Θωμάς ο εύφλεκτος.
Θωμάς ο εύφλεκτος. Δύο πελάτες είχε όλους κι όλους το μαγαζί του κυρ Παντελή κι αυτό επέτεινε την κατήφεια του. Και χθες, μα και προχθές, τα ίδια χάλια. Έπρεπε λέει, να είναι και ευχάριστος στους πελάτες του… Μα που να βρει ο καημένος το κουράγιο με τούτην εδώ την κατάσταση… Ο ίδιος μου είχε εκμυστηρευθεί πως κάνει προσπάθειες να σκεφτεί κάτι ευχάριστο. Η μοναδική όμως σκέψη που του έφερνε μια – ας πούμε – ψυχολογική ανάταση, ήταν αυτή που φανταζόταν τον εαυτό του ως Θωρ όπου με το πανίσχυρο σφυρί έκανε χίλια κομμάτια την Ταμειακή του Μηχανή. Το άσχημο ήταν πως λίγη ώρα μετά που την έκανε θρύψαλα, τον ξανάπιανε και πάλι η κατήφεια. Πόσες φορές να φανταστεί ότι διαλύει αυτήν την καταραμένη την ταμειακή μηχανή… Άλλο πάλι και τούτο σκέφτηκα… Καθόμουν ως συνήθως στο γωνιακό τραπέζι και είχα απλώσει τα χαρτιά μου. Λευκές σελίδες φωτοτυπικού ήταν σε Α4 μέγεθος. Δεν τις κοίταζα όμως. Θα τις διάβαζα αργότερα. Ξεκούραζα το πρόσωπο μου στις χούφτες μου αλλά έπρεπε κάποια στιγμή να πάρω και λίγες ανάσες. Σήκωνα λοιπόν το κεφάλι μου και παρατηρούσα τον κόσμο στο απέναντι πεζοδρόμιο που βιαζόταν να προλάβει το αύριο. Ένιωθα και εγώ, όπως κι ο Παντελής, πως είχα φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου. Ο Θωμάς, ο άλλος πελάτης, σε αντίθεση με εμάς, δεν είχε κανένα συναίσθημα σχεδιασμένο στο πρόσωπό του. Απλά είχε γείρει πάνω στο κινητό του και ρόλαρε με μεγάλη ταχύτητα τα δεδομένα. Τούτο το έκανε με κίνηση περίτεχνη, όμοια των χεριών του Μπάρμπα Γιάννη σαν άρμεγε τα γίδια του. Δούλευε τους αντίχειρες εναλλάξ και ρόλαρε, ρόλαρε, ρόλαρε με ταχύτατους ρυθμούς την οθόνη του κινητού του. Κάτω ο δεξιός αντίχειρας, πάνω ο αριστερός και το ανάποδο. Κι όλα αυτά όλο και με πιο γρήγορους ρυθμούς ξανά και ξανά. Κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω του. Ασταμάτητος. Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο γρήγορα ρόλαρε την οθόνη του κινητού, μέχρι που είδα να βγαίνουν καπνοί στο σημείο επαφής των χεριών του με το κινητό ! Κοίταξα με περισσότερη προσοχή μέχρι που διαπίστωσα πως όχι μόνον φαινόταν καπνοί μα σιγά – σιγά εμφανιζόταν και φλόγες ! Πιθανότατα ο Θωμάς να ήταν εύφλεκτος. Δεν εξηγείται αλλιώς. Σε λιγότερο από δύο λεπτά είχε φουντώσει ολάκερος με φλόγα και καιγόταν σαν κερί. Εκείνος όμως εκεί. Οι αντίχειρες του ασταμάτητοι ρόλαραν την οθόνη του κινητού του. Το έβλεπα καθαρά γιατί η φωτιά δεν ήταν κατακόκκινη κι αδιαφανής. Ήταν μια φλόγα σαν αυτή του κεριού. Διάφανη. Έβλεπα λοιπόν καθαρά πως παρόλα που καιγόταν ολάκερος, αυτός δεν σταματούσε να ασχολείται με το κινητό του. Ένοιωσα πως χρειαζόταν άμεση βοήθεια. Έκανα κίνηση προς το μέρος του, αλλά όπως είπα, είχα φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το τραπεζάκι μου. Υπήρχε και κίνδυνος να μπερδέψουν τα λευκά χαρτιά μου και μετά άντε να τα βάλω στην σειρά. Ούτε να φωνάξω μπορούσα. Ως απέλπιδα προσπάθεια έστρεψα το βλέμμα μου προς τον κυρ Παντελή. Εκείνος όμως κοίταζε με ένα βλέμμα ικανοποίησης την Ταμειακή του Μηχανή. Δεν ήθελα και γω να του χαλάσω εκείνη την στιγμή… Στο νεκροταφείο του Αγ. Λουκά είδα προχθές τον τάφο του Θωμά του Εύφλεκτου. Δεν ήταν τόσο περίεργο που είχαν μια ειδική θήκη από μάρμαρο στην οποία είχαν τοποθετήσει το κινητό του. Το περίεργο ήταν που η καταραμένη οθόνη του ρόλαρε όλο και πιο γρήγορα… Σταυρουλάκης Αρτεμ. ΚωνσταντίνοςΟικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κηςΛογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης