρων, ψηφιοποίηση της επαφής φορολογουμένου και φορολογικής διοίκησης κ.λπ.).Ωστόσο, η περαιτέρω ενίσχυση της Αρχής απαιτεί παρεμβάσεις, ενδεχομένως και νομοθετικές, στην οργανωτική της δομή, στην κατεύθυνση της αναβάθμισης του διοικητικού της μοντέλου, με την ενίσχυση του προβλεπόμενου Συμβουλίου Διοίκησης. Το εν λόγω όργανο πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκή μέσα και φυσικά όλες τις αρμοδιότητες, εξουσίες και ευθύνες ενός σύγχρονου οργάνου διακυβέρνησης. Να χαράσσει στρατηγική, να λειτουργεί εποπτικά και καθοδηγητικά έναντι της εκτελεστικής λειτουργίας της Αρχής, αλλά και ως όργανο δημόσιου απολογισμού της Αρχής.Στόχος άμεσης προτεραιότητας είναι η απλοποίηση της δευτερογενούς νομοθεσίας, η ουσιαστική βελτίωση της ασφάλειας δικαίου και η συνεπακόλουθη μείωση του κόστους συμμόρφωσης. Με την ψήφιση του αναμενόμενου φορολογικού νομοσχεδίου, απαιτείται να εκδοθεί για κάθε ένα από τα δύο νομοθετήματα (ΚΦΕ – ΚΦΔ) μία και μοναδική ερμηνευτική εγκύκλιος: πλήρης, ολοκληρωμένη, σαφής, εσωτερικά συνεπής και σε λογική έκταση, κατά τη διεθνή πρακτική.Με βάση τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή εμπειρία, η μέγιστη δυσχέρεια ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι οι χρόνια κατεστημένες αντιλήψεις και ειδικότερα η εσφαλμένη κατανόηση για τα πραγματικά συμφέροντα διαφόρων επαγγελματικών ομάδων. Τα πραγματικά συμφέροντα των εμπλεκόμενων μερών θα προωθηθούν μόνο με την ανάπτυξη της οικονομίας.Ο κ. Κωνσταντίνος Καραμάνης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής