Ενημερωτικός Κόμβος

Σημαντικές επισημάνσεις επί του νομοσχεδίου για τα εργασιακά

Παραθέτουμε ορισμένες σημαντικές αλλαγές που προτείνονται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο για την αδήλωτη εργασία και τις νέες ασφαλιστικές ρυθμίσεις. Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι την Παρασκευή, 8 Ιουνίου 2018 και ώρα 14:00.

Άρθρο 1 – Έναρξη και λήξη του δικαιώματος σύνταξης από τον ΕΦΚΑ

1.
Για την άσκηση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή
θανάτου από τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στον ΕΦΚΑ φορέων,
συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και του ΟΓΑ, απαιτείται η υποβολή
αίτησης συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ.

2. α) Το δικαίωμα σύνταξης
γήρατος αρχίζει από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της αίτησης
συνταξιοδότησης μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ημερομηνία αυτή
πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, σε αντίθετη δε
περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον
οποίο πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις. Τα δικαιολογητικά που
απαιτούνται κατά περίπτωση για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος
υποβάλλονται μέχρι την τελευταία ημέρα του έκτου (6ου) μήνα που έπεται
του μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Αν από τα υποβαλλόμενα
δικαιολογητικά προκύπτει ότι οι απαραίτητες για τη συνταξιοδότηση
προϋποθέσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων
του ΕΦΚΑ, πραγματοποιήθηκαν σε επόμενο ημερολογιακό της αίτησης
συνταξιοδότησης μήνα, ως χρόνος έναρξης του δικαιώματος σύνταξης
ορίζεται η πρώτη του επόμενου της συμπλήρωσης των απαραίτητων
προϋποθέσεων μήνα. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των έξι (6) μηνών για
την υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών με υπαιτιότητα του
ασφαλισμένου, η αίτηση συνταξιοδότησης λόγω γήρατος απορρίπτεται και
εκδίδεται σχετική απόφαση.

β) Για τα πρόσωπα για τα οποία
απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία η λύση της υπαλληλικής σχέσης ή η
διαγραφή από τις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και
του Πυροσβεστικού Σώματος, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν λόγω γήρατος,
η προϋπόθεση αυτή εξακολουθεί να ισχύει.

γ) Οι ασφαλισμένοι που,
κατά την έναρξη χορήγησης της σύνταξης, συνεχίζουν την απασχόλησή τους
ως μισθωτοί ή μη μισθωτοί, διέπονται από τις διατάξεις περί απασχόλησης
συνταξιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η διακοπή της
επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως προβλέπεται ανά πρώην ασφαλιστικό
φορέα και η συνέχιση της απασχόλησης δηλώνεται στην αίτηση
συνταξιοδότησης.

δ) Ειδικά για τους ασφαλισμένους επαγγελματίες
οδηγούς, εκπαιδευτές και αυτοκινητιστές για τους οποίους απαιτείται, με
βάση την ισχύουσα νομοθεσία, η κατάθεση της επαγγελματικής άδειας
οδήγησης για την έναρξη της συνταξιοδότησης, το δικαίωμα σύνταξης ξεκινά
την πρώτη του επόμενου μήνα της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης
υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης κατάθεσης της επαγγελματικής άδειας
οδήγησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η χορήγηση της σύνταξης ξεκινά την
πρώτη ημέρα του επομένου μήνα από εκείνον εντός του οποίου κατατέθηκε η
επαγγελματική άδεια οδήγησης. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα στην
περ. α’.

3. Το δικαίωμα σε σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή
συνταξιούχου αρχίζει από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της
ημερομηνίας θανάτου. Η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται αναδρομικά από
την ημερομηνία αυτή, και δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο από ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η
αίτηση συνταξιοδότησης.

Το δικαίωμα σύνταξης στους δικαιούχους
ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, που κηρύσσεται σε αφάνεια με τελεσίδικη
δικαστική απόφαση, αρχίζει από την πρώτη (1η) ημέρα του επόμενου μήνα
από το χρόνο έναρξης της αφάνειας, όπως αυτός προσδιορίζεται στη
δικαστική απόφαση. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της σύνταξης στα πρόσωπα
του προηγούμενου εδαφίου είναι η υποβολή αίτησης απονομής ή μεταβίβασης
μέσα σε ένα (1) έτος από τη δημοσίευση της τελεσίδικης δικαστικής
απόφασης. Αν δεν υποβληθεί τέτοια αίτηση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η
καταβολή της σύνταξης δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρόνο απώτερο του ενός
(1) έτους από την υποβολή της αίτησης.

4. Το δικαίωμα σε σύνταξη λήγει:

α) στη σύνταξη λόγω γήρατος, στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του συνταξιούχου,

β)
στη σύνταξη λόγω θανάτου, στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο
θάνατος ή τελέστηκε γάμος ή συνάφθηκε σύμφωνο συμβίωσης του δικαιούχου
της σύνταξης ή από τότε που, με νεότερη κρίση της υγειονομικής
επιτροπής, έπαυσε η ανικανότητα προς εργασία σύμφωνα με την παρ. 1Α και
την περ. β’ της παρ. 1Β του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 (Α’ 85).

Όταν
προβλέπεται λήξη του συνταξιοδοτικού δικαιώματος με τη συμπλήρωση
ηλικιακού ορίου, η λήξη επέρχεται στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο
συμπληρώνεται το κατά περίπτωση ηλικιακό αυτό όριο.

5. Από την
έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε άλλη αντίθετη ειδική ή
γενική διάταξη. Ειδικά για τους συνταξιοδοτούμενους με βάση τις
διατάξεις του τ. ΟΓΑ, οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται από
1.1.2019, υπολογιζόμενου από 1.1.2018 και εφεξής του τμήματος της
μηνιαίας σύνταξης τους, που αντιστοιχεί στις καταστατικές διατάξεις, επί
συντάξιμων μηνών.

Άρθρο 2 – Έναρξη ασφάλισης στον τ. ΟΓΑ1. α) Για την
εγγραφή στα Μητρώα Ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ (Κλάδος Κύριας Ασφάλισης
Αγροτών του τ. ΟΓΑ) και την υπαγωγή στην ασφάλιση, υποβάλλεται
Απογραφικό Δελτίο, το οποίο επέχει θέση αίτησης υπεύθυνης δήλωσης του ν.
1599/1986 (Α’ 75).Ως ημερομηνία έναρξης ασφάλισης λογίζεται η
πρώτη του μήνα έναρξης άσκησης ασφαλιστέας δραστηριότητας, όπως αυτή
προκύπτει από τη βεβαίωση έναρξης εργασιών της αρμόδιας ΔΟΥ.Αν
δεν υφίσταται υποχρέωση έναρξης εργασιών στη ΔΟΥ, ως ημερομηνία έναρξης
ασφάλισης λογίζεται η πρώτη του μήνα υποβολής του Απογραφικού Δελτίου.
Στην περίπτωση αυτή η υπαγωγή στην ασφάλιση δεν μπορεί να ανατρέξει
πέραν της πενταετίας από την ημερομηνία υποβολής του Απογραφικού
Δελτίου.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο τρόπος εξόφλησης των τυχόν
αναδρομικά οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών και κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια.Οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση κρίνονται σε μεταγενέστερο χρόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3050/2002 (Α’ 214).β)
Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται στα πρόσωπα που απασχολούνται ως εργάτες
γης και αμείβονται με εργόσημο, εφόσον δεν έχουν εγγραφεί στα Μητρώα
Ασφαλισμένων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του τ. ΟΓΑ για την άσκηση άλλου
επαγγέλματος.2. Για τη διακοπή της ασφάλισης στον ΕΦΚΑ (Κλάδος
Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του τ. ΟΓΑ) υποβάλλεται σχετική αίτηση –
υπεύθυνη δήλωση. Ως ημερομηνία διακοπής ασφάλισης λογίζεται η τελευταία
ημέρα του μήνα διακοπής άσκησης δραστηριότητας, όπως αυτή προκύπτει από
τη βεβαίωση διακοπής εργασιών της αρμόδιας ΔΟΥ.Αν δεν υφίσταται
υποχρέωση έναρξης εργασιών στη ΔΟΥ, ως ημερομηνία διακοπής ασφάλισης
λογίζεται η τελευταία μέρα του μήνα υποβολής της αίτησης διακοπής.Οι προϋποθέσεις διακοπής της ασφάλισης κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3050/2002.3.
α) Για εκκρεμείς, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, αιτήσεις
εγγραφής στα ανωτέρω Μητρώα και υπαγωγής στην ασφάλιση, ως ημερομηνία
έναρξης της ασφάλισης λογίζεται η πρώτη ημέρα του μήνα υποβολής του
Απογραφικού Δελτίου.Για εκκρεμείς, κατά τη δημοσίευση του
παρόντος νόμου, αιτήσεις διακοπής της ασφάλισης, ως ημερομηνία διακοπής
της ασφάλισης λογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα υποβολής της σχετικής
αίτησης.β) Ο έλεγχος αναδρομικής υπαγωγής ή διακοπής της
ασφάλισης πραγματοποιείται σε μεταγενέστερο χρόνο, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3050/2002.

Άρθρο 3 – Εύλογη αμφιβολία ως προς την υπαγωγή σε δύο ή περισσότερους φορείς έως 31.12.20161.
Βεβαιωμένες ή μη οφειλές προς πρώην φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή το
Δημόσιο, οι οποίες δημιουργήθηκαν λόγω εύλογης αμφιβολίας ως προς την
υποχρέωση υπαγωγής ή μη στην παράλληλη ασφάλιση δύο ή περισσότερων πρώην
φορέων ασφάλισης ή του Δημοσίου για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2016,
δύνανται να διαγράφονται ή να απαλλάσσονται τυχόν επιβληθέντων
πρόσθετων τελών, τόκων, προσαυξήσεων και επιβαρύνσεων, σύμφωνα με τη
διαδικασία που περιγράφεται στο παρόν άρθρο. Τυχόν καταβληθέντα από τους
ασφαλισμένους ποσά έναντι των ανωτέρω οφειλών δεν επιστρέφονται και δεν
αναζητούνται.2. Η εύλογη αμφιβολία μπορεί να αποδεικνύεται
ενδεικτικά από τα ακόλουθα κριτήρια: α) ύπαρξη δικαστικής απόφασης υπέρ
του ασφαλισμένου οφειλέτη, β) ύπαρξη αντίθετων δικαστικών αποφάσεων επί
του ιδίου δυσχερώς ερμηνευόμενου νομικού θέματος, γ) προηγούμενη
μακρόχρονη πρακτική της διοίκησης συνεπεία της οποίας είχε δημιουργηθεί
στα υπόχρεα πρόσωπα η πεποίθηση περί μη υπαγωγής στην ασφάλιση, δ)
ύπαρξη διαφορετικών οδηγιών επί του ιδίου θέματος από τη διοίκηση, και
ε) πλήρης ασφάλιση από μισθωτή ή μη μισθωτή απασχόληση κατά την ίδια
χρονική περίοδο, για την οποία έχουν καταλογιστεί εισφορές από φορέα
ασφάλισης μισθωτών ή μη μισθωτών.3. Για την επίλυση των ανωτέρω
ασφαλιστικών αμφισβητήσεων εκδίδεται, για κάθε εξεταζόμενη κατηγορία
ασφαλισμένων, απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από σχετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου
Κοινωνικής Ασφάλισης, με την οποία καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις
εξαίρεσης από την υποχρεωτική ασφάλιση των ανωτέρω εξεταζόμενων
ασφαλιστικών περιπτώσεων και κάθε άλλο σχετικό αναγκαίο ζήτημα.Για
την υπαγωγή των ασφαλισμένων στην ανωτέρω υπουργική απόφαση επίλυσης
ασφαλιστικής αμφισβήτησης υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τους
ενδιαφερόμενους στις αρμόδιες Υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, του ΕΤΕΑΕΠ και των
λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Μετά την εξέταση του αιτήματος από
τις αρμόδιες Υπηρεσίες των φορέων κοινωνικής ασφάλισης εκδίδεται σχετική
απόφαση. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε περιπτώσεις
ασφαλισμένων των οποίων οι υποθέσεις βρίσκονται σε οποιοδήποτε στάδιο
της διοικητικής διαδικασίας, ακόμη και εάν αυτές έχουν κριθεί από τα
αρμόδια όργανα σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό.

Άρθρο 4 – Βεβαιωμένες ή μη οφειλές ΟΤΑ και εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ προς ΦΚΑ1.
Βεβαιωμένες ή μη οφειλές προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες
καταλογίστηκαν σε ΟΤΑ σε συνέχεια δικαστικών αποφάσεων που έκριναν ότι
απασχολούμενοι σε προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας σχολικοί
φύλακες υπάγονται στην πλήρη ασφάλιση των φορέων αυτών, απαλλάσσονται
των επιβληθέντων πρόσθετων τελών, τόκων, προσαυξήσεων και επιβαρύνσεων.2.
Η ρύθμιση της παρ. 1 εφαρμόζεται αναλόγως για βεβαιωμένες ή μη οφειλές
προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες καταλογίστηκαν σε
εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ που τελούσαν σε εύλογη αμφιβολία περί την υποχρέωση
καταβολής εισφορών λόγω δυσχερώς ερμηνευόμενων νομικών ζητημάτων.3. Ο τρόπος καταβολής των ανωτέρω οφειλών ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΦΚΑ.

Άρθρο 5 – Διοικητικές κυρώσεις για αδήλωτη εργασία

1. Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή
ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του
ΕΦΚΑ που διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού
που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει στον εργοδότη πρόστιμο ποσού δέκα
χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια
αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων.

2. Ειδικός Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ή Επιθεωρητής Ασφάλειας
και Υγείας στην Εργασία που, κατά τη διερεύνηση των αιτιών εργατικού ατυχήματος,
διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που
τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει στον εργοδότη το πρόστιμο που προβλέπεται
στην παρ. 1 για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς
προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων.

3. Σε περίπτωση υποτροπής του εργοδότη, η οποία διαπιστώνεται εντός τριών (3)
ετών από τον πρώτο έλεγχο, το πρόστιμο της παρ. 1, ανά εργαζόμενο, επιβάλλεται
προσαυξημένο ως εξής:

α) κατά 100% για την πρώτη μετά την αρχική παράβαση, και

β) κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση από αυτήν της περ. α’. που
διαπιστώνεται σε έλεγχο διενεργούμενο σε διαφορετική ημερομηνία.

4. Σε κάθε παράβαση του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται ότι η σχέση εργασίας
διήρκησε τρεις (3) μήνες, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν
διαφορετικά. Με πράξη του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα καταλογίζονται, άνευ
ετέρου και αναδρομικά από την ημερομηνία του ελέγχου, σε βάρος του εργοδότη το
σύνολο των προβλεπόμενων κατά περίπτωση ασφαλιστικών εισφορών. Ως βάση
υπολογισμού των εισφορών λαμβάνεται ο κατώτατος μισθός ή το κατώτατο
ημερομίσθιο.

5. Οι διοικητικές κυρώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλονται πλέον των λοιπών
κυρώσεων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

Άρθρο 6 – Δικαίωμα και προϋποθέσεις έκπτωσης

1. Αν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης
προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν ως
αδήλωτοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, το πρόστιμο της
παρ. 1 του άρθρου 5 μειώνεται ως εξής:

α) στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση
εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) μηνών,

β) στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση
εργασίας διάρκειας τουλάχιστον έξι (6) μηνών, και

γ) στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση
εργασίας διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) έτους.

2. Στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, όπως αυτές ορίζονται στο εδ. γ’ της περ.
β’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1545/1985 (Α’ 91), εφόσον ο χρόνος λειτουργίας
της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστα
απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης των περ. α’ και β’ της παρ. 1, ο εργοδότης
μπορεί να προβεί σε κατάτμηση της σύμβασης ορισμένου χρόνου κατά την περίοδο
λειτουργίας στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος και κατά την επόμενη περίοδο
λειτουργίας. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί υποχρέωσης επαναπρόσληψης
εργαζομένων εποχικών επιχειρήσεων εξακολουθούν να ισχύουν.

3. Το δικαίωμα έκπτωσης της παρ. 1 διατηρείται αν ο εργαζόμενος με υπεύθυνη
δήλωσή του, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, δηλώσει ότι δεν
επιθυμεί την πρόσληψη και ο εργοδότης, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την
ημέρα του ελέγχου, προβεί στην πρόσληψη άλλου εργαζομένου με σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας πλήρους απασχόλησης.

4. Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την
ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ’ όλη τη διάρκεια των περιόδων της παρ. 1,
κατά περίπτωση.

5. Ως μείωση του προσωπικού, κατά την έννοια της παρ. 4, θεωρείται: α) η μείωση
του αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης σε αριθμό μικρότερο
από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνταν κατά την ημερομηνία και ώρα του
ελέγχου, προσαυξημένο κατά τον αριθμό των εργαζομένων που προσέλαβε ο εργοδότης
προκειμένου να τύχει της έκπτωσης, β) η αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησης των
εργαζομένων από πλήρη σε μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, γ) η θέση
εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, δ) η εθελούσια έξοδος που γίνεται με πρωτοβουλία
του εργοδότη, μέσω προγραμμάτων παροχής κινήτρων εθελούσιας εξόδου, και ε) η
οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου.

Αν μειωθεί το προσωπικό σύμφωνα με τις περ. α’, δ’ και ε’, ο εργοδότης
υποχρεούται, εντός δέκα πέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που
επήλθε η μείωση, να προβεί σε νέα πρόσληψη με τους ίδιους όρους εργασίας, ώστε
να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης ή
εκμετάλλευσης.

6. Στην έννοια της μείωσης του προσωπικού της παρ. 4 δεν περιλαμβάνονται: α) η
συνταξιοδότηση εργαζομένου, β) η λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου που είχε
συναφθεί πριν από την ημερομηνία του ελέγχου, λόγω παρόδου της συμφωνηθείσας
διάρκειας, γ) η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερα από την υποβολή μήνυσης
του εργοδότη κατά εργαζομένου για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά την άσκηση της
εργασίας του, δ) η φυλάκιση και ο θάνατος εργαζομένου, και ε) η αδυναμία
ανανέωσης της άδειας διαμονής και πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλοδαπού
εργαζομένου.

7. Το δικαίωμα έκπτωσης του παρόντος άρθρου παρέχεται εφόσον ο εργοδότης
αποδεχθεί το πρόστιμο και παραιτηθεί από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων
βοηθημάτων. Δικαίωμα έκπτωσης δεν παρέχεται όταν ο εργοδότης είναι υπότροπος,
σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 5.

8. Σε περίπτωση μείωσης του προσωπικού, κατά παράβαση των διατάξεων του
παρόντος, επιβάλλεται σε βάρος του εργοδότη, για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά
δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων, το
υπολειπόμενο του αρχικού προστίμου ποσό.


Άρθρο 7 – Άπαξ καταβολή προστίμου

Αν από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ και του ΕΦΚΑ επιβληθούν σε μία
επιχείρηση, εκμετάλλευση ή άλλη εργασία περισσότερα από ένα πρόστιμα για αδήλωτη
εργασία του ίδιου εργαζομένου κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, η καταβολή του
προστίμου γίνεται άπαξ βάσει της πράξης επιβολής προστίμου που κοινοποιήθηκε
πρώτη στον εργοδότη.

Άρθρο 8 Εξουσιοδοτικές διατάξεις – Έναρξη ισχύος

1. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής των προβλεπόμενων διοικητικών
κυρώσεων, η διαδικασία για την παροχή του δικαιώματος έκπτωσης, η προθεσμία για
την εμπρόθεσμη καταβολή του μειωμένου προστίμου σε περίπτωση χορήγησης έκπτωσης,
ο τρόπος και η διαδικασία ελέγχου τήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης της
έκπτωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος
Κεφαλαίου.

2. Η ισχύς των άρθρων 5 έως 7 αρχίζει από την έκδοση της απόφασης της παρ. 1.

3. Από την έναρξη ισχύος των άρθρων 5 έως 7, σύμφωνα με την παρ. 2, καταργείται
το άρθρο 1 της υπ’ αριθμ. 27397/122/19.8.2013 υπουργικής απόφασης (Β’ 2062) και
οποιαδήποτε αναφορά στις κείμενες διατάξεις στις περί αδήλωτης εργασίας
ρυθμίσεις και κυρώσεις της υπουργικής αυτής απόφασης νοείται ως αναφορά στις
διατάξεις των άρθρων 5 έως 7 του παρόντος.


Άρθρο 9 – Ευθύνη αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων

1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναθέτει, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής
του δραστηριότητας, την εκτέλεση έργου ή τμήματος έργου (αναθέτων) σε άλλο
φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργολάβο) ευθύνεται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με
τον εργολάβο έναντι των εργαζομένων του τελευταίου για την καταβολή των
οφειλόμενων αποδοχών, ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και των τυχόν οφειλόμενων
αποζημιώσεων απόλυσης.

Η ανωτέρω ευθύνη περιορίζεται στα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από
τη συμβατική σχέση μεταξύ του αναθέτοντα και του εργολάβου για το συγκεκριμένο
έργο ή τμήμα έργου.

Σε περίπτωση ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου ή τμήματος του έργου από τον
εργολάβο σε υπεργολάβο, η εις ολόκληρον και αλληλέγγυα ευθύνη αφορά τον
αναθέτοντα, τον εργολάβο και τον υπεργολάβο, υπό την επιφύλαξη του προηγούμενου
εδαφίου.

2. Εργολάβος που αναθέτει την εκτέλεση του έργου ή τμήματος του έργου σε
υπεργολάβο, ο οποίος θα απασχολήσει προσωπικό για την εκτέλεσή του, υποχρεούται
άμεσα να ενημερώνει εγγράφως τον αναθέτοντα.

3. Στη σύμβαση ανάθεσης έργου ή τμήματος του έργου περιλαμβάνεται ειδικός όρος
για την υποχρέωση τήρησης από τον εργολάβο των διατάξεων της εργατικής και
ασφαλιστικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια των
εργαζομένων, καθώς και της νομοθεσίας για την πρόληψη του επαγγελματικού
κινδύνου.

Ο ίδιος ειδικός όρος περιλαμβάνεται και στη σύμβαση που συνάπτει ο εργολάβος με
τον υπεργολάβο.

4. Ο εργολάβος υποχρεούται να αποστέλλει κάθε μήνα στον αναθέτοντα αποδείξεις
καταβολής των αποδοχών και των τυχόν οφειλόμενων αποζημιώσεων απόλυσης και
βεβαιώσεις καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του, καθώς και
των εργαζομένων του υπεργολάβου σε περίπτωση υπεργολαβίας.

Την υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου έχει και ο υπεργολάβος έναντι του
εργολάβου.

5. Ο αναθέτων διατηρεί το δικαίωμα αναγωγής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
ιδίως εάν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του
εργολάβου και του τυχόν υπεργολάβου προς τους εργαζομένους τους. Δέουσα
επιμέλεια θεωρείται ότι υπάρχει, ιδίως όταν ο αναθέτων σωρευτικά:

α) αξιώνει από τον εργολάβο, σύμφωνα με την παρ. 4, την αποστολή των μηνιαίων
αποδείξεων καταβολής των αποδοχών και των τυχόν οφειλόμενων αποζημιώσεων
απόλυσης καθώς και των μηνιαίων βεβαιώσεων καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών
των εργαζομένων του εργολάβου και του τυχόν υπεργολάβου,

β) αποστέλλει εξώδικη δήλωση στον εργολάβο και τον τυχόν υπεργολάβο αμέσως μετά
τη διαπίστωση της παράβασης των υποχρεώσεών τους έναντι των εργαζομένων τους ή
της μη τήρησης της υποχρέωσης της περ. α’, καλώντας τους να συμμορφωθούν εντός
δεκαπέντε (15) ημερών, και

γ) καταγγέλλει τη σύμβαση με τον εργολάβο αμέσως μετά την άπρακτη παρέλευση της
προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης
της περ. β’.

Δικαίωμα αναγωγής, υπό τους ίδιους όρους, έχει και ο εργολάβος έναντι του
υπεργολάβου.

6. α) Ο εργολάβος ή και ο υπεργολάβος υποχρεούνται να αναγράφουν τα στοιχεία του
αναθέτοντα ή του εργολάβου, αντίστοιχα, στον πίνακα προσωπικού που υποβάλλουν
στο ΣΕΠΕ, για κάθε εργαζόμενο που απασχολούν εκτός της έδρας της επιχείρησής
τους. Ο εργολάβος ή και ο υπεργολάβος, που απασχολούν εργαζόμενους σε δύο ή
περισσότερα έργα, υποχρεούνται να αναγράφουν στον πίνακα προσωπικού το ωράριο
απασχόλησης των εργαζομένων σε κάθε έργο χωριστά, καθώς και τα στοιχεία καθενός
αναθέτοντα ή εργολάβου, αντίστοιχα.

β) Ο εργολάβος ή και ο υπεργολάβος υποχρεούνται να εφοδιάζουν τους εργαζόμενους
με αντίγραφο ή απόσπασμα του πίνακα προσωπικού, όταν εργάζονται εκτός της έδρας
της επιχείρησής τους.

γ) Όταν οι εργαζόμενοι του εργολάβου ή και του υπεργολάβου εργάζονται στις
εγκαταστάσεις του αναθέτοντα, ο τελευταίος αναρτά στον χώρο εργασίας αντίγραφο
του πίνακα προσωπικού της περ. β’.

Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων της παρούσας παραγράφου, επιβάλλονται οι
κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του ν. 3996/2011 (Α’ 170).

7. Αν η εργασία παρέχεται στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης
του αναθέτοντα, ο τελευταίος υποχρεούται από κοινού με τον εργολάβο ή και τον
υπεργολάβο να τηρεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τα μέτρα υγείας και
ασφάλειας στην εργασία, ευθυνόμενος εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με τον
εργολάβο ή και τον υπεργολάβο για την ικανοποίηση των χρηματικών αξιώσεων των
εργαζομένων που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις, καθώς και από τις διατάξεις
για το εργατικό ατύχημα.

8. Η εις ολόκληρον και αλληλέγγυα ευθύνη της παρ. 1 ισχύει για τρία (3) έτη από
τη λήξη της σύμβασης μεταξύ αναθέτοντα και εργολάβου.

9. Οποιαδήποτε συμφωνία των μερών που αποκλείει ή περιορίζει τα δικαιώματα των
εργαζομένων από το παρόν άρθρο είναι αυτοδικαίως άκυρη.

10. Ειδικότερες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, εφόσον δεν είναι αντίθετες με
τις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να ισχύουν.

Άρθρο 10 – Πρακτική άσκηση και μαθητεία

1. O εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» τους
μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές που απασχολεί για πρακτική άσκηση ή μαθητεία,
καθώς και κάθε μεταβολή της απασχόλησης αυτής, πριν από την έναρξη
πραγματοποίησής της.

2. Ο συνολικός αριθμός των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών που απασχολούνται
για πρακτική άσκηση ή μαθητεία σε τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3667/2008 (Α’ 114) και της παρ. 4 του άρθρου 42
του ν. 4403/2016 (Α’ 125) και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών κοινών υπουργικών
αποφάσεων, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ποσοστό 17% του συνολικού προσωπικού
κάθε επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και σε κάθε περίπτωση τα σαράντα (40) άτομα.

3. Αρμόδιο για τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος είναι το
ΣΕΠΕ, το οποίο επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3996/2011 (Α’
170) και τις κείμενες διατάξεις περί αδήλωτης εργασίας.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που
γνωστοποιούνται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος
άρθρου.

5. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ.
4.

Σημείωση κόμβου TAXHEAVEN:

Σήμερα, στο Π.Σ.
ΕΡΓΑΝΗ,
υποβάλλονται κατά περίπτωση, τα έντυπα Ε 3.1, Ε 3.2 και Ε 3.3 για
τους πρακτικώς ασκούμενους της Κ.Υ.Α. 16802/667/27.8.2010, για τους
πρακτικώς ασκούμενους ωφελούμενων εργοδοτών από συγχρηματοδοτούμενων
προγραμμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο που συνδυάζονται με την
κατάρτιση και Ε 3.4 για σύμβαση μαθητείας.

 

Άρθρο 12 – Τροποποίηση του άρθρου 80 του ν. 4144/2013 (Α’ 88)

Η περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 80 του ν. 4144/2013 (Α’ 88) αντικαθίσταται ως
εξής:

«β. Όταν διαπιστώνεται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα αλλαγή ή τροποποίηση του
ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας χωρίς αυτή να έχει
καταχωρηθεί, σύμφωνα με την περ. α’, πριν από την έναρξη πραγματοποίησής της,
επιβάλλονται με πράξη του αρμοδίου οργάνου σε βάρος του εργοδότη κυρώσεις,
σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3996/2011. Για κάθε εργαζόμενο, για τον
οποίο διαπιστώνεται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα απασχόληση σε υπερωρία ή
υπερεργασία χωρίς αυτή να έχει καταχωρηθεί πριν από την έναρξη πραγματοποίησής
της, σύμφωνα με την περ. α’, επιβάλλονται με πράξη του αρμοδίου οργάνου σε βάρος
του εργοδότη κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3996/2011

 

Ισχύουσα διάταξη

Προτεινόμενη αλλαγή

1.α. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο
πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ » κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή
της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και
την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου
εργασίας, και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους
εργαζομένους, καθώς και την υπερεργασία και τη νόμιμη κατά την ισχύουσα
νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση πριν την έναρξη πραγματοποίησής της.
β. Αν διαπιστωθεί από τα αρμόδια ελεγκτικά
όργανα τροποποίηση ωραρίου εργασίας εργαζομένου ή υπερωριακή του
απασχόληση χωρίς αυτή να έχει γνωστοποιηθεί κατά τα ανωτέρω πριν την
έναρξη πραγματοποίησής της, επιβάλλονται με πράξη του αρμόδιου οργάνου
σε βάρος του εργοδότη κυρώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 28 του ν.


3996/2011.

γ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που
γνωστοποιούνται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του
παρόντος.
δ. Η παρ. 1 του άρθρου 55 του ν.

4310/2014 (Α’ 258) καταργείται και οι υπόλοιπες παράγραφοι του
άρθρου αναριθμούνται αντίστοιχα.
ε. Η ισχύς της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την έκδοση της απόφασης
της περίπτωσης γ’.

1.α. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο
πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ » κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή
της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, το αργότερο έως και
την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου
εργασίας, και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους
εργαζομένους, καθώς και την υπερεργασία και τη νόμιμη κατά την ισχύουσα
νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση πριν την έναρξη πραγματοποίησής της.
β. Όταν διαπιστώνεται από τα αρμόδια ελεγκτικά
όργανα αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του
χρόνου εργασίας χωρίς αυτή να έχει καταχωρηθεί, σύμφωνα με την περ. α’,
πριν από την έναρξη πραγματοποίησής της, επιβάλλονται με πράξη του
αρμοδίου οργάνου σε βάρος του εργοδότη κυρώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 24
και 28 του ν. 3996/2011. Για κάθε εργαζόμενο, για τον οποίο
διαπιστώνεται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα απασχόληση σε υπερωρία ή
υπερεργασία χωρίς αυτή να έχει καταχωρηθεί πριν από την έναρξη
πραγματοποίησής της, σύμφωνα με την περ. α’, επιβάλλονται με πράξη του
αρμοδίου οργάνου σε βάρος του εργοδότη κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 24
και 28 του ν. 3996/2011.

γ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που
γνωστοποιούνται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του
παρόντος.
δ. Η παρ. 1 του άρθρου 55 του ν.

4310/2014 (Α’ 258) καταργείται και οι υπόλοιπες παράγραφοι του
άρθρου αναριθμούνται αντίστοιχα.
ε. Η ισχύς της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την έκδοση της απόφασης
της περίπτωσης γ’.

 

Άρθρο 42 – Καθορισμός της 26ης Δεκεμβρίου ως ημέρας υποχρεωτικής αργίας

1. Στην παρ. 1 του άρθρου 4 του β.δ.

748/1966 (Α’ 179) προστίθεται περ. ε’ ως εξής: «ε) Η 26η Δεκεμβρίου.»

2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.δ. 3755/1957 (Α’
182) προστίθεται η φράση «και ζ) η της 26ης Δεκεμβρίου».

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται η υπ’ αριθμ.
59635/1063/13.12.2017 απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β’ 4487).

 

Ισχύουσα διάταξη (άρθρου 4 του
Β.Δ. 748/1966)

Προτεινόμενη αλλαγή  (άρθρου
4 του Β.Δ. 748/1966)

1. Kαθορίζονται ως ημέραι υποχρεωτικής αργίας οι
κάτωθι:
α. η 25η Μαρτίου
β. η Δευτέρα του Πάσχα
γ. η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και
δ. η εορτή της Γεννήσεως του Χρηστού
 

1. Kαθορίζονται ως ημέραι υποχρεωτικής αργίας οι κάτωθι:
α. η 25η Μαρτίου
β. η Δευτέρα του Πάσχα
γ. η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και
δ. η εορτή της Γεννήσεως του Χρηστού
ε) Η 26η Δεκεμβρίου.

 

Ισχύουσα διάταξη (άρθρου 2 παρ. 2
του Ν.Δ. 3755/1957)

Προτεινόμενη αλλαγή  (άρθρου
2 παρ. 2 του Ν.Δ. 3755/1957)

2. Ως εξαιρέσιμοι εορταί καθ`ας
παρέχεται κατά τ`ανωτέρω προαύξησις νοούνται α) η της 25ης Μαρτίου, β) η
της Δευτέρας του Πάσχα, γ) ή της
1ης Μαΐου, δ) η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η Αυγούστου), ε) ή της
28ης Οκτωβρίου και στ) η της Γεννήσεως του Χριστού (25 Δεκεμβρίου).
Εκ τούτων κατά τας 1ην Μαΐου και 28ην Οκτωβρίου, η απασχόλησις των
μισθωτών απόκειται αποκλειστικώς εις την διακριτικήν εξουσίαν του Εργοδότου.

 

2. Ως εξαιρέσιμοι εορταί καθ`ας παρέχεται κατά
τ`ανωτέρω προαύξησις νοούνται α) η της 25ης Μαρτίου, β) η της Δευτέρας
του Πάσχα, γ) ή της
1ης Μαΐου, δ) η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η Αυγούστου), ε) ή της
28ης Οκτωβρίου και στ) η της Γεννήσεως του Χριστού (25 Δεκεμβρίου)
και ζ) η της 26ης Δεκεμβρίου.
Εκ τούτων κατά τας 1ην Μαΐου και 28ην Οκτωβρίου, η απασχόλησις των
μισθωτών απόκειται αποκλειστικώς εις την διακριτικήν εξουσίαν του Εργοδότου.

 

 

Άρθρο 40 – Ηλεκτρονική κοινοποίηση εγγράφων και πράξεων του ΣΕΠΕ

Το άρθρο 27 του ν.

3996/2011 (Α’ 170) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η κοινοποίηση κάθε είδους διοικητικής πράξης και εγγράφου που εκδίδεται από
όλα τα όργανα και τις Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ πραγματοποιείται μέσω του Ολοκληρωμένου
Πληροφοριακού Συστήματος του ΣΕΠΕ (ΟΠΣ – ΣΕΠΕ), με ανάρτηση στον προσωπικό
λογαριασμό του αποδέκτη και παράλληλη αποστολή ειδοποίησης στο ηλεκτρονικό του
ταχυδρομείο.

2. Οι ανωτέρω πράξεις και έγγραφα θεωρείται ότι έχουν νομίμως κοινοποιηθεί μετά
την παρέλευση δέκα (10) ημερών από την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας ανάρτησης
και αποστολής ειδοποίησης στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, της προθεσμίας αυτής
αρχομένης από οποιαδήποτε ενέργεια (ανάρτηση ή ηλεκτρονική ειδοποίηση) λάβει
χώρα τελευταία, εφόσον δεν προκύπτει προγενέστερος χρόνος παραλαβής του
κοινοποιούμενου εγγράφου ή της κοινοποιούμενης πράξης.

3. Η κοινοποίηση συνοδεύεται από έκδοση εκτυπώσιμης ηλεκτρονικής βεβαίωσης
ολοκλήρωσής της, στην οποία αναγράφονται η ημερομηνία και η ώρα κοινοποίησης, ο
αριθμός πρωτοκόλλου της βεβαίωσης κοινοποίησης, η επωνυμία ή το ονοματεπώνυμο
και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του εργοδότη καθώς και το είδος, ο
αριθμός πρωτοκόλλου, η ημερομηνία και το όργανο έκδοσης της κοινοποιούμενης
πράξης ή του κοινοποιούμενου εγγράφου. Η ηλεκτρονική βεβαίωση ολοκλήρωσης
αρχειοθετείται στον προσωπικό λογαριασμό του χρήστη και στο φάκελο («προφίλ»)
του εργοδότη που τηρείται στο ΟΠΣ – ΣΕΠΕ.

4. Οι αποδέκτες των πράξεων και των εγγράφων δεν μπορούν να επικαλούνται έναντι
των οργάνων και των Υπηρεσιών του ΣΕΠΕ οποιαδήποτε μεταβολή της διεύθυνσης
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την οποία δεν έχουν δηλώσει μέσω του ΟΠΣ – ΣΕΠΕ και
μέχρι το χρόνο ενημέρωσης της μεταβολής αυτής.

5. Υπό την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, όταν για οποιοδήποτε λόγο δεν
είναι δυνατή η κοινοποίηση μέσω του ΟΠΣ – ΣΕΠΕ, αυτή πραγματοποιείται με κάθε
πρόσφορο τρόπο, όπως ιδίως με αποστολή με συστημένη επιστολή ή επίδοση με
δικαστικό επιμελητή.»

Ισχύουσα διάταξη (άρθρο 27 ν. 3996/2011)

Προτεινόμενη αλλαγή  (άρθρο 27 ν. 3996/2011)

1. Η επίδοση των πράξεων που εκδίδει το Σ.ΕΠ.Ε. γίνεται με την παράδοση των εγγράφων αυτών με κάθε πρόσφορο μέσο και αποδεικνύεται με σχετική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου. Για την επίδοση των πράξεων αυτών εφαρμόζονται το άρθρο 19 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και τα άρθρα 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), σχετικά με τις επιδόσεις.

2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με τη σχετική απόδειξη παραλαβής.

 

1. Η κοινοποίηση κάθε είδους διοικητικής πράξης και εγγράφου που εκδίδεται από όλα τα όργανα και τις Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ πραγματοποιείται μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ΣΕΠΕ (ΟΠΣ – ΣΕΠΕ), με ανάρτηση στον προσωπικό λογαριασμό του αποδέκτη και παράλληλη αποστολή ειδοποίησης στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο.
2. Οι ανωτέρω πράξεις και έγγραφα θεωρείται ότι έχουν νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δέκα (10) ημερών από την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας ανάρτησης και αποστολής ειδοποίησης στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, της προθεσμίας αυτής αρχομένης από οποιαδήποτε ενέργεια (ανάρτηση ή ηλεκτρονική ειδοποίηση) λάβει χώρα τελευταία, εφόσον δεν προκύπτει προγενέστερος χρόνος παραλαβής του κοινοποιούμενου εγγράφου ή της κοινοποιούμενης πράξης.
3. Η κοινοποίηση συνοδεύεται από έκδοση εκτυπώσιμης ηλεκτρονικής βεβαίωσης ολοκλήρωσής της, στην οποία αναγράφονται η ημερομηνία και η ώρα κοινοποίησης, ο αριθμός πρωτοκόλλου της βεβαίωσης κοινοποίησης, η επωνυμία ή το ονοματεπώνυμο και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του εργοδότη καθώς και το είδος, ο αριθμός πρωτοκόλλου, η ημερομηνία και το όργανο έκδοσης της κοινοποιούμενης πράξης ή του κοινοποιούμενου εγγράφου. Η ηλεκτρονική βεβαίωση ολοκλήρωσης αρχειοθετείται στον προσωπικό λογαριασμό του χρήστη και στο φάκελο («προφίλ») του εργοδότη που τηρείται στο ΟΠΣ – ΣΕΠΕ.
4. Οι αποδέκτες των πράξεων και των εγγράφων δεν μπορούν να επικαλούνται έναντι των οργάνων και των Υπηρεσιών του ΣΕΠΕ οποιαδήποτε μεταβολή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την οποία δεν έχουν δηλώσει μέσω του ΟΠΣ – ΣΕΠΕ και μέχρι το χρόνο ενημέρωσης της μεταβολής αυτής.
5. Υπό την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, όταν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι δυνατή η κοινοποίηση μέσω του ΟΠΣ – ΣΕΠΕ, αυτή πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο τρόπο, όπως ιδίως με αποστολή με συστημένη επιστολή ή επίδοση με δικαστικό επιμελητή.
 

Πηγή: Taxheaven