«Σπάσε από δω ρε αλήτη…»
Άρθρο Υπ’ Αρ. 327Σπάσε από δω ρε αλήτη…«Σπάσε από δω ρε αλήτη!», και μ’ ένα σπρώξιμο βρέθηκε ο Αντρέας με το κεφάλι στο ξύλινο παγκάκι. Μάτωσε στο μέτωπο, δαγκώθηκε από τον πόνο.. Σαν φοβισμένο σκυλί, σύρθηκε λίγο πιο πέρα από το μαγαζί του Δανέζη. Στύλωσε τα πόδια του και με τον ουρανό να στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι του περπάτησε την οδό Χεϋδεν. Στην γωνιά σταμάτησε, ακούμπησε την πλάτη στην μάντρα του Ρίμπεση και κοίταζε, φοβισμένος, το μαγαζί του Δανέζη. Τι τον πείραξε και τον έσπρωξε; Δεν ακουμπούσε την βιτρίνα του! Στην άκρη καθότανε μονάχα για να προφυλαχθεί από την βροχή… Μπροστά απ’ αυτόν, στην στάση του λεωφορείου, μια φάτσα μικρού παιδιού κάτω από ένα μπεζ σκούφο, τον κοίταζε κατάματα. Λίγο πριν αστράψει η μάνα του ένα χαστούκι στο μάγουλο, πρόλαβε ο μικρός και του χαμογέλασε. Τρέχει ο Αντρέας να προφυλαχθεί…Από τη βροχή; Τούτο το έκανε χρόνια τώρα αφότου έχασε τους γονείς του. Κανείς δεν ήθελε κοντά του έναν τρελό, γι αυτό κι αυτός, έκαμε από τότε τους δρόμους για σπίτι του. Όσο περνούσε όμως ο καιρός συνειδητοποιούσε πως κι οι δρόμοι ήταν τελικά ιδιοκτησία των άλλων. Γιατί άλλωστε τον έδιωχναν όπου κι αν αυτός κούρνιαζε το πληγωμένο κορμί του; Βιαστικά διέσχισε την Αριστοτέλους. Δεν άκουγε τις κόρνες και τα φρεναρίσματα άκουσε όμως καθαρά εκείνες τις κουβέντες για τη μάνα του. Τη μάνα του που δεν είχε πειράξει μήτε μυρμήγκι η κακομοίρα..Άκου τη μάνα του… Κι έσπασε ο αλήτης… Κοκάλωσε καταμεσής του δρόμου, όρθωσε το κορμί του και φώναζε με όση δύναμη είχε για βοήθεια!! Κοίταζε ψηλά και φώναζε για βοήθεια ! Στην εικόνα αυτή τα κορναρίσματα σταμάτησαν και οι οδηγοί σώπασαν. Πάγωσε ο κόσμος βλέποντας τον να φωνάζει όλο και πιο δυνατά από τα βάθη της ψυχή του… – Μάνα!!! Μάνα!! Πάρε με μάνα!!! Τον έβλεπε ο πατέρας του, τον έβλεπε κι δόλια η μάνα του μα τι μπορούσαν να κάνουν.. Μονάχα αγκαλιάστηκαν. Σταυρουλάκης Αρτεμ. ΚωνσταντίνοςΛογιστής – Φοροτεχνικός – Χανιά ΚρήτηςE-mail: [email protected]