ΔΕΔ – Απόρριψη προσφυγής για μείωση φορολογικής βάσης ΦΠΑ απαιτήσεων που διαγράφηκαν
Αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ συνιστά έκφραση μιας θεμελιώδους αρχής της οδηγίας ΦΠΑ κατά την οποία η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι ληφθείσα αντιπαροχή, συνέπεια δε της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο αυτού που έλαβε ο υποκείμενος στον φόρο. [Αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1997, Goldsmiths (C‑330/95, EU:C:1997:339, σκέψη 15), της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kraft Foods Polska (C‑588/10, EU:C:2012:40, σκέψη 27), της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrárkülkereskedelmi (C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 22), της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, GMAC UK (C‑589/12, EU:C:2014:2131, σκέψη 37), και της 2ας Ιουλίου 2015, NLB Leasing (C‑209/14, EU:C:2015:440, σκέψη 35).]
Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επίσης έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι «η βάση επιβολής του ΦΠΑ, τον οποίο πρέπει να εισπράττουν οι φορολογικές αρχές, δεν μπορεί να υπερβαίνει την πράγματι καταβληθείσα εκ μέρους του τελικού αγοραστή αντιπαροχή επί της οποίας υπολογίστηκε ο ΦΠΑ που βαρύνει τελικώς τον αγοραστή αυτόν». Συνεπώς, εάν η επιχείρηση δεν πληρωθεί από τον τελικό καταναλωτή, δεν οφείλει επί της ουσίας ΦΠΑ. Ο λόγος της επιβαρύνσεως με ΦΠΑ δεν ασκεί επιρροή, καθότι ο επιχειρηματίας εν τέλει δεν πραγματοποίησε παράδοση ούτε εκπλήρωσε άλλη παροχή εξ επαχθούς αιτίας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας ΦΠΑ. [Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Elida Gibbs (C‑317/94, EU:C:1996:400, σκέψη 19)· συναφώς, αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑427/98, EU:C:2002:581, σκέψη 30), και της 16ης Ιανουαρίου 2003, Yorkshire Co-operatives (C‑398/99, EU:C:2003:20, σκέψη 19), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger επί της υποθέσεως MyTravel (C‑291/03, EU:C:2005:283, σημείο 69).]
Σχετικά με το αν το άρθρο 90, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ παρέχει πράγματι πλήρη ευχέρεια στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν απεριορίστως από το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ ή αν οι παρεκκλίσεις πρέπει να είναι δικαιολογημένες.
Κατά την ερμηνεία του άρθρου 90, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας συνιστά θεμελιώδη αρχή του ΦΠΑ, η οποία απορρέει από τον χαρακτήρα του ως φόρου καταναλώσεως και περιλαμβάνει δύο βασικές επιταγές.
α) Αφενός, απαγορεύει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως, από απόψεως επιβολής ΦΠΑ, επιχειρηματίες που ενεργούν τις ίδιες πράξεις . Τούτο αποκτά σημασία σε συνάρτηση με τις προβλεπόμενες στην ίδια την οδηγία ΦΠΑ παρεκκλίσεις από τη φορολόγηση με βάση τη συμφωνηθείσα αντιπαροχή .
β) Αφετέρου, σύμφωνα με την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, οι επιχειρήσεις που ενεργούν ως φοροεισπράκτορες για λογαριασμό του κράτους πρέπει κατ’ αρχήν να απαλλάσσονται από την τελική επιβάρυνση με ΦΠΑ, εφόσον η ίδια η επιχειρηματική δραστηριότητα εξυπηρετεί τον σκοπό της διενέργειας (κατ’ αρχήν) υποκείμενων στον φόρο πράξεων.
Το άρθρο 90, παράγραφος 2, της οδηγίας ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύεται οπωσδήποτε συσταλτικώς. Μολονότι τα κράτη μέλη δύνανται, σε περίπτωση πλήρους ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος, να παρεκκλίνουν από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ, άμεσο διακανονισμό, ωστόσο τούτο δύνανται να το πράττουν, συμφώνως προς την απόφαση Goldsmiths (C‑330/95), μόνο κατά σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας τρόπο, λαμβάνοντας, στο πλαίσιο αυτό, υπόψη τον χαρακτήρα του ΦΠΑ ως φόρου καταναλώσεως, την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα της επιχειρήσεως.