Ποσό Φ.Π.Α. που ανεγράφη σε εκδοθέν τιμολόγιο και απεδόθη στο Δημόσιο, ανεξάρτητα από το εάν είχε εισπραχθεί ή όχι από τον αντισυμβαλλόμενο, δεν ήταν επιστρεπτέος ως αχρεωστήτως καταβληθείς
Ο εκδότης φορολογικού στοιχείου, εφόσον, ανέγραψε σ’ αυτό
ποσόν ως φόρο προστιθέμενης αξίας, έχει, εκ μόνης της αναγραφής του
φόρου, υποχρέωση αποδόσεώς του στο Δημόσιο. Ως εκ τούτου, άλλωστε, επί
αποδόσεως του φόρου αυτού δεν υπάρχει αξίωση επιστροφής του, μη
εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 1642/1986
περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, διότι το αποδιδόμενο
ποσόν αναγραφέν σε τιμολόγια ή άλλα στοιχεία φόρου δεν καταβάλλεται,
κατά τα ανωτέρω, αχρεωστήτως.Επειδή, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1
περίπτ. δ΄ του ν. 1642/1986, που αποτελεί μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο
της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 21 της έκτης οδηγίας ΕΚ για το ΦΠΑ
(77/388/ΕΟΚ, L 145/1977), θεσπίσθηκε για τη διασφάλιση της
λειτουργίας του μηχανισμού των εκπτώσεων και για την καταπολέμηση της
φοροδιαφυγής μέσω αυτού του μηχανισμού. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή έχει
ως βάση «το συνήθως συμβαίνον», όπου ο ΦΠΑ, ως επιρριπτόμενος στον
αντισυμβαλλόμενο χρεώνεται στο τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο που επέχει θέση
τιμολογίου και εισπράττεται από τον εκδότη τους, οπότε ο μεν εκδότης του
τιμολογίου αποδίδει το ΦΠΑ στο δημόσιο, ως φόρο εκροών μετά την
αφαίρεση του φόρου εισροών, ο δε λήπτης του τιμολογίου, εφόσον είναι
υποκείμενο του φόρου και όχι τελευταίος καταναλωτής, τον εκπίπτει ως
φόρο εισροών από το φόρο εκροών και τη διαφορά την αποδίδει στο Δημόσιο.
Αν στο σχετικό τιμολόγιο έχει χρεωθεί από τον εκδότη του ΦΠΑ για
κάποια συναλλαγή, ο φόρος αυτός είναι αποδοτέος στο Δημόσιο, ανεξαρτήτως
του αν είχε εισπραχθεί ή όχι από τον αντισυμβαλλόμενο, διότι ο λήπτης
του τιμολογίου μπορεί να τον εκπέσει από το φόρο εκροών ως φόρο εισροών,
ανεξαρτήτως του αν πράγματι τον είχε καταβάλει ή όχι στον
αντισυμβαλλόμενό του. Αν ο εκδότης του τιμολογίου δεν είναι υποκείμενος
στο φόρο και δεν αποδώσει τον εισπραχθέντα φόρο που χρεώθηκε στο
τιμολόγιο, ο δε λήπτης του τιμολογίου, ως υποκείμενος στο φόρο τον
εκπέσει από το φόρο εκροών του, τότε ζημιώνεται το Δημόσιο κατά το
ανωτέρω ποσό του φόρου που διέφυγε.Επειδή, το ΔΕΚ, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της προαναφερθείσης έκτης
Οδηγίας, έχει κρίνει ότι ενόψει του γεγονότος ότι η εν λόγω οδηγία δεν
προβλέπει καμία διάταξη περί διακανονισμού, εκ μέρους του εκδότη του
τιμολογίου, του κακώς αναγραφέντος σ’ αυτό ΦΠΑ., στα κράτη μέλη
εναπόκειται, κατ’ αρχήν, ο καθορισμός της διαδικασίας κατά την οποία
είναι δυνατός ο διακανονισμός αυτός, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι ο
τελευταίος δεν εξαρτάται από τη διακριτική τους ευχέρεια. Ας σημειωθεί δε ότι στην εθνική νομοθεσία περί
ΦΠΑ δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία διακανονισμού-επιστροφής
εσφαλμένως αναγραφέντος ΦΠΑ ούτε, άλλωστε, η αναιρεσίβλητη
ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Περαιτέρω, το ίδιο Δικαστήριο (ΔΕΚ) έχει κρίνει
ότι, οσάκις ο εκδότης του τιμολογίου έχει εξαλείψει εγκαίρως και πλήρως
τον κίνδυνο απώλειας φορολογικών εσόδων, η αρχή της ουδετερότητας του
ΦΠΑ απαιτεί να είναι δυνατός ο διακανονισμός του κακώς αναγραφέντος
σε τιμολόγιο φόρου, χωρίς να μπορεί ο διακανονισμός αυτός να εξαρτηθεί
από την καλή πίστη του εκδότη του εν λόγω τιμολογίου.