«Μείζον αγαθό για τον νομικό κόσμο της Ευρώπης η προστασία από απολύσεις χωρίς «βάσιμο λόγο»» – Άρθρο του προέδρου του ΔΣΑ
Η κατάργηση του άρθρου 48 Ν. 4611/2019 (ΦΕΚ-73 Α/17-5-19) με την τροπολογία της τελευταίας στιγμής την περασμένη Πέμπτη από τον υπουργό Εργασίας (τροπολογία υπ’ αριθμ. 28/16/8.8.2019) εγείρει σοβαρό προβληματισμό, τόσο ως προς τη νομοπαραγωγική διαδικασία όσο και ως προς την ουσία της νέας ρύθμισης.Συγκεκριμένα:α. Προκαλεί κατάπληξη, όταν μια μόνο μέρα (!) μετά τη δημοσίευση του νόμου 4622/2019 (ΦΕΚ Α’ 133/07.08.2019), που κατοχυρώνει τις αρχές της καλής νομοθέτησης, και ιδίως την «ανοιχτή διαδικασία», ήτοι τη διαφάνεια μέσω της προσβασιμότητας στις ρυθμίσεις και της δυνατότητας υποβολής προτάσεων σχετικών με αυτές, κατά το στάδιο της κατάρτισής τους (άρθρο 58 παρ. 1 ε’) και την υποχρεωτική προηγούμενη διαβούλευση (άρθρο 61), κατατέθηκε «νυχτερινή» τροπολογία του υπουργείου Εργασίας για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως οι προϋποθέσεις τις καταγγελίας των σχέσεων εργασίας, που αφορά το σύνολο των εργαζομένων με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου στη χώρα.Φαίνεται ότι η εξαγγελθείσα -και από τη νέα κυβέρνηση- ρήξη με τις πρακτικές του παρελθόντος, που διόγκωσαν την κακονομία στη χώρα μας, είναι φραστική και όχι ουσιαστική. Είναι σαφές ότι σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα η όποια κανονιστική μεταβολή προϋποθέτει ευρύ δημόσιο διάλογο, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και των επιστημονικών φορέων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βέλτιστη εξισορρόπηση των αντικρουομένων συμφερόντων και να διασφαλιστεί το αναγκαίο επίπεδο προστασίας των εργαζομένων.β. Η ρητή νομοθετική κατοχύρωση της ανάγκης επίκλησης και απόδειξης από τον εργοδότη «βασίμου λόγου» για την έγκυρη καταγγελία εργασιακής σχέσης (άρθρο 48 ν. 4611/2019) αποτελούσε σημαντική, πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα υπέρ του εργαζομένου, σε αρμονία με το περιεχόμενο και την τελεολογία του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (που κυρώθηκε με το ν. 4359/2016).Τούτο διότι μετέβαλε, για πρώτη φορά, τον χαρακτήρα της καταγγελίας, από αναιτιώδη σε αιτιώδη, και επέρριπτε το σχετικό βάρος απόδειξης στον εργοδότη, ο οποίος εκ των πραγμάτων έχει ευχερέστερη πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό.Με την κατάργηση της ως άνω ρύθμισης, η καταγγελία καθίσταται και πάλι αναιτιώδης, με μόνο όριο την απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, ενώ το βάρος απόδειξης της καταχρηστικότητας της καταγγελίας επιρρίπτεται εκ νέου στον εργαζόμενο.Η εποχή που το εργατικό δίκαιο εθεωρείτο τμήμα του αστικού δικαίου και η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αποτελούσε μία από τις μορφές καταγγελίας των λοιπών αστικών συμβάσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.Οι σύγχρονες τάσεις του εργατικού δικαίου σε όλη την Ευρώπη ενισχύουν τον κοινωνικό χαρακτήρα του δικαίου της καταγγελίας, που όλο και περισσότερο επηρεάζεται από την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του κοινωνικού κράτους, μακριά από τις αντιλήψεις παρελθουσών εποχών. Η προστασία των θέσεων εργασίας από αυθαίρετες επιλογές του εργοδότη και η θέσπιση κανόνων στις εργασιακές σχέσεις δημιουργούν ένα ασφαλές εργασιακό τοπίο, κρίσιμο παράγοντα για την ανάπτυξη οποιασδήποτε οικονομίας, πολλώ δε μάλλον μιας οικονομίας που στηρίζεται στον τομέα των υπηρεσιών και σε επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας.Η ευρεία ευχέρεια απολύσεων, εξάλλου, δεν έχει μόνο τις γνωστές δυσβάσταχτες συνέπειες για εκείνον που χάνει τη δουλειά του, αλλά συγχρόνως, αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομία και την ανάπτυξη.Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο νομικός κόσμος στην Ευρώπη αναγορεύει πλέον σε μείζον αγαθό την προστασία του εργαζομένου από απολύσεις χωρίς «βάσιμο λόγο».