Στις 8 ιουνίου η ψηφορορία από το Ε.Κ. για την οδηγία επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Στις 8 Iουνίου τίθεται σε ψηφοφορία από το Ε.Κ. η πρόταση του συμβουλίου για την οδηγία επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι προτεινόμενοι από την Επιτροπή
οι νέοι κανόνες μόλις πριν από επτά μήνες, θα επιτρέψουν στις
επιχειρήσεις και τους πολίτες να μειώσουν τη διπλή φορολογία, ένα από τα
μεγαλύτερα εμπόδια στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Ο
μηχανισμός επίλυσης διαφορών είναι απαραίτητος για τη δίκαιη φορολογία:
οι ιδιώτες και οι εταιρείες θα πρέπει να πληρώνουν το δίκαιο μερίδιο του
φόρου τους, αλλά δεν θα πρέπει να το καταβάλλουν δύο φορές.
Η νέα οδηγία θα διασφαλίζει ότι, όταν το εισόδημα φορολογείται διπλά, οι
φορολογούμενοι θα έχουν μια σαφή, γρήγορη και οριστική διαδικασία
επίλυσης του θέματος, είτε με τη συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών
μελών είτε με απόφαση συμβουλευτικής επιτροπής. Οι πολίτες και οι μικρές επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από μια ακόμη απλουστευμένη διαδικασία.
Ο οδηγία που τίθεται σε ψηφοφορία:
Πρόταση
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
για τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
{SWD(2016) 343 final}{SWD(2016) 344 final}
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
•Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης
Από την πρώτη ημέρα της εντολής της, η Επιτροπή
έχει θέσει στην κορυφή του πολιτικού της θεματολογίου τη δημιουργία
θέσεων εργασίας, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Προκειμένου να
επιτύχει τις εν λόγω προεξάρχουσες προτεραιότητες, η Επιτροπή προωθεί,
μεταξύ άλλων, ένα φιλόδοξο θεματολόγιο μεταρρυθμίσεων για βαθύτερη και
δικαιότερη εσωτερική αγορά, ως βασικό θεμέλιο για την οικοδόμηση μιας
πιο ισχυρής και ανταγωνιστικής οικονομίας της ΕΕ.
Οι εν λόγω στόχοι οδηγούν, σε ό,τι αφορά τη
φορολογία, στην ανάγκη οικοδόμησης ενός δίκαιου και αποδοτικού
συστήματος φορολόγησης των εταιρειών στην ΕΕ.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας
των φορολογικών συστημάτων, η Επιτροπή έχει θέσει ως βασική
προτεραιότητά της την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής
και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και έχει προωθήσει ένα πολύ
ενεργό θεματολόγιο μεταρρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό —σε στενή συνεργασία
με τα κράτη μέλη και με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου— η
Επιτροπή οικοδομεί μια ισχυρή αμυντική δομή κατά της φοροδιαφυγής και
της φοροαποφυγής στην Ευρώπη, ένα ισχυρό σύστημα αντιμετώπισης
εξωτερικών απειλών για τις φορολογικές βάσεις των κρατών μελών και μια
σαφή πορεία προς δικαιότερη φορολογία για όλους τους πολίτες και τις
επιχειρήσεις της ΕΕ. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα φορολογικά
συστήματα είναι και αποδοτικά, ώστε να μπορούν να στηρίξουν μια πιο
ισχυρή και ανταγωνιστική οικονομία. Αυτό θα πρέπει να γίνει με τη
δημιουργία ενός ευνοϊκότερου φορολογικού περιβάλλοντος για τις
επιχειρήσεις που μειώνει το κόστος συμμόρφωσης και τον διοικητικό φόρτο,
και διασφαλίζει τη φορολογική ασφάλεια. Συγκεκριμένα, η σημασία της
φορολογικής ασφάλειας για την προώθηση των επενδύσεων και την ενίσχυση
της ανάπτυξης αναγνωρίστηκε πρόσφατα από τους ηγέτες της G20 και έχει
γίνει ο νέος παγκόσμιος στόχος στον τομέα της φορολογίας.
Η καταπολέμηση της φοροαποφυγής και
του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε
παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει επομένως να συμβαδίζει με τη δημιουργία
ενός ανταγωνιστικού φορολογικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις.
Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δίκαιο είναι το
φορολογικό σύστημα που διασφαλίζει όχι μόνο ότι τα κέρδη φορολογούνται
πράγματι εκεί όπου παράγονται, αλλά και ότι αυτά δεν φορολογούνται
διπλά.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν
οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο είναι η
διπλή φορολογία. Υπάρχουν ήδη μηχανισμοί για την επίλυση διαφορών διπλής
φορολογίας. Πρόκειται για τις διαδικασίες φιλικού διακανονισμού (ΔΦΔ)
που προβλέπονται σε συμβάσεις για την αποφυγή της διπλής φορολογίας που
συνάπτονται από τα κράτη μέλη, καθώς και στη Σύμβαση περί διαδικασίας
διαιτησίας της Ένωσης
1
για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας
σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή
παρακολουθεί σε ετήσια βάση τον αριθμό υποθέσεων που εξετάζουν τα κράτη
μέλη και τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Η ανάλυση δείχνει ότι υπάρχουν
υποθέσεις που δεν υπάγονται στους υφιστάμενους μηχανισμούς, δεν
εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας
της Ένωσης ή τις συμβάσεις για την αποφυγή της διπλής φορολογίας,
«παγώνουν» χωρίς ενημέρωση του φορολογούμενου για τους λόγους ή δεν
επιλύονται ποτέ.
Μολονότι οι υφιστάμενοι μηχανισμοί λειτουργούν
καλά σε αρκετές περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να βελτιωθούν σε ό,τι
αφορά την πρόσβαση των φορολογούμενων σε αυτούς, την κάλυψη, την έγκαιρη
εφαρμογή και την αποτελεσματικότητά τους. Επιπλέον, οι παραδοσιακές
μέθοδοι επίλυσης διαφορών δεν συνάδουν πλέον πλήρως με την πολυπλοκότητα
και τους κινδύνους του υφιστάμενου παγκόσμιου φορολογικού
περιβάλλοντος.
Επομένως, πρέπει να βελτιωθούν οι υφιστάμενοι
μηχανισμοί επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας στην ΕΕ με στόχο τον
σχεδιασμό ενός δίκαιου και αποδοτικού φορολογικού συστήματος που αυξάνει
την ασφάλεια δικαίου. Αυτό θα συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός
δίκαιου φορολογικού συστήματος και στο να διασφαλιστεί ότι η εσωτερική
αγορά της ΕΕ παραμένει ελκυστικό περιβάλλον για επενδύσεις.
Η προτεινόμενη οδηγία εστιάζει στις επιχειρήσεις
και τις εταιρείες, δηλαδή τα κύρια ενδιαφερόμενα μέρη που επηρεάζονται
σε περιπτώσεις διπλής φορολογίας. Βασίζεται στην υφιστάμενη Σύμβαση περί
διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης που ήδη περιέχει πρόβλεψη για
υποχρεωτικό και δεσμευτικό μηχανισμό διαιτησίας, ωστόσο διευρύνει το
πεδίο εφαρμογής της σε τομείς που δεν καλύπτονται επί του παρόντος και
προσθέτει κατηγορίες στοχευμένης εφαρμογής με σκοπό την αντιμετώπιση των
βασικών διαπιστωμένων ελλείψεων, όσον αφορά την εφαρμογή και την
αποτελεσματικότητα του εν λόγω μηχανισμού.
•Συνοχή με ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής
Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με σχέδιο δράσης
για ένα δικαιότερο και αποδοτικότερο σύστημα φορολόγησης των εταιρειών
στην ΕΕ που εκδόθηκε στις 17 Ιουνίου 2015
προσδιορίζει πέντε νευραλγικούς τομείς
δράσης. Ένας από τους εν λόγω τομείς αφορούσε τη δημιουργία βελτιωμένου
φορολογικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ, με σκοπό την
προαγωγή της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην ενιαία αγορά. Η
ανακοίνωση επισήμανε την πρόταση για κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας
εταιρειών (ΚΕΒΦΕ), που προβλέπεται να εκδοθεί την ίδια ημέρα με την
παρούσα πρόταση, ως βασικό βήμα προς ένα καλύτερο φορολογικό περιβάλλον
για τις επιχειρήσεις, αναγνώρισε ωστόσο ότι, στο μεταξύ, το φορολογικό
περιβάλλον της ΕΕ για τις επιχειρήσεις θα πρέπει να ενισχυθεί με άλλες
πρωτοβουλίες.
Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει αυτή για την ΚΕΒΦΕ.
Καθώς η ενοποίηση είναι μόνο το δεύτερο στάδιο της νέας προσέγγισης στην
ΚΕΒΦΕ, θα υπάρχει ακόμη ανάγκη για αποτελεσματικούς μηχανισμούς
επίλυσης διαφορών. Επιπλέον, μολονότι η πλήρης έγκριση ΚΕΒΦΕ έχει
σχεδιαστεί ώστε να διασφαλίζει ότι τα κέρδη φορολογούνται εκεί όπου
παράγονται, δεν θα εμπίπτουν όλες οι εταιρείες στο υποχρεωτικό πεδίο
εφαρμογής της ΚΕΒΦΕ. Επομένως, είναι εύλογο να αναμένεται ότι ακόμη και
στη συνέχεια, ορισμένες διαφορές διπλής φορολογίας θα συνεχίσουν να
ανακύπτουν, για την επίλυση των οποίων είναι απαραίτητο να προβλεφθούν
κατάλληλοι μηχανισμοί.
Εξάλλου, η παρούσα πρόταση βασίζεται σε ισχύουσες
διατάξεις στον τομέα πολιτικής, ιδίως τη Σύμβαση περί διαδικασίας
διαιτησίας της Ένωσης. Η προτεινόμενη οδηγία έχει ως στόχο τη διεύρυνση
του πεδίου εφαρμογής και τη βελτίωση των υφιστάμενων διαδικασιών και
μηχανισμών χωρίς την αντικατάστασή τους. Έτσι διασφαλίζεται ότι τα κράτη
μέλη αφενός έχουν στη διάθεσή τους πιο λεπτομερείς διαδικαστικές
διατάξεις για την εξάλειψη διαφορών διπλής φορολογίας και αφετέρου έχουν
αρκετή ευελιξία ώστε να συμφωνούν μεταξύ τους για τον μηχανισμό της
επιλογής τους. Η θέση του φορολογούμενου βελτιώνεται από πολλές απόψεις.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, οι φορολογούμενοι αποκτούν
ενισχυμένα δικαιώματα επιβολής —βάσει ορισμένων κριτηρίων— της σύστασης
μηχανισμών επίλυσης διαφορών, ενώ παράλληλα θα είναι καλύτερα
ενημερωμένοι σχετικά με τη διαδικασία και θα μπορούν να βασιστούν στην
υποχρέωση των κρατών μελών να επιτυγχάνουν δεσμευτικά αποτελέσματα.
•Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης
Η παρούσα πρόταση εμπίπτει στις πρωτοβουλίες της
Επιτροπής για πιο δίκαιη και αποτελεσματική φορολογία. Θα συμβάλλει στην
εξάλειψη των φορολογικών εμποδίων τα οποία δημιουργούν στρεβλώσεις που
παρακωλύουν την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Θα συμβάλλει
επομένως σε μια βαθύτερη και δικαιότερη εσωτερική αγορά.
2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ
•Νομική βάση
Η νομοθεσία σχετικά με τους άμεσους φόρους εμπίπτει
στο άρθρο 115 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Η διάταξη
αυτή ορίζει ότι τα νομικά μέτρα προσέγγισης δυνάμει του εν λόγω άρθρου
περιβάλλονται τον νομικό τύπο της οδηγίας.
•Επικουρικότητα
Η παρούσα πρόταση συνάδει με την αρχή της
επικουρικότητας. Η φύση του αντικειμένου απαιτεί μια κοινή πρωτοβουλία
σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Οι κανόνες της παρούσας οδηγίας
αποσκοπούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας
των μηχανισμών επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας, καθώς οι εν λόγω
διαφορές δημιουργούν σοβαρά εμπόδια στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής
αγοράς. Οι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας είναι εκ
φύσεως διμερείς ή πολυμερείς διαδικασίες που απαιτούν συντονισμένη δράση
μεταξύ των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη αλληλοεξαρτώνται κατά την
εφαρμογή μηχανισμών επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας: ακόμη και αν
είναι διαθέσιμοι συναφείς μηχανισμοί επίλυσης διαφορών διπλής
φορολογίας, οι ελλείψεις που εντοπίζονται, όπως η απαγόρευση της
προσφυγής σε αυτούς ή η διάρκεια της διαδικασίας, θα επιλύονται
αποτελεσματικά μόνο αν αντιμετωπίζονται και συμφωνούνται αμοιβαία από τα
κράτη μέλη.
Η ασφάλεια και η προβλεψιμότητα δικαίου σε
επίπεδο φορολογούμενου μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω μιας δέσμης
κοινών κανόνων που θεσπίζουν σαφή υποχρέωση ως προς το αποτέλεσμα, τους
όρους για την αποτελεσματική εξάλειψη της διπλής φορολογίας και που
διασφαλίζουν τη συνεπή εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο
μηχανισμών επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας σε ολόκληρη την ΕΕ.
Επιπλέον, μια πρωτοβουλία της ΕΕ θα προσέδιδε προστιθέμενη αξία σε σχέση
με τους υφιστάμενους εθνικούς κανόνες ή τις διμερείς συμφωνίες, με τη
δημιουργία ενός συντονισμένου και ευέλικτου πλαισίου.
Η προσέγγιση αυτή είναι επομένως σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΛΕΕ.
•Αναλογικότητα
Το προβλεπόμενο μέτρο δεν υπερβαίνει τα απολύτως
απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του. Βασίζεται στους
υφιστάμενους μηχανισμούς και προσθέτει έναν περιορισμένο αριθμό κανόνων
για τη βελτίωσή τους. Οι εν λόγω κανόνες είναι σχεδιασμένοι ώστε να
ανταποκρίνονται στις διαπιστωμένες ελλείψεις. Η οδηγία αναφέρεται επίσης
στους μηχανισμούς εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών και τις
διαδικασίες προσφυγής που υφίστανται ήδη σε άλλους τομείς. Τέλος, η
οδηγία εξασφαλίζει τον βασικό βαθμό συντονισμού εντός της Ένωσης.
Οι στόχοι της παρούσας πρότασης μπορούν να
επιτευχθούν με ελάχιστα έξοδα για τις επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη,
ενώ παράλληλα αποφεύγονται οι φορολογικές δαπάνες και το κόστος
συμμόρφωσης για τις εταιρείες, καθώς και οι περιττές διοικητικές δαπάνες
για τις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών.
Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόταση δεν υπερβαίνει τα
απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων της και, ως εκ τούτου,
συμμορφώνεται με την αρχή της αναλογικότητας.
•Επιλογή του νομικού μέσου
Η πρόταση βασίζεται σε οδηγία, που είναι το διαθέσιμο μέσο, σύμφωνα με τη νομική βάση του άρθρου 115 ΣΛΕΕ.
3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ
•Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη
Από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 10 Μαΐου 2016 η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση, στην οποία ζητήθηκε
ανατροφοδότηση σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση, τους στόχους, τα
πιθανά είδη δράσης και τις επιλογές που εξετάστηκαν. Συνολικά
υποβλήθηκαν 87 παρατηρήσεις.
Η πρωτοβουλία συγκέντρωσε τη γενική υποστήριξη
ομάδων ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων και ενός αριθμού κρατών μελών που
εκφράζουν ανησυχία κυρίως για τον αρνητικό αντίκτυπο της απουσίας δράσης
σε επίπεδο ΕΕ. Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, οι ιδιώτες και οι άλλοι
συμμετέχοντες στη διαβούλευση όχι μόνο δεν εξέφρασαν αρνητική θέση αλλά,
αντιθέτως, τόνισαν τον σχετικά θετικό αντίκτυπο άλλων πρωτοβουλιών,
όπως η ΚΕΒΦΕ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων θεώρησε
ότι θα πρέπει να προβλέπονται αποτελεσματικά μέτρα για τη διασφάλιση της
άρσης της διπλής φορολογίας στην ΕΕ και ότι οι υφιστάμενοι μηχανισμοί
δεν επαρκούν όσον αφορά το πεδίο της υποχρεωτικής και δεσμευτικής
επίλυσης διαφορών, την εκτελεστότητα και την αποδοτικότητα. Θεώρησαν ότι
η υφιστάμενη κατάσταση είναι επιζήμια για την ανάπτυξη, δημιουργεί
φραγμούς και αποτρέπει τους ξένους επενδυτές από το να επενδύουν στην
εσωτερική αγορά της ΕΕ. Οι συμμετέχοντες επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές
ότι υφίσταται ανάγκη ανάληψης δράσης στην ΕΕ και ότι αυτό θα πρέπει να
γίνει βάσει των υφιστάμενων μηχανισμών. Όσον αφορά τους στόχους, θα
πρέπει να διασφαλίζουν την εξάλειψη της διπλής φορολογίας, να είναι
συμβατοί με τις διεθνείς εξελίξεις και να προβλέπουν ισχυρότερο ρόλο για
τον φορολογούμενο.
•Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας
Οι υπηρεσίες της Επιτροπής οργάνωσαν συνεδρίαση
του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης (JTPF ΕΕ) και
της πλατφόρμας για τη χρηστή φορολογική διακυβέρνηση (πλατφόρμα ΕΕ),
στις 18 Φεβρουαρίου 2016 και στις 15 Μαρτίου 2016 αντίστοιχα
3
, προκειμένου να συζητηθεί το εν λόγω
ζήτημα με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα κράτη μέλη. Συνοπτική παρουσίαση
όλων των δραστηριοτήτων διαβούλευσης που διενεργούνται από την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή για τη στήριξη αυτής της πρωτοβουλίας υπάρχει στον δικτυακό
τόπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η πρωτοβουλία συζητήθηκε περαιτέρω με
τους αντιπροσώπους των κρατών μελών στις 26 Ιουλίου 2016.
•Εκτίμηση των επιπτώσεων
Η πρόταση υποστηρίζεται από εκτίμηση επιπτώσεων
που εξετάστηκε από την επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου στις 7 Σεπτεμβρίου
2016. Η επιτροπή εξέφρασε θετική γνώμη.
Η πρόταση βασίζεται στην προτιμώμενη επιλογή που
προσδιορίζεται στην εκτίμηση των επιπτώσεων, η οποία συνίσταται στην
δημιουργία ενός υποχρεωτικού, δεσμευτικού και αποδοτικού μηχανισμού
επίλυσης διαφορών, δηλαδή μιας διαδικασίας φιλικού διακανονισμού σε
συνδυασμό με στάδιο διαιτησίας, με σαφές χρονικό όριο και υποχρέωση ως
προς το αποτέλεσμα για όλα τα κράτη μέλη. Η πρόταση εφαρμόζεται σε όλους
τους φορολογούμενους που υπόκεινται σε έναν από τους απαριθμούμενους
φόρους εισοδήματος επί των κερδών επιχειρήσεων.
Όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις, η πρόταση
θα μειώσει το κόστος συμμόρφωσης και τα δικαστικά έξοδα για τις
εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ ως προς τις διασυνοριακές τους
δραστηριότητες. Θα μειώσει επίσης τόσο τις εξωτερικές δαπάνες όσο και
τις εσωτερικές διοικητικές δαπάνες που σχετίζονται με τη διαχείριση
τέτοιων διαφορών. Θα διευκολύνει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων εντός της
ΕΕ με την παροχή μεγαλύτερης ασφάλειας και προβλεψιμότητας στους
επενδυτές, όσον αφορά την εξουδετέρωση των πρόσθετων δαπανών που
ανακύπτουν από τη διπλή φορολογία. Σε επίπεδο φορολογικών διοικήσεων, η
πρόταση αναμένεται να μειώσει τις καθυστερήσεις και τα διαδικαστικά
έξοδα, αλλά και να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για τη βέλτιστη προσαρμογή
της ικανότητας της διοίκησης και των εσωτερικών διαδικασιών. Θα
βελτιώσει επομένως την αποδοτικότητα. Αναμένεται να έχει θετικό
αντίκτυπο στην είσπραξη των φόρων μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, καθώς
θα ενισχύσει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα
βελτιώσει την εμπιστοσύνη των φορολογούμενων στο φορολογικό σύστημα
συνολικά, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να ενθαρρύνει την οικειοθελή
συμμόρφωση.
Ως προς τα κοινωνικά οφέλη, η παρούσα
πρωτοβουλία ανταποκρίνεται στην αυξανόμενη απαίτηση του κοινού για ένα
δίκαιο και αποδοτικό φορολογικό σύστημα. Θα εξασφαλίσει συνέπεια στην
αντιμετώπιση διαφορών διπλής φορολογίας για διασυνοριακές συναλλαγές σε
επίπεδο ΕΕ και θα προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τον τρόπο
που επιλύονται οι εν λόγω περιπτώσεις διαφορών.
•Θεμελιώδη δικαιώματα
Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα
και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία
επιδιώκει να εξασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αμερόληπτου
δικαστηρίου, με την παροχή στους φορολογούμενους της δυνατότητας
προσφυγής στα εθνικά αρμόδια δικαστήριά τους κατά το στάδιο της επίλυσης
διαφορών σε περίπτωση απαγόρευσης προσφυγής ή όταν τα κράτη μέλη δεν
θεσπίζουν συμβουλευτική επιτροπή. Διασφαλίζει επίσης την επιχειρηματική
ελευθερία.
4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Οι επιπτώσεις της πρότασης στον προϋπολογισμό της
ΕΕ παρουσιάζονται στο δημοσιονομικό δελτίο που συνοδεύει την πρόταση και
θα καλυφθούν εντός των διαθέσιμων πόρων.
5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
•Σχέδια εφαρμογής και παρακολούθηση, αξιολόγηση και ρυθμίσεις περί υποβολής εκθέσεων
Η Επιτροπή θα παρακολουθεί την εφαρμογή της
παρούσας οδηγίας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Οι σχετικές πληροφορίες
θα συγκεντρώνονται κατά κύριο λόγο από τα κράτη μέλη.
Προτείνεται η επέκταση του υφιστάμενου πλαισίου
παρακολούθησης της εφαρμογής της Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας
της Ένωσης σε επίπεδο JTPF ΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις διαφορών διπλής
φορολογίας σε διασυνοριακές καταστάσεις που καλύπτονται από τη νέα
νομική πράξη και συγκεντρώνονται σε ετήσια βάση. Η συλλογή των παρακάτω πληροφοριών θα επιτρέψει στην Επιτροπή να αξιολογήσει κατά πόσο επιτεύχθηκαν οι στόχοι:
–αριθμός υποθέσεων που κινήθηκαν/έκλεισαν/εκκρεμούν σε ολόκληρη την ΕΕ
–διάρκεια των μηχανισμών επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένων των λόγων που δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προθεσμίες
–αριθμός περιπτώσεων που κράτος μέλος απέκλεισε την πρόσβαση
–ποσά φόρου που αφορούν οι υποθέσεις (γενικά αλλά και για αυτές που υποβάλλονται σε διαιτησία)
–αριθμός περιπτώσεων που ζητήθηκε διαιτησία.
Καθώς τα στατιστικά δεδομένα ήδη συλλέγονται και θα
πρέπει να συνεχίσουν να συλλέγονται σε ετήσια βάση, αναμένεται ότι τα
έξοδα της εν λόγω δραστηριότητας θα παραμείνουν ίδια για τα κράτη μέλη
και για την Επιτροπή.
Πέντε έτη μετά την εφαρμογή του μέσου, η Επιτροπή
θα αξιολογήσει την κατάσταση όσον αφορά την επίλυση διαφορών διπλής
φορολογίας σε διασυνοριακές καταστάσεις για εταιρείες στην ΕΕ, σε σχέση
με τους στόχους και τον γενικό αντίκτυπο στις εταιρείες και την
εσωτερική αγορά.
•Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης
Η οδηγία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους όρους
της Σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση
διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων (90/436/ΕΟΚ)
(«Σύμβαση περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης»), που είναι μέρος του κεκτημένου της ΕΕ. Όταν εφαρμοστεί, η οδηγία θα ενισχύσει την υποχρεωτική και δεσμευτική επίλυση διαφορών στην ΕΕ.
Θα διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των μηχανισμών
επίλυσης διαφορών σε όλες τις διασυνοριακές περιπτώσεις που υπόκεινται
σε διπλή φορολογία εισοδήματος επί των κερδών επιχειρήσεων (άρθρο 1). Ο
στόχος της εξάλειψης της διπλής φορολογίας και οι ειδικές περιπτώσεις
που θα πρέπει να καλύπτει αναδιατυπώνονται με τους ίδιους όρους με
αυτούς της Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης. Ωστόσο, η
προτεινόμενη οδηγία περιέχει επιπλέον ρητή υποχρέωση ως προς το
αποτέλεσμα για τα κράτη μέλη, καθώς και σαφώς καθορισμένη προθεσμία. Από
την άλλη, εξαιρούνται οι περιπτώσεις που χαρακτηρίζουν τη διπλή μη
φορολόγηση ή περιπτώσεις απάτης, υπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης
υποχρεώσεων ή σοβαρής αμέλειας (άρθρο 15).
Σύμφωνα με τη Σύμβαση περί διαδικασίας
διαιτησίας της Ένωσης, η οδηγία προβλέπει διαδικασία φιλικού
διακανονισμού (ΔΦΔ) που κινείται μετά από ένσταση του φορολογούμενου,
στο πλαίσιο της οποίας τα κράτη μέλη συνεργάζονται και συμφωνούν
ελεύθερα σχετικά με τη διαφορά διπλής φορολογίας εντός 2 ετών (άρθρο 4).
Αν αποτύχει η διαδικασία φιλικού διακανονισμού, οδηγεί αυτομάτως σε
διαδικασία επίλυσης της διαφοράς με έκδοση οριστικής, υποχρεωτικής και
δεσμευτικής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών
μελών.
Στο ακόλουθο διάγραμμα συνοψίζονται τα τρία
βασικά στάδια της διαδικασίας: η ένσταση, η διαδικασία φιλικού
διακανονισμού και η διαδικασία επίλυσης διαφορών:
Στα άρθρα 3 έως 5 προβλέπονται επίσημοι κανόνες
που διασαφηνίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια ένσταση είναι
παραδεκτή στη διαδικασία φιλικού διακανονισμού, δηλαδή την προθεσμία της
ένστασης, την επεξήγηση της περίπτωσης διπλής φορολογίας από τον
φορολογούμενο και την παροχή πληροφοριών προκειμένου να μπορέσουν οι
αρμόδιες αρχές να εξετάσουν την υπόθεση και το παραδεκτό της. Ενισχύουν
επίσης τις πληροφορίες που παρέχονται στον φορολογούμενο και θεσπίζουν
υποχρέωση για τα κράτη μέλη να αποστέλλουν κοινοποιήσεις σε περίπτωση
που μια υπόθεση απορριφθεί ή θεωρηθεί απαράδεκτη.
Στα παρακάτω διαγράμματα συνοψίζονται τα
διαφορετικά βήματα που ακολουθούνται στο στάδιο της ένστασης και η
σύνδεση με τα δυο επόμενα στάδια, δηλαδή τη διαδικασία φιλικού
διακανονισμού ή τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς:
Τα άρθρα 6 έως 7 συμπληρώνουν το αρχικό στάδιο
της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού με αυτόματη διαδικασία διαιτησίας
που προβλέπει την επίλυση της διαφοράς μέσω διαιτησίας εντός προθεσμίας
δεκαπέντε μηνών σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν κατέληξαν σε συμφωνία
κατά το αρχικό φιλικό στάδιο. Περιπτώσεις κατά τις οποίες αμφότερα τα
κράτη μέλη δεν συμφωνούν στην παραδεκτή υπαγωγή της υπόθεσης του
φορολογούμενου στο στάδιο της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού μπορούν
επίσης να υπάγονται σε διαιτησία νωρίτερα, ώστε να επιλύεται το ζήτημα
του παραδεκτού της υπόθεσης (ενδεχόμενη απαγόρευση προσφυγής), εφόσον το
ζητήσει ο φορολογούμενος και αποδείξει ότι έχει παραιτηθεί από τα
εθνικά μέσα θεραπείας ή ότι έχει παρέλθει η προθεσμία προσφυγής στα εν
λόγω μέσα θεραπείας. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμπληρωματικής διαδικασίας
διαιτησίας και σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας, πρέπει να διοριστεί
ομάδα τριών έως πέντε ανεξάρτητων προσωπικοτήτων (διαιτητών) (ένας ή δύο
για κάθε κράτος μέλος, καθώς και ένας ανεξάρτητος πρόεδρος), μαζί με
δύο αντιπροσώπους από κάθε κράτος μέλος. Η εν λόγω «συμβουλευτική
επιτροπή» εκδίδει οριστική γνώμη σχετικά με τον τρόπο εξάλειψης της
διπλής φορολογίας στην επίμαχη υπόθεση, η οποία θα είναι δεσμευτική για
τα κράτη μέλη, εκτός αν καταλήξουν σε εναλλακτική λύση για την άρση της
διπλής φορολογίας (άρθρο 13).
Σε περιπτώσεις όπου η συμβουλευτική επιτροπή δεν
συσταθεί εντός ορισμένης προθεσμίας, δημιουργείται εναλλακτικός
μηχανισμός ταχείας επιβολής που τελεί υπό την εποπτεία των αρμόδιων
εθνικών δικαστηρίων κάθε εμπλεκόμενου κράτους μέλους (άρθρο 7). Στην
περίπτωση αυτή, ο φορολογούμενος θα έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα
εθνικά δικαστήρια για τον διορισμό των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων που
στη συνέχεια επιλέγουν τον πρόεδρο. Οι ανεξάρτητες προσωπικότητες και ο
πρόεδρος θα επιλέγονται από προκαθορισμένο κατάλογο που τηρείται από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στα παρακάτω διαγράμματα περιγράφεται το στάδιο
της διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς, καθώς και η νέα διαδικασία
επίλυσης που θεσπίζεται για περιπτώσεις απαγόρευσης της προσφυγής σε
πρώιμο στάδιο, ως αποτέλεσμα της άρνησης ενός μόνο κράτους μέλους να
δεχτεί ή να κρίνει παραδεκτή την ένσταση, σε αντίθεση με το έτερο κράτος
μέλος:
Ο εν λόγω μηχανισμός επιβολής και εναλλακτικού
διορισμού για τη διαιτητική αρχή βασίζεται σε υφιστάμενους στα κράτη
μέλη μηχανισμούς σύμφωνα με τους οποίους, όταν τα μέρη που έχουν συνάψει
συμφωνία διαιτησίας δεν διορίζουν διαιτητές, ο διορισμός γίνεται από τα
εθνικά δικαστήρια. Το αρμόδιο εθνικό
δικαστήριο που ορίζεται από τα κράτη μέλη επιλαμβάνεται ειδικότερα των
υποθέσεων που αφορούν στις ελλείψεις που διαπιστώνονται στην εκτίμηση
των επιπτώσεων, δηλαδή την άρνηση πρόσβασης στη διαδικασία όταν τα κράτη
μέλη δεν συμφωνούν ως προς το παραδεκτό της διαφοράς διπλής φορολογίας,
και το «πάγωμα» και την παράταση της διαδικασίας που υπερβαίνει τα δύο
έτη.
Το άρθρο 8 βασίζεται στις απαιτήσεις που
συμφωνήθηκαν στη Σύμβαση περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης σχετικά
με τη σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής και τους όρους υπό τους οποίους
καταρτίζεται και τηρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο κατάλογος των
ανεξάρτητων προσωπικοτήτων που μπορούν να είναι μέλη της συμβουλευτικής
επιτροπής. Το άρθρο 6 δίνει στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων
κρατών μελών τη δυνατότητα να συμφωνούν και να συστήνουν εναλλακτική
μορφή φορέα επίλυσης διαφορών που μπορεί να επιλύει την υπόθεση με τη
χρήση άλλων τεχνικών επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση, η
συμφιλίωση, η πραγματογνωμοσύνη ή οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη και
αποτελεσματική τεχνική.
Το άρθρο 10 προβλέπει λειτουργικό πλαίσιο για τη
συμβουλευτική επιτροπή, τους κανόνες λειτουργίας. Οι εν λόγω κανόνες
καλύπτουν ουσιαστικές πτυχές όπως η περιγραφή της υπόθεσης, ο ορισμός
της υποκείμενης νομικής βάσης και τα ερωτήματα που πρέπει να απαντώνται
από τη συμβουλευτική επιτροπή, καθώς και ορισμένες βασικές υλικοτεχνικές
και οργανωτικές πτυχές. Αυτές περιλαμβάνουν το χρονοδιάγραμμα, την
οργάνωση συνεδριάσεων και ακροάσεων, την ανταλλαγή εγγράφων, τη γλώσσα
εργασίας και τη διαχείριση των δαπανών.
Το άρθρο 12 αποτυπώνει τις προβλέψεις της
Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης και καλύπτει τις
απαιτήσεις πληροφόρησης και τις διαδικαστικές πτυχές της συμβουλευτικής
επιτροπής.
Τα άρθρα 13 και 14 ακολουθούν τη Σύμβαση περί
διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης όσον αφορά τους όρους,
συμπεριλαμβανομένου του περιορισμένου χρονοδιαγράμματος, σύμφωνα με τους
οποίους η συμβουλευτική επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει τη γνώμη της, η
οποία θα πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς για την επακόλουθη οριστική
και δεσμευτική απόφαση των αρμόδιων αρχών. Το άρθρο 11 προβλέπει
συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη όσον αφορά τα έξοδα, οι
οποίες αποτυπώνουν τις διατάξεις της Σύμβασης περί διαδικασίας
διαιτησίας της Ένωσης σχετικά με τα εν λόγω ζητήματα.
Το άρθρο 15 αντιμετωπίζει κατά τρόπο παρόμοιο με
τη Σύμβαση περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης την αλληλεπίδραση με
τις εσωτερικές δικαστικές διαδικασίες και προσφυγές. Περιλαμβάνει
διατάξεις για εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο
πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας (δηλαδή οι περιπτώσεις απάτης, υπαίτιας
αδυναμίας εκπλήρωσης ή σοβαρής αμέλειας εξαιρούνται).
Ένας από τους στόχους της προτεινόμενης οδηγίας
είναι η ενίσχυση της διαφάνειας. Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, το άρθρο 16
περιλαμβάνει τις διατάξεις της Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας της
Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δημοσιεύουν
την οριστική διαιτητική απόφαση και πιο λεπτομερείς πληροφορίες, με την
προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης του φορολογούμενου.
Το άρθρο 17 καθορίζει τον ρόλο της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής στη διαδικασία, ιδιαίτερα όσον αφορά την τήρηση του καταλόγου
ανεξάρτητων προσωπικοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4.
Το άρθρο 18 προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
θα εγκρίνει τις πρακτικές ρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την ορθή
λειτουργία των διαδικασιών που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία,
επικουρούμενη από επιτροπή επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας.
Το άρθρο 19 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να
εκδίδει νομικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20, με σκοπό την
επικαιροποίηση των παραρτημάτων I και II ώστε να λαμβάνονται υπόψη νέες
περιστάσεις.
2016/0338 (CNS)
Πρόταση
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
για τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 115,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1)Οι
περιπτώσεις κατά τις οποίες περισσότερα του ενός κράτη μέλη φορολογούν
τα ίδια εισοδήματα ή κεφάλαια δύο φορές μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρά
φορολογικά εμπόδια για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε
διασυνοριακό επίπεδο. Συνεπάγονται υπερβολική φορολογική επιβάρυνση για
τις επιχειρήσεις και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε οικονομικές
στρεβλώσεις και αναποτελεσματικότητα, καθώς και να έχουν αρνητικές
συνέπειες στις διασυνοριακές επενδύσεις και την ανάπτυξη.
(2)Για τον
λόγο αυτό, οι διαθέσιμοι μηχανισμοί στην Ένωση είναι αναγκαίο να
διασφαλίζουν την επίλυση των διαφορών διπλής φορολογίας και την
αποτελεσματική εξάλειψη της επίμαχης διπλής φορολογίας.
(3)Οι
υφιστάμενοι μηχανισμοί που προβλέπονται επί του παρόντος στις διμερείς
φορολογικές συμβάσεις δεν επιτυγχάνουν την παροχή πλήρους απαλλαγής λόγω
διπλής φορολογίας σε εύθετο χρόνο σε όλες τις περιπτώσεις. Η ισχύουσα
Σύμβαση για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως
των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων (90/436/ΕΟΚ)
7
(εφεξής η «Σύμβαση περί διαδικασίας
διαιτησίας της Ένωσης») έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, δεδομένου ότι
εφαρμόζεται μόνο στις διαφορές σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης και τον
καταλογισμό κερδών σε μόνιμη εγκατάσταση. Η διαδικασία παρακολούθησης
που διεξήχθη στο πλαίσιο της εφαρμογής της Σύμβασης περί διαδικασίας
διαιτησίας της Ένωσης αποκάλυψε ορισμένες σημαντικές ελλείψεις, ιδίως σε
ό,τι αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία, καθώς και τη διάρκεια και την
αποτελεσματική περάτωση της διαδικασίας.
(4)Προκειμένου
να δημιουργηθεί δικαιότερο φορολογικό περιβάλλον, απαιτείται η ενίσχυση
των κανόνων περί διαφάνειας και των μέτρων κατά της φοροαποφυγής.
Παράλληλα, στο πνεύμα της εξασφάλισης δίκαιου φορολογικού συστήματος,
είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η αποφυγή της διπλής φορολογίας των
φορολογουμένων για τα ίδια εισοδήματα, καθώς και η ύπαρξη ολοκληρωμένων,
αποτελεσματικών και βιώσιμων μηχανισμών επίλυσης διαφορών. Η βελτίωση
των μηχανισμών επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας είναι επίσης αναγκαία
για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυξημένου αριθμού διαφορών διπλής ή
πολλαπλής φορολογίας που αφορούν ενδεχομένως υψηλά ποσά, λόγω των
τακτικότερων και περισσότερο επικεντρωμένων πρακτικών ελέγχου των
φορολογικών διοικήσεων.
(5)Συνεπώς, η
θέσπιση ενός αποτελεσματικού και αποδοτικού πλαισίου για την επίλυση
φορολογικών διαφορών που εξασφαλίζει ασφάλεια δικαίου και ευνοϊκό για
τις επενδύσεις επιχειρηματικό περιβάλλον είναι ζωτικής σημασίας για την
επίτευξη ενός δίκαιου και αποδοτικού συστήματος φορολόγησης των
εταιρειών στην Ένωση. Οι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας
θα πρέπει επίσης να παρέχουν ένα εναρμονισμένο και διαφανές πλαίσιο για
την επίλυση ζητημάτων διπλής φορολογίας και, ως εκ τούτου, να
προσπορίζουν οφέλη σε όλους τους φορολογούμενους.
(6)Η εξάλειψη
της διπλής φορολογίας θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω διαδικασίας το
πρώτο βήμα της οποίας θα συνίσταται στην υποβολή της υπόθεσης στις
φορολογικές αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών με στόχο τη διευθέτηση
της διαφοράς μέσω διαδικασίας φιλικού διακανονισμού. Αν δεν επιτευχθεί
σχετική συμφωνία εντός ορισμένης προθεσμίας, η υπόθεση θα πρέπει να
υποβάλλεται ενώπιον συμβουλευτικής επιτροπής ή επιτροπής εναλλακτικής
επίλυσης διαφορών, οι οποίες θα απαρτίζονται, αφενός, από αντιπροσώπους
των ενδιαφερόμενων φορολογικών αρχών και, αφετέρου, από ανεξάρτητες
προσωπικότητες. Οι φορολογικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν οριστική
δεσμευτική απόφαση διά παραπομπής στη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής
ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
(7)Ο
βελτιωμένος μηχανισμός επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας θα πρέπει να
βασίζεται στα υφιστάμενα συστήματα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της
Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης. Ωστόσο, το πεδίο
εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να είναι ευρύτερο από αυτό της
Σύμβασης περί διαδικασίας διαιτησίας της Ένωσης, το οποίο περιορίζεται
αποκλειστικά στις διαφορές σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης και τον
καταλογισμό κερδών σε μόνιμη εγκατάσταση. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να
εφαρμόζεται σε όλους τους φορολογούμενους που υπόκεινται σε φόρους
εισοδήματος επί των κερδών επιχειρήσεων αναφορικά με τις διασυνοριακές
συναλλαγές τους εντός της Ένωσης. Επιπλέον, θα πρέπει να ενισχυθεί το
στάδιο της διαιτησίας. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί σχετική
προθεσμία για τη διάρκεια των διαδικασιών επίλυσης διαφορών διπλής
φορολογίας και να καθοριστούν οι όροι της διαδικασίας επίλυσης διαφορών
για τους φορολογούμενους.
(8)Προκειμένου
να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας
οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή.
Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
(9)Η παρούσα
οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που
αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να εξασφαλίσει
τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αμερόληπτου δικαστηρίου και της επιχειρηματικής ελευθερίας.
(10)Δεδομένου
ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση αποτελεσματικής και
αποδοτικής διαδικασίας επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας στο πλαίσιο
της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να
επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά, λόγω της κλίμακας και των
αποτελεσμάτων της δράσης, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό
επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της
επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή
Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η
παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη του στόχου
αυτού.
(11)Η
Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας
μετά την πάροδο πέντε ετών και τα κράτη μέλη θα πρέπει να παράσχουν στην
Επιτροπή τα κατάλληλα στοιχεία για την υποστήριξη της εν λόγω
επανεξέτασης,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για τους
μηχανισμούς επίλυσης διαφορών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τον
τρόπο εξάλειψης της διπλής φορολογίας εισοδήματος από επιχειρήσεις και
τα σχετικά δικαιώματα των φορολογουμένων.
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους
φορολογούμενους που υπόκεινται σε έναν από τους φόρους εισοδήματος από
επιχειρήσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα I, συμπεριλαμβανομένων των
μόνιμων εγκαταστάσεων που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και
των οποίων η έδρα βρίσκεται είτε σε κράτος μέλος είτε σε περιοχή
δικαιοδοσίας εκτός της Ένωσης.
Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε εισοδήματα ή
κεφάλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής φοροαπαλλαγής ή για τα οποία
ισχύει μηδενικός φορολογικός συντελεστής βάσει των εθνικών κανόνων.
Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής
νομοθεσίας ή διατάξεων διεθνών συμφωνιών όπου απαιτείται για την
αποτροπή της φοροδιαφυγής, της φορολογικής απάτης ή των καταχρήσεων.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1.«αρμόδια αρχή»: η αρχή κράτους μέλους η οποία έχει οριστεί για τον λόγο αυτό από το οικείο κράτος μέλος·
2.«αρμόδιο δικαστήριο»: το δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο έχει οριστεί από το οικείο κράτος μέλος·
3.«διπλή
φορολογία»: η επιβολή των φόρων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της
παρούσας οδηγίας από δύο (ή περισσότερες) περιοχές φορολογικής
δικαιοδοσίας επί του ίδιου φορολογητέου εισοδήματος ή κεφαλαίου εκ
μέρους των εθνικών ή δικαστικών αρχών τους, όταν αυτή επιφέρει i)
πρόσθετο φόρο, ii) αύξηση φορολογικών υποχρεώσεων ή iii) ακύρωση ή
μείωση ζημιών, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την
αντιστάθμιση φορολογητέων κερδών·
4.«φορολογούμενος»:
κάθε πρόσωπο ή μόνιμη εγκατάσταση που υπόκειται στους φόρους
εισοδήματος που απαριθμούνται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 3
Ένσταση
1.Κάθε
φορολογούμενος που υπόκειται σε διπλή φορολογία δικαιούται να υποβάλει
ένσταση με την οποία ζητείται η επίλυση της διπλής φορολογίας σε κάθε
αρμόδια αρχή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών εντός τριών ετών από την
παραλαβή της πρώτης κοινοποίησης του μέτρου το οποίο συνεπάγεται διπλή
φορολογία, ανεξάρτητα από τη χρήση των μέσων θεραπείας που προβλέπονται
από το εθνικό δίκαιο οποιουδήποτε εκ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Ο
φορολογούμενος προσδιορίζει στην ένσταση που υποβάλλει σε κάθε σχετική
αρμόδια αρχή ποια άλλα κράτη μέλη αφορά η υπόθεση.
2.Οι αρμόδιες
αρχές βεβαιώνουν την παραλαβή της ένστασης εντός ενός μήνα από την
παραλαβή της. Ενημερώνουν επίσης τις αρμόδιες αρχές των άλλων
ενδιαφερόμενων κρατών μελών σχετικά με την παραλαβή της ένστασης.
3.Η ένσταση
είναι παραδεκτή, εάν ο φορολογούμενος παρέχει στις αρμόδιες αρχές κάθε
ενδιαφερόμενου κράτους μέλους τις ακόλουθες πληροφορίες:
α)το όνομα,
τη διεύθυνση, τον αριθμό φορολογικού μητρώου και άλλες πληροφορίες που
απαιτούνται για την αναγνώριση του (των) φορολογούμενου(-ων) που
υπέβαλε(-αν) την ένσταση στις αρμόδιες αρχές και τυχόν άλλων
φορολογουμένων που θίγονται άμεσα·
β)τις υπό εξέταση φορολογικές περιόδους·
γ)λεπτομερή
στοιχεία όσον αφορά τα γεγονότα και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης
υπόθεσης (περιλαμβανομένων λεπτομερών στοιχείων όσον αφορά τη διάρθρωση
της συναλλαγής και τις σχέσεις μεταξύ του φορολογούμενου και των λοιπών
μερών που συμμετέχουν στις σχετικές συναλλαγές) και, γενικότερα, τη φύση
και την ημερομηνία των μέτρων τα οποία συνεπάγονται τη διπλή φορολογία,
καθώς και τα σχετικά ποσά στο νόμισμα των ενδιαφερόμενων κρατών μελών,
από κοινού με αντίγραφο τυχόν δικαιολογητικών εγγράφων·
δ)τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες και συμβάσεις αποφυγής της διπλής φορολογίας·
ε)τις
ακόλουθες πληροφορίες από τον φορολογούμενο που υπέβαλε την ένσταση στις
αρμόδιες αρχές μαζί με αντίγραφο τυχόν δικαιολογητικών εγγράφων:
i)έκθεση στην οποία εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους ο φορολογούμενος θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση διπλής φορολογίας·
ii)λεπτομερή
στοιχεία όσον αφορά τις διαδικασίες προσφυγής και αντιδικίας που έχουν
κινηθεί από τους φορολογούμενους σχετικά με τις υπό εξέταση συναλλαγές και οποιεσδήποτε δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση·
iii)δέσμευση του φορολογούμενου να απαντήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα και ταχύτερα
σε όλα τα ενδεδειγμένα αιτήματα που θα διατυπωθούν από αρμόδια αρχή και
να παράσχει κάθε απαιτούμενο έγγραφο κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων
αρχών·
iv)αντίγραφο των φύλλων ελέγχου, έκθεσης φορολογικού ελέγχου ή ισοδύναμου
έγγραφου που οδηγεί στην εικαζόμενη διπλή φορολογία και κάθε άλλου
εγγράφου που εκδόθηκε από τις φορολογικές αρχές σε σχέση με την επίμαχη
διπλή φορολογία·
στ)κάθε συγκεκριμένη πρόσθετη πληροφορία που θα ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές.
4.Οι αρμόδιες
αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μπορεί να ζητήσουν τις
πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) εντός δύο
μηνών από την παραλαβή της ένστασης.
5.Οι αρμόδιες
αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών αποφασίζουν για την αποδοχή και
το παραδεκτό της ένστασης του φορολογούμενου εντός έξι μηνών από την
παραλαβή της. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τους φορολογούμενους και τις
αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με την απόφασή τους.
Άρθρο 4
Απόφαση περί αποδοχής ένστασης – Διαδικασία φιλικού διακανονισμού
1.Εάν οι
αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών αποφασίσουν να κάνουν
δεκτή την ένσταση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5, προσπαθούν να
εξαλείψουν τη διπλή φορολογία με διαδικασία φιλικού διακανονισμού εντός
δύο ετών από την τελευταία κοινοποίηση της απόφασης ενός εκ των κρατών
μελών περί της αποδοχής της ένστασης.
Η διετής περίοδος του πρώτου εδαφίου μπορεί να
παραταθεί για μέγιστο διάστημα έξι μηνών κατόπιν αιτήματος αρμόδιας
αρχής ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, εφόσον η αιτούσα αρμόδια αρχή
παράσχει σχετική αιτιολόγηση εγγράφως. Η εν λόγω παράταση υπόκειται στην
αποδοχή από τους φορολογούμενους και τις άλλες αρμόδιες αρχές.
2.Η διπλή φορολογία θεωρείται ότι έχει εξαλειφθεί σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:
α)το εισόδημα
που υπόκειται σε διπλή φορολογία έχει συμπεριληφθεί στον υπολογισμό του
φορολογητέου εισοδήματος σε ένα μόνο κράτος μέλος·
β)το ποσό του
φόρου που επιβάλλεται στο εισόδημα αυτό σε ένα κράτος μέλος μειώνεται
κατά ποσό ίσο προς το φόρο που του έχει επιβληθεί σε οποιοδήποτε άλλο
ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
3.Όταν οι
αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταλήξουν σε συμφωνία για την εξάλειψη
της διπλής φορολογίας εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην
παράγραφο 1, κάθε αρμόδια αρχή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών
διαβιβάζει την εν λόγω συμφωνία στον φορολογούμενο ως απόφαση δεσμευτική
για την αρχή και εκτελεστή από τον φορολογούμενο, με την επιφύλαξη της
παραίτησης του φορολογούμενου από το δικαίωμα προσφυγής σε οποιοδήποτε
εθνικό μέσο θεραπείας. Η απόφαση αυτή εφαρμόζεται ανεξαρτήτως των
προθεσμιών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών
μελών.
4.Εάν οι
αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δεν καταλήξουν σε
συμφωνία για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας εντός της προθεσμίας που
προβλέπεται στην παράγραφο 1, κάθε αρμόδια αρχή των ενδιαφερόμενων
κρατών μελών ενημερώνει σχετικά τους φορολογούμενους εκθέτοντας τους
λόγους για τη μη επίτευξη συμφωνίας.
Άρθρο 5
Απορριπτική απόφαση
1.Οι αρμόδιες
αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δύνανται να αποφασίσουν την
απόρριψη της ένστασης, εάν η ένσταση είναι απαράδεκτη ή δεν συντρέχει
περίπτωση διπλής φορολογίας ή δεν έχει τηρηθεί η τριετής προθεσμία του
άρθρου 3 παράγραφος 1.
2.Εάν οι
αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δεν αποφανθούν επί της
ένστασης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της ένστασης του
φορολογούμενου, η ένσταση θεωρείται απορριφθείσα.
3.Σε
περίπτωση απόρριψης της ένστασης, ο φορολογούμενος δικαιούται να
προσφύγει κατά της απόφασης των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών
μελών σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες.
Άρθρο 6
Επίλυση διαφορών από συμβουλευτική επιτροπή
1.Συγκροτείται
συμβουλευτική επιτροπή από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών
μελών σύμφωνα με το άρθρο 8, εάν η ένσταση απορριφθεί βάσει του άρθρου 5
παράγραφος 1 από μία μόνο από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων
κρατών μελών.
2.Η
συμβουλευτική επιτροπή αποφαίνεται για το παραδεκτό και την αποδοχή της
ένστασης εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της τελευταίας
απορριπτικής απόφασης βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 την οποία εξέδωσαν
οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Ελλείψει
κοινοποίησης απόφασης εντός της εξάμηνης προθεσμίας, η ένσταση θεωρείται
απορριφθείσα.
Εάν η συμβουλευτική επιτροπή επιβεβαιώσει την
ύπαρξη διπλής φορολογίας και το παραδεκτό της ένστασης, κινείται η
διαδικασία φιλικού διακανονισμού του άρθρου 4 κατόπιν αιτήματος μιας από
τις αρμόδιες αρχές. Η ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή ενημερώνει τη
συμβουλευτική επιτροπή, τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και τους
φορολογούμενους σχετικά με το εν λόγω αίτημα. Η διετής προθεσμία του
άρθρου 4 παράγραφος 1 αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης
της συμβουλευτικής επιτροπής για την αποδοχή και το παραδεκτό της
ένστασης.
Εάν καμία αρμόδια αρχή δεν ζητήσει την κίνηση της
διαδικασίας φιλικού διακανονισμού εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών, η
συμβουλευτική επιτροπή γνωμοδοτεί σχετικά με τον τρόπο εξάλειψης της
διπλής φορολογίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1.
3.Η
συμβουλευτική επιτροπή συγκροτείται από τις αρμόδιες αρχές των
ενδιαφερόμενων κρατών μελών, όταν οι τελευταίες δεν καταλήξουν σε
συμφωνία για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο πλαίσιο της
διαδικασίας φιλικού διακανονισμού εντός της προθεσμίας του άρθρου 4
παράγραφος 1.
Η συμβουλευτική επιτροπή συγκροτείται σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 8 και γνωμοδοτεί σχετικά με τον τρόπο εξάλειψης
της διπλής φορολογίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος
1.
4.Η
συμβουλευτική επιτροπή συστήνεται το αργότερο εντός πενήντα
ημερολογιακών ημερών από το πέρας της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 3
παράγραφος 5, εάν η σύστασή της γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Η συμβουλευτική επιτροπή συστήνεται το αργότερο
εντός πενήντα ημερολογιακών ημερών από το πέρας της προθεσμίας του
άρθρου 4 παράγραφος 1, εάν η σύστασή της γίνεται σύμφωνα με την
παράγραφο 2.
Άρθρο 7
Διορισμός από τα εθνικά δικαστήρια
1.Εάν η
συμβουλευτική επιτροπή δεν συσταθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 6
παράγραφος 4, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι φορολογούμενοι δύνανται να
προσφύγουν σε αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.
Εάν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν διορίσει
τουλάχιστον μία ανεξάρτητη προσωπικότητα και αναπληρωτή αυτής, ο
φορολογούμενος δύναται να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο του οικείου
κράτους μέλους να προβεί στον διορισμό ανεξάρτητης προσωπικότητας και
αναπληρωτή αυτής, βάσει του καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 8
παράγραφος 4.
Εάν οι αρμόδιες αρχές όλων των ενδιαφερόμενων αρχών
δεν προβούν σε σχετικό διορισμό, ο φορολογούμενος δύναται να ζητήσει
από τα αρμόδια δικαστήρια κάθε κράτους μέλους να προβούν στον διορισμό
των δύο ανεξάρτητων προσωπικοτήτων σύμφωνα με το δεύτερο και τρίτο
εδάφιο. Οι ανεξάρτητες προσωπικότητες που διορίζονται κατ’ αυτόν τον
τρόπο ορίζουν πρόεδρο με κλήρωση, βάσει του καταλόγου των ανεξάρτητων
προσωπικοτήτων που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για
την ιδιότητα του προέδρου σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4.
Για τον διορισμό των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων και
των αναπληρωτών τους, οι φορολογούμενοι προσφεύγουν σε καθένα από τα
αντίστοιχα κράτη κατοικίας ή εγκατάστασής τους, εάν η υπόθεση αφορά δύο
φορολογούμενους, ή στα κράτη μέλη των οποίων οι αρμόδιες αρχές δεν
προέβησαν στον διορισμό τουλάχιστον μίας ανεξάρτητης προσωπικότητας και
αναπληρωτή της, εάν η υπόθεση αφορά μόνο έναν φορολογούμενο.
2.Ο διορισμός
των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων και των αναπληρωτών τους σύμφωνα με την
παράγραφο 1 παραπέμπεται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου κράτους μέλους
μόνο μετά την παρέλευση της προθεσμίας των πενήντα ημερών του άρθρου 6
παράγραφος 4 και εντός δύο εβδομάδων από την παρέλευση της εν λόγω
προθεσμίας.
3.Το αρμόδιο
δικαστήριο αποφαίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 και
κοινοποιεί την απόφασή του στον προσφεύγοντα. Η διαδικασία που
εφαρμόζεται για τον διορισμό των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων από το
αρμόδιο δικαστήριο, όταν τα κράτη μέλη δεν προβαίνουν στον διορισμό
αυτών, είναι ίδια με αυτή που προβλέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας
σε υποθέσεις αστικής και εμπορικής διαιτησίας, όταν τα δικαστήρια
διορίζουν διαιτητές σε περιπτώσεις όπου τα μέρη δεν καταλήγουν σε
σχετική συμφωνία. Το αρμόδιο δικαστήριο ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες
αρχές που δεν συγκρότησαν αρχικά τη συμβουλευτική επιτροπή. Το εν λόγω
κράτος μέλος δικαιούται να προσφύγει κατά απόφασης του δικαστηρίου,
εφόσον το δικαίωμα αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Σε
περίπτωση απόρριψης, ο προσφεύγων δικαιούται να προσφύγει κατά της
απόφασης του δικαστηρίου σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς
κανόνες.
Άρθρο 8
Συμβουλευτική επιτροπή
1.Η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 6 είναι η ακόλουθη:
α)ένας πρόεδρος·
β)δύο αντιπρόσωποι κάθε ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής·
γ)μία ή δύο
ανεξάρτητες προσωπικότητες που διορίζονται από κάθε αρμόδια αρχή, βάσει
του καταλόγου προσωπικοτήτων που προβλέπεται στην παράγραφο 4.
Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ο
αριθμός των αντιπροσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β)
μπορεί να μειωθεί σε έναν.
Οι προσωπικότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο
στοιχείο γ) διορίζονται από κάθε αρμόδια αρχή, βάσει του καταλόγου
προσωπικοτήτων που προβλέπεται στην παράγραφο 4.
2.Σύμφωνα με
τις προβλεπόμενες διατάξεις περί διορισμού των ανεξάρτητων
προσωπικοτήτων, και κατόπιν του διορισμού αυτού, διορίζεται και ένας
αναπληρωτής για καθεμία από αυτές, για την περίπτωση κατά την οποία οι
ανεξάρτητες προσωπικότητες κωλύονται να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους.
3.Σε
περίπτωση κλήρωσης, κάθε αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση
οποιασδήποτε ανεξάρτητης προσωπικότητας εφόσον συντρέχει οποιαδήποτε από
τις περιπτώσεις που έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων μεταξύ των
ενδιαφερομένων αρμόδιων αρχών ή μία από τις εξής περιπτώσεις:
α)η προσωπικότητα αυτή ανήκει σε μία από τις οικείες φορολογικές διοικήσεις ή ασκεί καθήκοντα για λογαριασμό μιας από αυτές·
β)η
προσωπικότητα αυτή κατέχει ή κατείχε σημαντική συμμετοχή σε έναν ή σε
καθέναν από τους φορολογούμενους ή είναι, ή υπήρξε, υπάλληλος ή
σύμβουλός τους·
γ)η προσωπικότητα αυτή δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις αντικειμενικότητας για την επίλυση της ή των υπό κρίση διαφορών.
4.Ο κατάλογος
των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων περιλαμβάνει το σύνολο των ανεξάρτητων
προσωπικοτήτων που ορίζονται από τα κράτη μέλη. Προς τον σκοπό αυτό,
κάθε κράτος μέλος ορίζει πέντε πρόσωπα.
Οι ανεξάρτητες προσωπικότητες πρέπει να είναι
υπήκοοι κράτους μέλους και να κατοικούν στην Ένωση. Πρέπει να διαθέτουν
επαγγελματική επάρκεια και ανεξαρτησία.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα
των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων που έχουν ορίσει. Τα κράτη μέλη δύνανται
να διευκρινίσουν στην κοινοποίησή τους ποια από τα πέντε πρόσωπα που
έχουν ορίσει μπορούν να διοριστούν στη θέση του προέδρου. Παρέχουν
επίσης στην Επιτροπή πλήρεις και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά
με το επαγγελματικό και ακαδημαϊκό υπόβαθρο, τις ικανότητες και την
εμπειρογνωσία τους, καθώς και τις συγκρούσεις συμφερόντων που συντρέχουν
στο πρόσωπό τους. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για
τυχόν αλλαγές στον κατάλογο ανεξάρτητων προσωπικοτήτων.
5.Οι
αντιπρόσωποι κάθε αρμόδιας αρχής και οι ανεξάρτητες προσωπικότητες που
διορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκλέγουν πρόεδρο, βάσει του
καταλόγου προσωπικοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο 4.
Άρθρο 9
Επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών
1.Οι αρμόδιες
αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δύνανται να συμφωνήσουν να
συστήσουν επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών αντί της
συμβουλευτικής επιτροπής για την έκδοση γνώμης σχετικά με τον τρόπο
εξάλειψης της διπλής φορολογίας σύμφωνα με το άρθρο 13.
2.Η επιτροπή
εναλλακτικής επίλυσης διαφορών μπορεί να διαφέρει ως προς τη σύνθεση και
τη μορφή της από τη συμβουλευτική επιτροπή και να εφαρμόζει για την
επίλυση της διαφοράς διαδικασίες συμφιλίωσης, διαμεσολάβησης,
πραγματογνωμοσύνης, επιδίκασης ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή τεχνική
επίλυσης διαφορών.
3.Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών συμφωνούν επί των κανόνων λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 10.
4.Τα άρθρα 11
έως 15 εφαρμόζονται στην επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, πλην
των κανόνων περί πλειοψηφίας του άρθρου 13 παράγραφος 3. Οι αρμόδιες
αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν
διαφορετικούς κανόνες περί πλειοψηφίας στο πλαίσιο των κανόνων
λειτουργίας της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
Άρθρο 10
Κανόνες λειτουργίας
1.Τα κράτη
μέλη προβλέπουν ότι, εντός της προθεσμίας των πενήντα ημερολογιακών
ημερών του άρθρου 6 παράγραφος 4, κάθε αρμόδια αρχή των ενδιαφερόμενων
κρατών μελών κοινοποιεί στους φορολογούμενους τα εξής:
α)τους κανόνες λειτουργίας της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών·
β)την ημερομηνία έκδοσης της γνώμης σχετικά με τον τρόπο εξάλειψης της διπλής φορολογίας·
γ)μνεία τυχόν
εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου των κρατών μελών
και τυχόν εφαρμοστέων συμβάσεων αποφυγής της διπλής φορολογίας.
Η ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο
στοιχείο β) ορίζεται το αργότερο εντός 6 μηνών από τη σύσταση της
συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
2.Οι κανόνες λειτουργίας υπογράφονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών τα οποία αφορά η διαφορά.
Οι κανόνες λειτουργίας περιλαμβάνουν ιδίως:
α)την περιγραφή και τα χαρακτηριστικά της επίμαχης υπόθεσης διπλής φορολογίας·
β)τους συμφωνηθέντες όρους αναφοράς μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών αναφορικά με τα προς επίλυση ζητήματα·
γ)τη μορφή, είτε συμβουλευτική επιτροπή είτε επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών·
δ)το χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς·
ε)τη σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών·
στ)τους όρους
συμμετοχής των φορολογουμένων και τρίτων μερών, τις ανταλλαγές
υπομνημάτων, πληροφοριών και αποδεικτικών μέσων, τα έξοδα, το είδος της
διαδικασίας επίλυσης και κάθε άλλη σχετική διαδικαστική ή οργανωτική
πτυχή.
Εάν η συμβουλευτική επιτροπή συγκροτείται για να
γνωμοδοτήσει επί της επίμαχης απόρριψης ή του παραδεκτού της ένστασης
σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, οι κανόνες λειτουργίας περιλαμβάνουν
μόνο τις πληροφορίες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχεία α),
δ), ε) και στ).
3.Ελλείψει
κοινοποίησης ή σε περίπτωση ελλιπούς κοινοποίησης των κανόνων
λειτουργίας στους φορολογούμενους, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι
ανεξάρτητες προσωπικότητες και ο πρόεδρος συμπληρώνουν τους κανόνες
λειτουργίας σύμφωνα με το παράρτημα II και τους αποστέλλουν στον
φορολογούμενο εντός δύο εβδομάδων από την παρέλευση της προθεσμίας των
πενήντα ημερολογιακών ημερών του άρθρου 6 παράγραφος 4. Όταν οι
ανεξάρτητες προσωπικότητες και ο πρόεδρος δεν συμφωνούν σχετικά με τους
κανόνες λειτουργίας ή δεν τους κοινοποιούν στους φορολογούμενους, οι
φορολογούμενοι μπορούν να προσφύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους
κατοικίας ή εγκατάστασής τους για να επιβληθούν όλες οι έννομες
συνέπειες και να εφαρμοστούν οι κανόνες λειτουργίας.
Άρθρο 11
Έξοδα της διαδικασίας
Τα έξοδα της διαδικασίας της συμβουλευτικής
επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, εκτός των
εξόδων στα οποία προβαίνουν οι φορολογούμενοι, κατανέμονται εξίσου
μεταξύ των κρατών μελών.
Άρθρο 12
Πληροφορίες, αποδεικτικά μέσα και ακρόαση
1.Για τους
σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 6, ο(οι) ενδιαφερόμενος(-οι)
φορολογούμενος(-οι) μπορεί να παράσχει(-ουν) στη συμβουλευτική επιτροπή ή
την επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών όλες τις πληροφορίες, τα
αποδεικτικά μέσα ή τα έγγραφα που μπορεί να είναι χρήσιμα για τη λήψη
απόφασης. Ο (οι) φορολογούμενος(-οι) και οι αρμόδιες αρχές των
ενδιαφερόμενων κρατών μελών παρέχουν κάθε πληροφορία, αποδεικτικό μέσο ή
έγγραφο κατόπιν αιτήματος της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής
εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους
μέλους μπορεί να αρνηθούν να παράσχουν πληροφορίες στη συμβουλευτική
επιτροπή σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α)η εξασφάλιση των πληροφοριών προϋποθέτει τη λήψη διοικητικών μέτρων που αντιβαίνουν στην εθνική νομοθεσία·
β)οι πληροφορίες δεν μπορούν να εξασφαλιστούν βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας·
γ)οι πληροφορίες αφορούν εμπορικά, βιομηχανικά ή επαγγελματικά μυστικά, ή παραγωγική διαδικασία·
δ)η κοινολόγηση των πληροφοριών είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.
2.Καθένας από
τους φορολογούμενους μπορεί, εφόσον το ζητήσει, να εκθέσει τις απόψεις
του ή να αντιπροσωπευθεί ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής ή της
επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Εάν το ζητήσει η συμβουλευτική
επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, καθένας από τους
φορολογούμενους υποχρεούται να παραστεί ή να αντιπροσωπευθεί ενώπιόν
της.
3.Υπό την
ιδιότητά τους ως μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής
εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, οι ανεξάρτητες προσωπικότητες ή κάθε
άλλο μέλος υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού
απορρήτου υπό τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία κάθε
ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα
μέτρα για την επιβολή κυρώσεων για οποιαδήποτε παράβαση της υποχρέωσης
τήρησης του απορρήτου.
Άρθρο 13
Γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών
1.Η
συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών
διατυπώνει τη γνώμη της εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία
σύστασής της στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
2.Κατά τη
διατύπωση της γνώμης της, η συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή
εναλλακτικής επίλυσης διαφορών λαμβάνει υπόψη τους εφαρμοστέους εθνικούς
κανόνες και συμβάσεις αποφυγής της διπλής φορολογίας. Ελλείψει σύμβασης
αποφυγής της διπλής φορολογίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, η
συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών
μπορεί, κατά τη διατύπωση της γνώμης της, να ανατρέχει στη διεθνή
πρακτική σε ζητήματα φορολογίας, όπως το πλέον πρόσφατο μοντέλο
φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ.
3.Η
συμβουλευτική επιτροπή ή η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών
εκφέρει τη γνώμη της με απλή πλειοψηφία των μελών της. Εάν δεν μπορεί να
επιτευχθεί πλειοψηφία, η ψήφος του προέδρου καθορίζει την τελική γνώμη.
Ο πρόεδρος κοινοποιεί τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή της
επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στις αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 14
Οριστική απόφαση
1.Οι αρμόδιες
αρχές συμφωνούν εντός προθεσμίας έξι μηνών από την κοινοποίηση της
γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής
επίλυσης διαφορών σχετικά με τον τρόπο εξάλειψης της διπλής φορολογίας.
2.Οι αρμόδιες
αρχές μπορεί να λάβουν απόφαση που αποκλίνει από τη γνώμη της
συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
Εάν δεν καταλήξουν σε συμφωνία για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας,
δεσμεύονται από τη γνώμη αυτή.
3.Τα κράτη
μέλη προβλέπουν ότι η οριστική απόφαση για την εξάλειψη της διπλής
φορολογίας διαβιβάζεται από κάθε αρμόδια αρχή στους φορολογούμενους
εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την έκδοσή της. Εάν η απόφαση δεν
κοινοποιηθεί στους φορολογούμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα
ημερολογιακών ημερών, οι φορολογούμενοι μπορούν να προσφύγουν στο κράτος
μέλος κατοικίας ή εγκατάστασής τους σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις.
4.Η οριστική
απόφαση είναι δεσμευτική για την αρχή και εκτελεστή από τον
φορολογούμενο, με την επιφύλαξη της παραίτησης του φορολογούμενου από το
δικαίωμα προσφυγής σε οποιοδήποτε εθνικό μέσο θεραπείας. Εφαρμόζεται
βάσει της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών, τα οποία, λόγω της
οριστικής απόφασης, οφείλουν να τροποποιήσουν την αρχική φορολογία τους,
ανεξαρτήτως των προθεσμιών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο. Σε
περίπτωση μη εφαρμογής της οριστικής απόφασης, οι φορολογούμενοι
δύνανται να προσφύγουν στο εθνικό δικαστήριο του κράτους μέλους που δεν
εφάρμοσε την απόφαση.
Άρθρο 15
Αλληλεπίδραση με τις εθνικές διαδικασίες και παρεκκλίσεις
1.Ο οριστικός
χαρακτήρας, βάσει του εθνικού δικαίου, των αποφάσεων που λαμβάνουν τα
κράτη μέλη και που συνεπάγονται διπλή φορολογία δεν εμποδίζει τους
φορολογούμενους να προσφύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στην
παρούσα οδηγία.
2.Η υπαγωγή
της διαφοράς στη διαδικασία φιλικού διακανονισμού ή τη διαδικασία
επίλυσης διαφορών δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να κινήσει, ή να
συνεχίσει, για την ίδια υπόθεση, δικαστική δίωξη ή διαδικασίες που
επιδιώκουν την επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων.
3.Οι
φορολογούμενοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα θεραπείας που
προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Όμως,
όταν ένα δικαστήριο έχει επιληφθεί της υπόθεσης, στην ημερομηνία κατά
την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό
δικαιοδοσίας, στα πλαίσια αυτών των εθνικών μέσων θεραπείας,
προστίθενται οι ακόλουθες προθεσμίες:
α)η εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 3 παράγραφος 5·
β)η διετής προθεσμία του άρθρου 4 παράγραφος 1.
4.Στην
περίπτωση που το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους δεν επιτρέπει την
παρέκκλιση της απόφασης επίλυσης της διαφοράς από τις αποφάσεις των
δικαστικών του αρχών, η διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2 δεν
θα είναι διαθέσιμη στον φορολογούμενο αν έχει κινηθεί δικαστική
διαδικασία σχετικά με τη διπλή φορολογία. Ωστόσο, εάν ο φορολογούμενος
έχει κινήσει τέτοια δικαστική διαδικασία, η διαδικασία αυτή θα είναι
παρόλα αυτά διαθέσιμη, αν δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση και ο
φορολογούμενος αποσύρει την προσφυγή όσον αφορά τη διπλή φορολογία.
5.Η υπαγωγή
της υπόθεσης στη διαδικασία επίλυσης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 6
περατώνει κάθε άλλη διαδικασία φιλικού διακανονισμού ή διαδικασία
επίλυσης διαφορών που βρίσκεται σε εξέλιξη για την ίδια διαφορά στην
περίπτωση που αφορά τα ίδια κράτη μέλη, με ισχύ από την ημερομηνία
διορισμού της συμβουλευτικής επιτροπής ή της επιτροπής εναλλακτικής
επίλυσης διαφορών.
6.Κατά
παρέκκλιση από το άρθρο 6, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορεί να
απαγορεύσουν την προσφυγή στη διαδικασία επίλυσης διαφορών σε
περιπτώσεις φορολογικής απάτης, υπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης των
υποχρεώσεων και σοβαρής αμέλειας.
Άρθρο 16
Δημοσιότητα
1.Η συμβουλευτική επιτροπή και η επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών εκδίδουν τη γνώμη τους εγγράφως.
2.Οι αρμόδιες
αρχές δημοσιεύουν την οριστική απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 14, υπό
την προϋπόθεση ότι συμφωνεί κάθε ενδιαφερόμενος φορολογούμενος.
3.Σε
περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος δεν συναινεί στη
δημοσίευση της οριστικής απόφασης στο σύνολό της, οι αρμόδιες αρχές
δημοσιεύουν περίληψη της οριστικής απόφασης, καθώς και περιγραφή της
υπόθεσης και του αντικειμένου, την ημερομηνία, τις υπό εξέταση
φορολογικές περιόδους, τη νομική βάση, τον κλάδο και σύντομη περιγραφή
της τελικής έκβασης.
Οι αρμόδιες αρχές αποστέλλουν τις πληροφορίες που
πρέπει να δημοσιευθούν σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στους φορολογούμενους
πριν από τη δημοσίευσή τους. Κατόπιν αιτήματος των φορολογουμένων, οι
αρμόδιες αρχές δεν δημοσιεύουν πληροφορίες που αφορούν εμπορικά,
βιομηχανικά ή επαγγελματικά μυστικά, ή παραγωγική διαδικασία, ή
πληροφορίες που είναι αντίθετες προς τη δημόσια τάξη.
4.Η Επιτροπή
καταρτίζει τυποποιημένα έντυπα για την κοινοποίηση των πληροφοριών που
αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν
λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία
παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2.
5.Οι αρμόδιες
αρχές κοινοποιούν τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιευθούν σύμφωνα με
την παράγραφο 3 στην Επιτροπή χωρίς χρονοτριβή.
Άρθρο 17
Ρόλος της Επιτροπής και διοικητική υποστήριξη
1.Η Επιτροπή
καθιστά επιγραμμικά διαθέσιμο και τηρεί ενημερωμένο τον κατάλογο των
ανεξάρτητων προσωπικοτήτων του άρθρου 8 παράγραφος 4, προσδιορίζοντας
ποιες εξ αυτών μπορούν να διοριστούν στη θέση του προέδρου. Ο κατάλογος
αυτός περιλαμβάνει μόνο τα ονόματα των εν λόγω προσωπικοτήτων.
2.Τα κράτη
μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβαν για την επιβολή
κυρώσεων για οποιαδήποτε παράβαση της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου
που προβλέπεται στο άρθρο 12. Η Επιτροπή πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη
σχετικά.
3.Η Επιτροπή
τηρεί κεντρικό αρχείο στο οποίο φυλάσσονται και καθίστανται επιγραμμικά
διαθέσιμες οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 16
παράγραφοι 2 και 3.
Άρθρο 18
Διαδικασία επιτροπής
1.Η Επιτροπή
επικουρείται από την επιτροπή επίλυσης διαφορών διπλής φορολογίας. Η εν
λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ)
αριθ. 182/2011.
2.Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
Άρθρο 19
Κατάλογος φόρων και κανόνες λειτουργίας
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’
εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20 σχετικά με την
επικαιροποίηση του καταλόγου φόρων του παραρτήματος I και των κανόνων
λειτουργίας του παραρτήματος II, με στόχο την τροποποίησή τους ώστε να
λαμβάνουν υπόψη νέες περιστάσεις.
Άρθρο 20
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1.Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
2.Η εξουσία
έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 19
ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από την ημερομηνία που αναφέρεται
στο άρθρο 22.
3.Η
εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 19 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα
στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης
περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση.
Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της ημέρας δημοσίευσης της απόφασης
αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη
ημερομηνία που προσδιορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’
εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ.
4.Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
5.Η κατ’
εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 19 τίθεται σε ισχύ
μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή
το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η
περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα
την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή
παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή
του Συμβουλίου.
Άρθρο 21
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1.Τα κράτη
μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και
διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το
αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2017. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το
κείμενο των εν λόγω διατάξεων.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις,
αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την
αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς
αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
2.Τα κράτη
μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων
εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την
παρούσα οδηγία.
Άρθρο 22
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 23
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Στρασβούργο,