Ενημερωτικός Κόμβος

Χωριστές δηλώσεις εγγάμων – Δείτε τις αλλαγές βάσει του νέου πολυνομοσχεδίου

Στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, ρυθμίζονται εκτός των άλλων και τα ζητήματα που αφορούν στην υποβολή χωριστής φορολογικής δήλωσης των εγγάμων. 

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με την προτεινόμενη διάταξη γίνεται εναρμόνιση με την αριθμ. 330/2018 απόφαση του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι, εφόσον δεν συντρέχει λόγος και μάλιστα προφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των συζύγων, η διάταξη του άρθρου 67 παρ.4 του Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013, Α’ 167) έχει την έννοια ότι ο σύζυγος υποβάλλει κατ’ αρχήν κοινή δήλωση και για το εισόδημα της συζύγου του, εφόσον αμφότεροι οι σύζυγοι συναινούν, συναίνεση η οποία μπορεί να αποτυπώνεται και στην υποβολή, καθ’ εαυτήν, της κοινής δήλωσης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή διατυπώνεται ρητώς η έλλειψη τέτοιας συναίνεσης από έναν έστω από τους συζύγους, οι σύζυγοι διατηρούν το δικαίωμα τους να υποβάλλουν αυτοτελώς δηλώσεις φόρου για τα εισοδήματά τους.
Συνεπώς, οι σύζυγοι δεν απαιτείται να δηλώσουν στη Φορολογική Διοίκηση τη συναίνεσή τους για κοινή δήλωση, αφού αυτή εκδηλώνεται με μόνη την υποβολή της κοινής δήλωσης. Αντίθετα, όταν ο ένας εκ των δύο αιτηθεί χωριστής δήλωσης, τότε θα υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις και για τους δύο συζύγους.
Για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων απαιτείται η δήλωση για υποβολή χωριστών δηλώσεων να υποβάλλεται εγκαίρως στη Φορολογική Διοίκηση, να είναι ανέκκλητη για το έτος στο οποίο αφορά και να είναι δεσμευτική και για τον άλλο σύζυγο, καλύπτει δε και τις τυχόν τροποποιητικές δηλώσεις που ήθελε υποβληθούν. Επισημαίνεται ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά των συζύγων βεβαιώνεται χωριστά σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή υποβάλλεται κοινή δήλωση είτε υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις από τους συζύγους και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει χωριστά κάθε σύζυγο. Τέλος, με τις διατάξεις αυτές ρυθμίζονται τα θέματα των εξαρτώμενων μελών καθώς και των τεκμαρτών δαπανών για τις περιπτώσεις που υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις συζύγων, στις οποίες ουσιαστικά θα έχουν εφαρμογή τα περί ατομικών δηλώσεων.

Σημείωση: Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018 και επόμενων.

Με βάση τα ανωτέρω, παρουσιάζουμε και μια άτυπη κωδικοποίηση έχοντας υπόψη τις προτεινόμενες διατάξεις του νομοσχεδίου.

 

Άρθρο 11. Εξαρτώμενα μέλη

Ισχύουσα διάταξη Προτεινόμενη διάταξη
1. Ως «εξαρτώμενα μέλη» του
φορολογούμενου, θεωρούνται:
α) ο (η) σύζυγος, εφόσον δεν έχει ίδια
φορολογητέα εισοδήματα οποιασδήποτε πηγής,

β) άγαμα τέκνα, εφόσον:
– είναι ανήλικα έως 18 ετών ή
– είναι ενήλικα έως 25 ετών και φοιτούν σε σχολές ή σχολεία ή ινστιτούτα
επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή
– είναι ενήλικα έως 25 ετών και είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα ανέργων
του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) ή υπηρετούν τη
στρατιωτική θητεία τους,
γ) τα παρακάτω φυσικά πρόσωπα με ποσοστό νοητικής ή σωματικής αναπηρίας
τουλάχιστον 67%, εφόσον είναι άγαμα, διαζευγμένα ή σε χηρεία:
– τέκνα του φορολογούμενου,
– αδελφοί και αδελφές των δύο συζύγων.
δ) ανιόντες,
ε) ανήλικα ορφανά από πατέρα και μητέρα που έχουν έως τρίτου βαθμού
συγγένεια με το φορολογούμενο ή τον/τη σύζυγο.

2. Τα φυσικά πρόσωπα
που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’ , δ’ και ε’ της παραγράφου 1 δεν
θεωρούνται εξαρτώμενα μέλη, εάν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά τους
υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και εφόσον συνοικούν
με τον φορολογούμενο. Τα φυσικά πρόσωπα της περίπτωσης γ’ της παραγράφου
1, δεν θεωρούνται εξαρτώμενα μέλη, εάν το ετήσιο εισόδημά τους
υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

3. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 2, δεν λαμβάνονται υπόψη οι
παρακάτω κατηγορίες εισοδήματος:
α) διατροφή που καταβάλλεται στο ανήλικο τέκνο με δικαστική απόφαση ή με
συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο,
β) εξωϊδρυματικό επίδομα ή προνοιακά επιδόματα αναπηρίας που χορηγούνται
από το κράτος.

4. Το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα και
φορολογείται στο όνομα του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα και σε κάθε
περίπτωση στο όνομα του συζύγου, ο οποίος θεωρείται κατ’ αρχήν υπόχρεος
για την υποβολή της δήλωσης. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν
εφαρμόζεται για τις ακόλουθες κατηγορίες εισοδημάτων σχετικά με τα οποία
το ανήλικο τέκνο υπέχει δική του φορολογική υποχρέωση:
α) το εισόδημα που αποκτά το ανήλικο από εργασιακή σχέση, σύμφωνα με την
παράγραφο 2 του άρθρου 12,
β) συντάξεις που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο, λόγω θανάτου του πατέρα ή
της μητέρας του.

 

1. Ως «εξαρτώμενα μέλη» του
φορολογούμενου, θεωρούνται:
α) στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ο (η) σύζυγος, εφόσον δεν έχει ίδια φορολογητέα εισοδήματα οποιασδήποτε πηγής,
β) άγαμα τέκνα, εφόσον:
– είναι ανήλικα έως 18 ετών ή
– είναι ενήλικα έως 25 ετών και φοιτούν σε σχολές ή σχολεία ή ινστιτούτα
επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή
– είναι ενήλικα έως 25 ετών και είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα ανέργων
του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) ή υπηρετούν τη
στρατιωτική θητεία τους,
γ) τα παρακάτω φυσικά πρόσωπα με ποσοστό νοητικής ή σωματικής αναπηρίας
τουλάχιστον 67%, εφόσον είναι άγαμα, διαζευγμένα ή σε χηρεία:
– τέκνα του φορολογούμενου,
– αδελφοί και αδελφές των δύο συζύγων.
δ) ανιόντες,
ε) ανήλικα ορφανά από πατέρα και μητέρα που έχουν έως τρίτου βαθμού
συγγένεια με το φορολογούμενο ή τον/τη σύζυγο.

2. Τα φυσικά πρόσωπα
που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’ , δ’ και ε’ της παραγράφου 1 δεν
θεωρούνται εξαρτώμενα μέλη, εάν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά τους
υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και εφόσον συνοικούν
με τον φορολογούμενο. Τα φυσικά πρόσωπα της περίπτωσης γ’ της παραγράφου
1, δεν θεωρούνται εξαρτώμενα μέλη, εάν το ετήσιο εισόδημά τους
υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

3. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 2, δεν λαμβάνονται υπόψη οι
παρακάτω κατηγορίες εισοδήματος:
α) διατροφή που καταβάλλεται στο ανήλικο τέκνο με δικαστική απόφαση ή με
συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο,
β) εξωϊδρυματικό επίδομα ή προνοιακά επιδόματα αναπηρίας που χορηγούνται
από το κράτος.

4. Το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα και
φορολογείται στο όνομα του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα και σε κάθε
περίπτωση στο όνομα του συζύγου, ο οποίος θεωρείται κατ’ αρχήν υπόχρεος
για την υποβολή της δήλωσης. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν
εφαρμόζεται για τις ακόλουθες κατηγορίες εισοδημάτων σχετικά με τα οποία
το ανήλικο τέκνο υπέχει δική του φορολογική υποχρέωση:
α) το εισόδημα που αποκτά το ανήλικο από εργασιακή σχέση, σύμφωνα με την
παράγραφο 2 του άρθρου 12,
β) συντάξεις που περιήλθαν στο ανήλικο τέκνο, λόγω θανάτου του πατέρα ή
της μητέρας του. 


5. Κατά το έτος υποβολής χωριστής δήλωσης των συζύγων, το εισόδημα των ανήλικων τέκνων, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Σε περίπτωση που ένας των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα αυτού. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης.  

 

 

 

Άρθρο 34. Διαφορά
εισοδήματος και υπολογισμός του φόρου αυτής

Ισχύουσα διάταξη Προτεινόμενη διάταξη
1. Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του
τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου
30, η οποία προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα, προσδιορίζεται από τη
Φορολογική Διοίκηση κατά το ίδιο φορολογικό έτος σύμφωνα με τα οριζόμενα
στις επόμενες παραγράφους και φορολογείται:
α) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 εφόσον ο φορολογούμενος έχει
εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο
μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή
δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από
κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του
εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων (9.500)
ευρώ ή
β) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 29, εφόσον ο φορολογούμενος
έχει εισόδημα μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα ή εφόσον το
μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία
και συντάξεις.
γ) σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29, εφόσον ο φορολογούμενος έχει
εισόδημα μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση ή εφόσον το μεγαλύτερο
μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από ατομική αγροτική επιχείρηση.
δ) σύμφωνα με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15, εφόσον ο
φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του Οργανισμού
Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο. Α. Ε.Δ).

ε) ………………..
 

2. Η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της
προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη
δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά
στοιχεία. Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά που
ιδίως είναι:
α) Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον φορολογούμενο, τη
σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από το
φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται, εφόσον
υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από
αυτόν.
β) Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες
διατάξεις.
γ) Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων.
δ) Εισαγωγή συναλλάγματος που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα
της Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή.
Δεν απαιτείται η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγματος για
τα πρόσωπα:
αα) Που είναι φορολογικοί κάτοικοι άλλου κράτους.
ββ) Που είχαν διαμείνει τρία (3) τουλάχιστον χρόνια στην αλλοδαπή και η
εισαγωγή του συναλλάγματος γίνεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από τη
μετοικεσία τους.
γγ) Που είχαν διαμείνει πέντε (5) τουλάχιστον συνεχή χρόνια στην
αλλοδαπή και το επικαλούμενο ποσό συναλλάγματος προέρχεται από
καταθέσεις στο όνομά τους ή στο όνομα του άλλου συζύγου σε τραπεζικό
λογαριασμό ανοιγμένο σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ ή σε υποκατάστημα ελληνικής
τράπεζας στο εξωτερικό κατά το χρόνο που διέμεναν στην αλλοδαπή ή από
καταθέσεις τους – μέσα σε έναν (1) χρόνο από τη μετοικεσία τους στην
Ελλάδα χωρίς το συνάλλαγμα αυτό να έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή. Η
προϋπόθεση της μη επανεξαγωγής του συναλλάγματος δεν απαιτείται για το
ποσό εκείνο του συναλλάγματος που έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή για την
απόκτηση περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 32,
εφόσον η δαπάνη για την απόκτηση αυτού του στοιχείου έχει ληφθεί υπόψη
κατά την εφαρμογή του άρθρου 32, ή του άρθρου 34.
ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία
που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη
διαφοράς δαπάνης της προηγούμενης παραγράφου, κατά το ποσό που
προέρχεται από δαπάνη του άρθρου 32, το ποσό του δανείου λαμβάνεται
υπόψη εφόσον από το οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν
από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης.
στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών για την οποία η οικεία
φορολογική δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο
πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα
προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά
εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα
οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων
αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β’, γ’, δ’,
ε’ και στ’ της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο
αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται
στα άρθρα 31 και 32, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των
άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 31 ή αν το ποσό
τους είναι μικρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για
άγαμο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειμένου για συζύγους, το ποσό
που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική
και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες
δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι
κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ,
αντίστοιχα.
Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω
περιπτώσεων τα μειώνει και η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για
την κάλυψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα
ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του
έτους που καταβλήθηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση
κεφαλαίου του έτους αυτού.
Για την κάλυψη ή περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει κατά την εφαρμογή
των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του
άρθρου 10 του ν. 2019/1992 (Α’ 34) για τα ποσά των πραγματικών ή
τεκμαρτών δαπανών που πραγματοποιούνται από 1.1.1994. Χρηματικά ποσά που
έχουν ληφθεί υπόψη από τη δήλωση που, τυχόν, υποβλήθηκε κατά τις
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2019/1992, για την
κάλυψη ή τον περιορισμό διαφοράς δαπάνης, αφαιρούνται από το κεφάλαιο
που σχηματίζεται από προηγούμενα έτη, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση
όσα ορίζονται στα εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αυτής της περίπτωσης.

3. Για τον προσδιορισμό των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η ζημία του ίδιου
φορολογικού έτους ή και των προηγούμενων δεν εκπίπτει και δεν
μεταφέρεται για συμψηφισμό στα επόμενα φορολογικά έτη.

4. Οι φορολογούμενοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη
δήλωση τα στοιχεία, τα σχετικά με τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών
στοιχείων (δαπάνη αγοράς ή ανέγερσης ακινήτων) και τον προσδιορισμό της
ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται στις κυρώσεις και τα
πρόστιμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

1. Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του
τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου
30, η οποία προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα, προσδιορίζεται από τη
Φορολογική Διοίκηση κατά το ίδιο φορολογικό έτος σύμφωνα με τα οριζόμενα
στις επόμενες παραγράφους και φορολογείται:
α) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 εφόσον ο φορολογούμενος έχει
εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο
μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή
δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από
κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του
εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων (9.500)
ευρώ ή
β) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 29, εφόσον ο φορολογούμενος
έχει εισόδημα μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα ή εφόσον το
μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία
και συντάξεις.
γ) σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29, εφόσον ο φορολογούμενος έχει
εισόδημα μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση ή εφόσον το μεγαλύτερο
μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από ατομική αγροτική επιχείρηση.
δ) σύμφωνα με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15, εφόσον ο
φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του Οργανισμού
Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο. Α. Ε.Δ).

ε) ………………..
 

2. Η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της
προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη
δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά
στοιχεία. Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά που
ιδίως είναι:
α) Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον φορολογούμενο, τη
σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από το
φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται, εφόσον
υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από
αυτόν.
β) Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες
διατάξεις.
γ) Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων.
δ) Εισαγωγή συναλλάγματος που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα
της Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή.
Δεν απαιτείται η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγματος για
τα πρόσωπα:
αα) Που είναι φορολογικοί κάτοικοι άλλου κράτους.
ββ) Που είχαν διαμείνει τρία (3) τουλάχιστον χρόνια στην αλλοδαπή και η
εισαγωγή του συναλλάγματος γίνεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από τη
μετοικεσία τους.
γγ) Που είχαν διαμείνει πέντε (5) τουλάχιστον συνεχή χρόνια στην
αλλοδαπή και το επικαλούμενο ποσό συναλλάγματος προέρχεται από
καταθέσεις στο όνομά τους ή στο όνομα του άλλου συζύγου σε τραπεζικό
λογαριασμό ανοιγμένο σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ ή σε υποκατάστημα ελληνικής
τράπεζας στο εξωτερικό κατά το χρόνο που διέμεναν στην αλλοδαπή ή από
καταθέσεις τους – μέσα σε έναν (1) χρόνο από τη μετοικεσία τους στην
Ελλάδα χωρίς το συνάλλαγμα αυτό να έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή. Η
προϋπόθεση της μη επανεξαγωγής του συναλλάγματος δεν απαιτείται για το
ποσό εκείνο του συναλλάγματος που έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή για την
απόκτηση περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 32,
εφόσον η δαπάνη για την απόκτηση αυτού του στοιχείου έχει ληφθεί υπόψη
κατά την εφαρμογή του άρθρου 32, ή του άρθρου 34.
ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία
που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη
διαφοράς δαπάνης της προηγούμενης παραγράφου, κατά το ποσό που
προέρχεται από δαπάνη του άρθρου 32, το ποσό του δανείου λαμβάνεται
υπόψη εφόσον από το οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν
από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης.
στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών για την οποία η οικεία
φορολογική δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο
πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα
προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά
εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα
οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων
αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β’, γ’, δ’,
ε’ και στ’ της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο
αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται
στα άρθρα 31 και 32, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των
άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 31 ή αν το ποσό
τους είναι μικρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για
άγαμο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειμένου για συζύγους, το ποσό
που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική
και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες
δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι
κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ,
αντίστοιχα.
Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, το ποσό της δαπάνης του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε σύζυγο.

Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω
περιπτώσεων τα μειώνει και η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για
την κάλυψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα
ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του
έτους που καταβλήθηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση
κεφαλαίου του έτους αυτού.
Για την κάλυψη ή περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει κατά την εφαρμογή
των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του
άρθρου 10 του ν. 2019/1992 (Α’ 34) για τα ποσά των πραγματικών ή
τεκμαρτών δαπανών που πραγματοποιούνται από 1.1.1994. Χρηματικά ποσά που
έχουν ληφθεί υπόψη από τη δήλωση που, τυχόν, υποβλήθηκε κατά τις
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2019/1992, για την
κάλυψη ή τον περιορισμό διαφοράς δαπάνης, αφαιρούνται από το κεφάλαιο
που σχηματίζεται από προηγούμενα έτη, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση
όσα ορίζονται στα εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αυτής της περίπτωσης.


Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, για την κάλυψη ή τον περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, λαμβάνονται υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά της παραγράφου αυτής, όπως αυτά δηλώνονται από τον κάθε σύζυγο χωριστά. Οι αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 31, καθώς και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 που αφορούν τον κάθε σύζυγο βαρύνουν αυτόν ατομικά, ενώ για τα ανήλικα εξαρτώμενα μέλη τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου
11.

3. Για τον προσδιορισμό των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η ζημία του ίδιου
φορολογικού έτους ή και των προηγούμενων δεν εκπίπτει και δεν
μεταφέρεται για συμψηφισμό στα επόμενα φορολογικά έτη.

4. Οι φορολογούμενοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη
δήλωση τα στοιχεία, τα σχετικά με τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών
στοιχείων (δαπάνη αγοράς ή ανέγερσης ακινήτων) και τον προσδιορισμό της
ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται στις κυρώσεις και τα
πρόστιμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

 

 

Άρθρο 67. Υποβολή της
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και καταβολή του φόρου

Ισχύουσα διάταξη Προτεινόμενη διάταξη
1. Ο φορολογούμενος που
έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του υποχρεούται να δηλώνει όλα
τα εισοδήματά του, τα φορολογούμενα με οποιοδήποτε τρόπο ή απαλλασσόμενα,
στη Φορολογική Διοίκηση ηλεκτρονικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η
δήλωση αυτή μπορεί να υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση σε έγχαρτη
μορφή. Δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης οι κεκαρμένοι μοναχοί για το
καθαρό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε αυτούς κατά το χρονικό
διάστημα που διατηρούν την ανωτέρω ιδιότητα εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει
το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή
δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 24 του άρθρου 72 του ανωτέρω νόμου.

2.
Για όλα τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα της παραγράφου 1 δηλώνεται
και ο παρακρατηθείς ή αποδοθείς, κατά περίπτωση, φόρος.

3. Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι και την 30ή Ιουνίου του αμέσως επόμενου
φορολογικού έτους. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος αποβιώσει ή
μεταφέρει την κατοικία του στο εξωτερικό, η δήλωση υποβάλλεται από τους
κατά περίπτωση υπόχρεους, καθ’ όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους και
συνοδεύεται από δικαιολογητικά και στοιχεία που καθορίζονται με απόφαση
του Υπουργού Οικονομικών. Εξαιρετικά, τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν
σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία,
μπορούν να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι το πρώτο
δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.

4. Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του
γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα
οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται
χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλουν
και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή
έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους.
Οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου
συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του
άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.
Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης,
το οποίο δηλώνεται ως υπόχρεος, και για τα εισοδήματα της συζύγου του ή
του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης, αντίστοιχα.
Ειδικότερα, οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης, υποβάλλουν χωριστή
φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:
α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης
κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη
διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο
φορολογούμενος,
β. Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης
είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, υπόχρεος για την υποβολή της
δήλωσης είναι ο γονέας ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης που ασκεί τη γονική
μέριμνα, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 11.

5. Υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης είναι:
α) στις περιπτώσεις πτώχευσης ή σχολάζουσας κληρονομίας ή επιδικίας ή
μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης ή ο κηδεμόνας ή ο
προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος,
β) για τους ανήλικους ή αυτούς που έχουν υποβληθεί σε δικαστική
συμπαράσταση, κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο δικαστικός
συμπαραστάτης,
γ) σε περίπτωση θανάτου του φορολογούμενου, οι κληρονόμοι του για τα
εισοδήματά του μέχρι τη χρονολογία του θανάτου του.

6. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων υπολογίζεται με βάση την
ετήσια φορολογική δήλωση του φορολογούμενου και το ποσό της φορολογικής
οφειλής καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογικής
Διαδικασίας, κατόπιν έκπτωσης:
α) του φόρου που παρακρατήθηκε,
β) του φόρου που προκαταβλήθηκε,
γ) του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή σύμφωνα με το άρθρο 9.
Σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε
είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά
επιστρέφεται.
Η καταβολή του φόρου γίνεται σε τρεις (3) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις,
από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα
του μηνός Ιουλίου και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία
εργάσιμη ημέρα των μηνών Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, από την προθεσμία
υποβολής της δήλωσης.
Ειδικά η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις με
καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 31η Δεκεμβρίου εκάστου φορολογικού
έτους, γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του
επόμενου έτους, ενώ για τις δηλώσεις αυτής της περίπτωσης που
υποβάλλονται στη Δ.Ο.Υ. εμπρόθεσμα και η πράξη διοικητικού προσδιορισμού
φόρου εκδίδεται μετά την 31η Δεκεμβρίου, η καταβολή γίνεται μέχρι την
τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης
διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις φορολογούμενων που
συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν
απλογραφικά βιβλία, γίνεται σε δύο (2) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, από
τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του
Σεπτεμβρίου και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του
Νοεμβρίου κάθε έτους.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ειδικότερα ο
τρόπος και ο χρόνος υποβολής, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος, οι εξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες
επιτρέπεται η μη ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης, καθώς και τα
δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με αυτήν.

1. Ο φορολογούμενος που
έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του υποχρεούται να δηλώνει όλα
τα εισοδήματά του, τα φορολογούμενα με οποιοδήποτε τρόπο ή απαλλασσόμενα,
στη Φορολογική Διοίκηση ηλεκτρονικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η
δήλωση αυτή μπορεί να υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση σε έγχαρτη
μορφή. Δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης οι κεκαρμένοι μοναχοί για το
καθαρό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε αυτούς κατά το χρονικό
διάστημα που διατηρούν την ανωτέρω ιδιότητα εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει
το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή
δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 24 του άρθρου 72 του ανωτέρω νόμου.

2.
Για όλα τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα της παραγράφου 1 δηλώνεται
και ο παρακρατηθείς ή αποδοθείς, κατά περίπτωση, φόρος.

3. Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι και την 30ή Ιουνίου του αμέσως επόμενου
φορολογικού έτους. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος αποβιώσει ή
μεταφέρει την κατοικία του στο εξωτερικό, η δήλωση υποβάλλεται από τους
κατά περίπτωση υπόχρεους, καθ’ όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους και
συνοδεύεται από δικαιολογητικά και στοιχεία που καθορίζονται με απόφαση
του Υπουργού Οικονομικών. Εξαιρετικά, τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν
σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία,
μπορούν να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι το πρώτο
δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.

4.α) Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποβάλλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους. Υπόχρεος για την υποβολή της κοινής δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα εκάστου συζύγου βεβαιώνεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο.
β) Η δήλωση δύναται να υποβάλλεται χωριστά, εφόσον ένας τουλάχιστον εκ των συζύγων το επιλέξει, με ανέκκλητη δήλωσή του για κάθε φορολογικό έτος μέχρι την 28η Φεβρουαρίου του έτους υποβολής της δήλωσης. Η επιλογή αυτή είναι δεσμευτική ως προς το φορολογικό έτος που αφορά και για τον άλλο σύζυγο.
γ) Στις χωριστές δηλώσεις συζύγων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 για τα εξαρτώμενα μέλη του φορολογούμενου.
δ) Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλλουν και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους που υποβάλλουν κοινή δήλωση. Υπόχρεος της υποβολής φορολογικής δήλωσης είναι το μέρος του συμφώνου συμβίωσης, το οποίο δηλώνεται ως υπόχρεος και για τα εισοδήματα του άλλου μέρους.
ε) Στις κοινές δηλώσεις της παραγράφου αυτής οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.
στ’) Οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης, υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:
αα) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο φορολογούμενος,
ββ) Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου
11.

5. Υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης είναι:
α) στις περιπτώσεις πτώχευσης ή σχολάζουσας κληρονομίας ή επιδικίας ή
μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης ή ο κηδεμόνας ή ο
προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος,
β) για τους ανήλικους ή αυτούς που έχουν υποβληθεί σε δικαστική
συμπαράσταση, κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο δικαστικός
συμπαραστάτης,
γ) σε περίπτωση θανάτου του φορολογούμενου, οι κληρονόμοι του για τα
εισοδήματά του μέχρι τη χρονολογία του θανάτου του.

6. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων υπολογίζεται με βάση την
ετήσια φορολογική δήλωση του φορολογούμενου και το ποσό της φορολογικής
οφειλής καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογικής
Διαδικασίας, κατόπιν έκπτωσης:
α) του φόρου που παρακρατήθηκε,
β) του φόρου που προκαταβλήθηκε,
γ) του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή σύμφωνα με το άρθρο 9.
Σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε
είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά
επιστρέφεται.
Η καταβολή του φόρου γίνεται σε τρεις (3) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις,
από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα
του μηνός Ιουλίου και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία
εργάσιμη ημέρα των μηνών Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, από την προθεσμία
υποβολής της δήλωσης.
Ειδικά η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις με
καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 31η Δεκεμβρίου εκάστου φορολογικού
έτους, γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του
επόμενου έτους, ενώ για τις δηλώσεις αυτής της περίπτωσης που
υποβάλλονται στη Δ.Ο.Υ. εμπρόθεσμα και η πράξη διοικητικού προσδιορισμού
φόρου εκδίδεται μετά την 31η Δεκεμβρίου, η καταβολή γίνεται μέχρι την
τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης
διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις φορολογούμενων που
συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν
απλογραφικά βιβλία, γίνεται σε δύο (2) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, από
τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του
Σεπτεμβρίου και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του
Νοεμβρίου κάθε έτους.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ειδικότερα ο
τρόπος και ο χρόνος υποβολής, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος, οι εξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες
επιτρέπεται η μη ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης, καθώς και τα
δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με αυτήν.

Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) καθορίζονται οι όροι, η διαδικασία, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτ. β’ της παρ. 4 του παρόντος άρθρου.

Πηγή: Taxheaven