Παραγραφή, η επόμενη μέρα
ΝΕΝΑ Π. ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δικηγόρος[α] Στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, η έννοια «φορολογικές διατάξεις», περικλείει όχι μόνον όλους τους τομείς της φορολογίας, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των σχετικών τύπων φόρου ή των άλλων οικείων επιβαρύνσεων, αλλά και όλες τις πτυχές του θέματος αυτού, ασχέτως αν πρόκειται για ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς κανόνες δικαίου. Το ΔΕΚ έχει δεχθεί1 πως καλύπτει όχι μόνον τις διατάξεις που προσδιορίζουν τα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, τις φορολογητέες πράξεις, τη βάση επιβολής του φόρου, τους συντελεστές και τις απαλλαγές από αμέσους και εμμέσους φόρους, αλλά και τις διατάξεις τις σχετικές με τον τρόπο εισπράξεως αυτών.Το ζητούμενο -διαχρονικά- υπήρξε η νομοθετική σύγκλιση, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από περίπλοκες και χρονοβόρες διαβουλεύσεις και διαδικασίες δια της παροχής γενικότερου ή ειδικότερου πλαισίου που οδηγεί στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών2. Βασικός γνώμονας όλων των ανωτέρω, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου που επιβάλλει όπως η νομοθεσία της Ένωσης οφείλει να είναι σαφής, η εφαρμογή της να είναι προβλέψιμη για κάθε ενδιαφερόμενο3 αλλά κυρίως τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα να είναι πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο4. Μία ακόμα βασική αρχή – καίτοι θεμελιώδης – την οποία επικαλούμαστε ως φορολογούμενοι μόνο όταν στερούμαστε λοιπής επιχειρηματολογίας , θέλει όπως δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, όπως έχει παγίως ερμηνευθεί από το ΔΕΚ, οι διατάξεις της Συνθήκης και οι πράξεις των θεσμικών οργάνων που εφαρμόζονται απευθείας, όπως λ.χ. ο κανονισμός, έχουν ως αποτέλεσμα, στις σχέσεις τους με το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, να καθιστούν αυτοδικαίως ανεφάρμοστη (και κατά προέκταση τις απορρέουσες από αυτές φορολογικές υποχρεώσεις ανυπόστατες), απλώς και μόνο με τη θέση τους σε ισχύ, κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας5 6[β] Ήδη από το 1977 το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο είχε επισημάνει την ανάγκη καταστολής των φαινομένων απάτης και οριοθέτησε εννοιολογικά αυτήν ως τη δόλια ενέργεια που αποσκοπεί στη χρησιμοποίηση πλαστών μέσων προκειμένου να προκληθεί ένα μη οφειλόμενο αποτέλεσμα. Οι σημαντικότερες7 απάτες αφορούσαν βέβαια τις παράνομες επιδοτήσεις και έπλητταν την ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού και κατά προέκταση των συμφωνηθέντων οικονομικών και πολιτικών αποστολών της ΕΕ. Διευκρινιστικά, αξίζει να σημειωθεί, ότι η απάτη, που ζημιώνει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον τομέα των δαπανών, όσο και στον τομέα των εσόδων. Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων αφορά όχι μόνο στη διαχείριση των μεγεθών του προϋπολογισμού, ήτοι τους πόρους και τις δαπάνες, αλλά εκτείνεται και σε κάθε μέτρο που θίγει τα περιουσιακά στοιχεία των Κοινοτήτων.8[γ] Ειδικά στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας, κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που είναι κατάλληλα να εξασφαλίσουν την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός του και να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή. Το άρθρο 325 ΣΛΕΕ όπως και το άρθρο 2 παρ. 1 της συμβάσεως PIF9 (καθώς και πληθώρα πρόσφατων οδηγιών και διακρατικών συμφωνιών, σε πλήρη συνάφεια με τα όσα έχουν συμφωνηθεί στον ΟΟΣΑ) υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να καταπολεμούν, με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα, τις παράνομες δραστηριότητες σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, ειδικότερα, τα υποχρεώνουν να λαμβάνουν, για την καταπολέμηση της απάτης10 σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μέτρα ίδια με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων11. Τα κράτη μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής όσον αφορά τις (αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές) κυρώσεις12 που επιβάλλουν, οι οποίες μπορούν να προσλαμβάνουν τη μορφή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων ή συνδυασμό των δύο, προκειμένου να εξασφαλίζουν την είσπραξη του συνόλου των εσόδων από ΦΠΑ και, κατ’ επέκταση, την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης13. [δ] Με τον τρόπο αυτό εισήχθη επιτυχώς η έννοια της ευρωπαϊκής εδαφικότητας ως ενιαίος δικαστικός χώρος διακρατικής συνεργασίας σε θέματα προδικασίας, συνέργειας και καταστολής οικονομικών εγκλημάτων. Στην πράξη όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο περιγράφονται στις κοινοτικές οδηγίες και κανονισμούς. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τις καθυστερήσεις που συνεπάγεται έρευνα για απάτη τύπου «γαϊτανάκι» ή «καρουζέλ» σχετικά με τον ΦΠΑ στην οποία εμπλέκονται εταιρείες διασκορπισμένες στο έδαφος περισσότερων κρατών μελών, συναυτουργοί και συνεργοί διάφορων ιθαγενειών, τεχνικές έρευνες, πολλαπλές ακροάσεις και αντιπαραθέσεις, καθώς και σημαντική λογιστική και χρηματοοικονομική εμπειρογνωμοσύνη, αλλά και προσφυγή σε μέτρα διεθνούς δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας. Οι εμπλεκόμενες Αρχές καλούνται να διεκπεραιώσουν ταχέως μια περίπλοκη ποινική ή/και διοικητική διαδικασία προκειμένου να εξακριβώσουν, με σεβασμό των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης, τις ατομικές ευθύνες που υπέχει καθένας από τους κατηγορουμένους και επίσης να αντιμετωπίσουν τη στρατηγική άμυνας η οποία συνίσταται σε πληθώρα παρελκυστικών τακτικών που αποσκοπούν στην επιμήκυνση της διάρκειας της διαδικασίας μέχρι τελικά να επέλθει η παραγραφή.[ε] Η επιβολή κυρώσεων, διοικητικών ή/και ποινικών συνδέεται με την έννοια της δημόσιας τάξεως πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και σε δεύτερο βαθμό των κρατών μελών αυτής. Πρέπει να επιδιώκει την ισορροπία μεταξύ του σεβασμού της δημόσιας τάξεως, της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου, όταν τον παραβαίνουν, και της διασφαλίσεως των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η κύρωση . Η επίκληση όμως των εγγυήσεων αυτών είτε από τις διωκτικές/ ελεγκτικές αρχές είτε από τους κατηγορουμένους/ φορολογούμενους δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να καταλήγει ούτε σε εξουσία αυθαίρετης τιμωρίας για τις μεν, ούτε σε δικαίωμα αποφυγής των συνήθων και σταθμισμένων συνεπειών των τελεσθέντων αδικημάτων για τους δε. Ο Γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΚ ορθώς επισημαίνει πως «Ένα δικαίωμα είναι αποτελεσματικό μόνο αν η προσβολή του τιμωρείται. Αν, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του, το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί την τιμωρία κάθε παραβάσεως, κάθε σύστημα επιφορτισμένο με την εφαρμογή του το οποίο καταλήγει, στην πράξη, σε απουσία κυρώσεως ή σε πρόδηλο και σημαντικό κίνδυνο ατιμωρησίας, αντιβαίνει εξ ορισμού στην αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και στην αρχή της αποτελεσματικότητας στην οποία βασίζεται ιδίως το άρθρο 325 ΣΛΕΕ»[στ] Κάπως έτσι ήρθε στην επιφάνεια το ζητούμενο αφενός του επιτρεπτού ή όχι της παράτασης παραγραφής των διοικητικών και ποινικών κατά περίπτωση κυρώσεων κι αφετέρου της αναδρομικής ισχύος των σχετικών με τις κυρώσεις αυτές διατάξεων. Η νομολογιακή προσέγγιση τόσο ενώπιον του ΔΕΚ, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου14 έχει σχεδόν οριοθετήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο τέτοιες πρακτικές εκ μέρους των κρατών μελών μπορούν να θεωρηθούν ανεκτές ώστε στην τελική το δικαίωμα σε εύλογη προθεσμία να μην συνιστά δικαίωμα στην ατιμωρησία . Το ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Coeme κατά Βελγίου15, Previti κατά Ιταλίας16 και Βorcea κατά Ρουμανίας17 κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα : 1) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει την αρχή της νομιμότητας: «[κ]αίτοι απαγορεύει ειδικότερα την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των υφιστάμενων αδικημάτων σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν συνιστούσαν προηγουμένως αδικήματα, επιβάλλει επίσης να μην εφαρμόζεται το ποινικό δίκαιο διασταλτικώς εις βάρος του κατηγορουμένου, για παράδειγμα, κατ’ αναλογία. Επομένως, ο νόμος πρέπει να ορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται, όταν ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της σχετικής διατάξεως και, εν ανάγκη, χάρη στην ερμηνεία που της έχει δοθεί από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις ή παραλείψεις στοιχειοθετούν την ποινική ευθύνη του»2) «οι κανόνες περί αναδρομικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 7 [της ΕΣΔΑ] εφαρμόζονται μόνο στις διατάξεις που ορίζουν τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές». Επομένως, απόκειται στον εθνικό Δικαστή να διασφαλίζει ότι, «όταν ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που οδήγησε στη δίωξη και, ενδεχομένως, στην καταδίκη, υφίστατο νομική διάταξη η οποία καθιστούσε την πράξη αξιόποινη και ότι η επιβληθείσα ποινή δεν υπερέβη τα όρια που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη»3) η άμεση εφαρμογή νόμου ο οποίος επιμηκύνει τις προθεσμίες παραγραφής δεν θίγει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, «δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποκλείουσα, λόγω της άμεσης εφαρμογής δικονομικού κανόνα, την επιμήκυνση των προθεσμιών παραγραφής όταν οι προσαπτόμενες πράξεις δεν παραγράφηκαν ποτέ» χαρακτηρίζοντας τους κανόνες περί παραγραφής «δικονομικούς κανόνες». Συμπερασματικά, το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι οι κανόνες περί παραγραφής δεν ορίζουν τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές και μπορούν να ερμηνευθούν ως θέτοντες προϋπόθεση για την εξέταση της υποθέσεως. Αν λοιπόν ο εθνικός Δικαστής δεν δύναται ν’ αποφασίσει (ειδικά στις περιπτώσεις που Συνταγματικά τίθενται οποιασδήποτε μορφής κωλύματα) έχει την ευχέρεια18 να ζητήσει από το ΔΕΚ τη μέσω προδικαστικής αποφάσεως ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης πριν αποκλείσει την εφαρμογή αντίθετης εθνικής διατάξεως .[η] Ας γυρίσουμε τώρα στην ελληνική νομική πραγματικότητα αναφορικά με την παραγραφή, όπως αυτή διαμορφώθηκε την τελευταία διετία μέσω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας19, συνδέοντας την νοηματικά με όσα παραπάνω επιγραμματικά αναφέραμε και ισχύουν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ΕΣΔΑ. Το ΣτΕ επικαλέστηκε συστηματικά τη νομολογία του ΔΕΚ αναφορικά με τις απάτες στις κοινοτικές επιδοτήσεις20. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή κατ’ ελάχιστον είναι ενιαία για όλα τα κράτη μέλη. Ομοίως και οι λόγοι αναστολής αυτής, τόσο σε διοικητικό, όσο και σε ποινικό επίπεδο. Οι επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις21 αναφέρονται σε περιπτώσεις διατέλεσης ή όχι απάτης προ της θέσεως σε ισχύ των σχετικών κανονισμών, άρα σε εφαρμογή ή όχι γενικών κανόνων παραγραφής των εθνικών δικαίων. Για τις φορολογικές διατάξεις που βρίσκουμε σε κανονισμούς και οδηγίες δεν ισχύει το ίδιο. Μάλιστα , σε συνέχεια της συμβάσεως PIF , έχει κριθεί αναγκαίο η θέσπιση ενιαίου νομικού πλαισίου με περισσότερους και λεπτομερέστερους κανόνες22. Το ΔΕΚ έχει ήδη αποφανθεί στην υπόθεση Taricco πως:1) «Εθνική ρύθμιση στον τομέα της παραγραφής ποινικών αδικημάτων, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο …, το οποίο όριζε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ότι η πράξη που διέκοπτε την προθεσμία παραγραφής στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας όσον αφορά βαρείες απάτες σχετικές με τον ΦΠΑ επιμήκυνε την προθεσμία παραγραφής μόνο κατά ένα τέταρτο της αρχικής της διάρκειας, ενδέχεται να θίγει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση αποκλείει την επιβολή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων βαρείας απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προβλέπει μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής σε περίπτωση απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που συνεπάγονται την αδυναμία του οικείου κράτους μέλους να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ».2) «Καθεστώς παραγραφής εφαρμοστέο σε ποινικές παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, όπως το προβλεπόμενο από το άρθρο …, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο … του εν λόγω κώδικα, δεν μπορεί να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των άρθρων 101 ΣΛΕΕ, 107 ΣΛΕΕ και 119 ΣΛΕΕ».[θ] Κατά την άποψη της γράφουσας και υπό το πρίσμα των ανωτέρω επισημάνσεων, το θέμα της παράτασης της παραγραφής θα χρειαστεί να διευκρινισθεί εκ νέου από το ΣτΕ. Ίσως μάλιστα να χρειαστεί να γίνει αξιολόγηση των υποθέσεων με βάση τον καταλογισμός ή όχι ΦΠΑ, ακόμα και στις υποθέσεις τραπεζικών εμβασμάτων στις οποίες ενδέχεται να προκύψει φορολογητέο εισόδημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν 2238/1994, όπως αυτό τροποποιήθηκε δυνάμει του ν 3888/2010. Επιπρόσθετα, οι υποθέσεις για τις οποίες έχουν αποσταλεί στοιχεία σε ελληνική δικαστική, φορολογική ή ελεγκτική αρχή από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ ή τρίτες χώρες στα πλαίσια αμοιβαίας δικαστικής ή διοικητικής συνδρομής ή ΣΑΔΦ ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας αφορώσας διαπίστωση απάτης κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ αποτελούν από μόνες τους μία ολόκληρη κατηγορία υποθέσεων των οποίων η παραγραφή θα έπρεπε να εξετασθεί υπό το πρίσμα των όσων παραπάνω αναλυτικά αναπτύχθηκαν. Έχουμε την εδραία πεποίθηση πως το ΝΣΚ και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα δώσουν τις κατευθυντήριες εκείνες γραμμές, σύμφωνες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που θα επιτρέψουν τη διενέργεια των ελέγχων για την εκκίνηση της ποινικής διώξεως σε βάρος των παραβατών των διατάξεων περί φοροδιαφυγής, παρά την φαινόμενη παραγραφή της φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου. Στην τελική, εάν στον Εισαγγελέα περιέλθουν στοιχεία περί ενδεχόμενης φοροδιαφυγής από άλλη πηγή κι εφόσον κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση (όπως λ.χ. ένα πληροφοριακό δελτίο), δεν κωλύεται να ασκήσει ποινική δίωξη από την έλλειψη της μηνυτήριας αναφοράς κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 55Α του ν 4174/2013. Η εργαλειοθήκη του ν 3691/2008 είναι εξίσου πλούσια και αποτελεσματική. ____________________1C-338/01, σκέψη 63-67 και C-533/03, σκέψη 472Άρθρα 4 παρ. 2, 4 παρ. 3 ΣΕΕ και 325 ΣΛΕΕ3Ενδεικτικά : C 421/06, σκέψη 56, C 194/09P, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).4C-221/09 – AJD Tuna σκέψη 795C- 106/77, Simmenthal, σκέψη 17, C 213/89, Factortame σκέψη 18, C 409/06, Winner Wetten, σκέψη 53 και C 606/10, ΑΝΑFE, σκέψη 73 ).6Το ίδιο δεν συμβαίνει με τις κοινοτικές οδηγίες ,αναλυτική περιπτωσιολογία στην C-80/86 Kolpinghuis Nijmegen , όμοια και η C-387/02, Silvio Berlusconi, σκέψη 747Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-68/88, σκέψη 23), γνωστή ως υπόθεση γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού 8Ενδεικτικά αναφερόμενη νομοθεσία στην Ελλάδα : Ν 3691/2008, Ν 3251/2004, Ν2803/20009Οδηγία 2005/60/ΕΚ που επικυρώθηκε με το Ν3691/2008 (τα βασικά εγκλήματα ορίζονται στο άρθρο 3)10Η έννοια της «απάτης» ορίζεται στο άρθρο 1 της συμβάσεως PIF ως «κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη σχετικά με […] τη χρήση ή την υποβολή ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού της [Ένωσης] ή των προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από [την Ένωση] ή για λογαριασμό της». Όπως ρητά αναφέρεται στην υπόθεση Taricco – σκέψη 41- η έννοια αυτή περιλαμβάνει τα έσοδα από την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή όσον αφορά την εναρμονισμένη βάση του ΦΠΑ, η οποία καθορίζεται συμφώνως προς τους κανόνες της Ένωσης. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι ο ΦΠΑ δεν εισπράττεται άμεσα για λογαριασμό της Ένωσης, δεδομένου ακριβώς ότι το άρθρο 1 της συμβάσεως PIF δεν προβλέπει τέτοιου είδους προϋπόθεση, που θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό της εν λόγω συμβάσεως, ο οποίος συνίσταται στη δραστική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.11Åkerberg Fransson, C‑617/10, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.12C-203/80, Casati, σκέψη 27 «…, η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες ποινικής δικονομίας εξακολουθούν να εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των Κρατών μελών . Εν τούτοις , από την παγία νομολογία τού Δικαστηρίου προκύπτει ότι , και σ’ αυτόν τον τομέα , το κοινοτικό δίκαιο θέτει όρια ως προς τα μέτρα ελέγχου πού το δίκαιο αυτό επιτρέπει στα Κράτη μέλη να διατηρούν εν ισχύι …… Τα διοικητικά ή κατασταλτικά μέτρα δεν δύνανται να υπερβαίνουν τα όρια τού απολύτως αναγκαίου, οι λεπτομέρειες ασκήσεως τού ελέγχου δεν δύνανται να διαμορφώνονται κατά τρόπο ώστε παράβασή τους κυρώσεις τόσο δυσανάλογες εν σχέσει προς την βαρύτητα τής παραβάσεως…» 13Η αρχή ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εμποδίζει την εκ μέρους κράτους μέλους επιβολή, για την ίδια πράξη παραβάσεως των υποχρεώσεων που αφορούν την υποβολή δηλώσεων στον τομέα του ΦΠΑ, διαδοχικώς μιας φορολογικής και μιας ποινικής κυρώσεως, στον βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει14Άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, ενδεικτικά απόφαση της 12-10-1992, BODDAERT κατά Βελγίου και απόφαση της 1-8-2000, CP κλπ κατά Γαλλίας. 15Απόφαση της 22-6-200016Απόφαση της 12-2-201317Απόφαση της 22-9-2015 18C-555/07 Seda Kücükdeveci σκέψη 5419«Η παραγραφή της εξουσίας της Διοίκησης για διαπίστωση διοικητικών παραβάσεων και επιβολή των αντίστοιχων δημοσιονομικών βαρών ή / και κυρώσεων, ως θεμελιώδης εγγύηση υπέρ του διοικουμένου: από την ΣτΕ β’ τμ 1976/2015 έως και την Στε Ολομ. 1738/2017» , Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδρος του ΣτΕ 20όπως αυτές ορίζονται στους κανονισμούς 2988/95 και 2185/9621C-341/13, Cruz and Companhia Lda, σκέψη 62 και 65 (σε αντιδιαστολή με την σκέψη 63 κατά την άποψη της γράφουσας) , Ze Fu Fleischhandel GmbH (C‑201/10) , σκέψη 32, 37-38 και 45-47 (σε αντιδιαστολή με το διατακτικό κατά την άποψη της γράφουσας) και Vion Trading GmbH (C‑202/10),22Αναμένουμε ταυτόχρονα την έκδοση αποφάσεως στην υπόθεση C-42/17 στην οποία το ζητούμενο είναι το εάν χρειάζονται εξειδίκευση τα κριτήρια που τέθηκαν στην C-105/14 Taricco η οποία αφορά φορολογικές απάτες .